Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

Η μπλούζα με τις μουτζούρες

«Μπαμπά, γιατί έχεις βάλει σε κορνίζα αυτή τη μπλούζα με τις μουτζούρες;».

Ο τετράχρονος γιος μου στεκόταν μπροστά στο κάδρο που δεσπόζει στον τοίχο του γραφείο μου και έκανε την ερώτηση που ήξερα ότι κάποια στιγμή θα ακούσω. Και που δεν ήξερα πώς ακριβώς να απαντήσω. Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω...

Η «μπλούζα» είναι το συλλεκτικό t-shirt για τον τελικό του EURO 2004, με τις σημαίες της Πορτογαλίας και της Ελλάδας και στη μέση το τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης. Και οι «μουτζούρες», δεν είναι τίποτα άλλο από τις υπογραφές διεθνών ποδοσφαιριστών, μετά τον ιστορικό θρίαμβο του «Ντα Λουζ», τη νύχτα της 4ης Ιουλίου 2004. Λίγο πιο δίπλα, η δημοσιογραφική διαπίστευση και τα εισιτήρια του ημιτελικού και του τελικού, αδιάψευστοι μάρτυρες του ότι πριν από ακριβώς 15 χρόνια, είχα την τύχη να ζήσω από κοντά (όχι ως φίλαθλος, αλλά ως επαγγελματίας) μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην Ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Ο όρος «τύχη» εδώ δεν χρησιμοποιείται μεταφορικά. Βρέθηκα... κατά λάθος στην Πορτογαλία, μετά τον προημιτελικό με τη Γαλλία, αντικαθιστώντας τον απεσταλμένο συνάδελφο που χρειάστηκε να επιστρέψει εσπευσμένα στην Αθήνα. Έφτασα στο Πόρτο τα μεσάνυχτα της 28ης προς 29η Ιουνίου, τρεις ημέρες πριν τον ημιτελικό του «Ντραγκάο» με την Τσεχία. Χωρίς διαπίστευση, με δανεικό λάπτοπ, ένα αληθινό ταξίδι στο άγνωστο. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 24 ώρες για να λυθεί το ζήτημα της διαπίστευσης (χάρη στις ενέργειες των ανθρώπων της ΕΠΟ) και να μπορέσω να ξεκινήσω δουλειά.

Συνάντησα συναδέλφους εξαντλημένους, αρκετούς να ψάχνουν καθαριστήριο για τα ρούχα τους. Όσοι εξ αυτών είχαν ακολουθήσει την ομάδα του Ότο Ρεχάγκελ από το ξεκίνημα της προετοιμασίας, είχαν ήδη κλείσει πάνω από ένα μήνα μακριά από τα σπίτια τους. Το μόνο που μπορούσα να τους προσφέρω, ήταν μία... γεύση από το κλίμα που επικρατούσε πίσω στην Ελλάδα και τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό ενόψει του ημιτελικού. «Την έχεις δει την Τσεχία; Δεν παίζεται...», με προσγείωσαν οι πιο πραγματιστές.

Το βράδυ της 1ης Ιουλίου, στα δημοσιογραφικά του «Ντραγκάο», βρέθηκα (λόγω της καθυστερημένης διαπίστευσης) σε θέση για τον μη-γραπτό Τύπο: χωρίς γραφείο, χωρίς παροχή ρεύματος, χωρίς ίντερνετ... Παρακολούθησα και έγραψα τον αγώνα με το λάπτοπ-μαμούθ στα γόνατά μου, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο δείκτη της μπαταρίας που όλο και λιγόστευε. Μόνο σε μία στιγμή άφησα τον υπολογιστή στην (άδεια) διπλανή θέση: όταν ο Βασίλης Τσιάρτας πήγε να εκτελέσει το κόρνερ, δευτερόλεπτα πριν τη λήξη του πρώτου ημιχρόνου της παράτασης. Ήθελα να μπορώ να πεταχτώ και να πανηγυρίσω ελεύθερα το γκολ που ήμουν βέβαιος ότι ερχόταν. Όπως διαπίστωσα αργότερα, η αίσθηση αυτή ήταν μία ομαδική... ψύχωση που είχε καταλάβει ταυτόχρονα χιλιάδες Έλληνες φιλάθλους.

Ο πανηγυρισμός του οπαδού κράτησε μερικά δευτερόλεπτα, πριν δώσει τη θέση του στον... πανικό του δημοσιογράφου. Το ματς είχε τελειώσει, το δικό μου κείμενο δεν είχε πρόλογο, περιγραφή της παράτασης και επίλογο και η μπαταρία «άγγιζε» το μηδέν. 'Αρπαξα υπολογιστή, τσάντα και σημειώσεις και άρχισα να τρέχω αλαφιασμένος προς τις σκάλες, για να προλάβω μία θέση στο κέντρο Τύπου. «Τι ζούμε!», άκουσα την οικεία φωνή ενός επώνυμου Έλληνα δημοσιογράφου και δασκάλου μου.

Την επομένη είχα να αντιμετωπίσω την ίδια «Οδύσσεια» με τους Έλληνες φιλάθλους, που ήθελαν να μεταβούν από το Πόρτο στη Λισαβόνα για τον τελικό. Δεν είχα εισιτήριο μετάβασης στην πρωτεύουσα, ούτε κλεισμένο ξενοδοχείο. Τουλάχιστον εγώ είχα εξασφαλισμένη θέση στο «Ντα Λουζ», σε αντίθεση με χιλιάδες ταξιδιώτες από τη χώρα μας, που τριγυρνούσαν στους δρόμους της Λισαβόνας εκλιπαρώντας μάταια για ένα «μαγικό χαρτάκι» του τελικού. Η ΕΠΟ διέθεσε ελάχιστα εισιτήρια στους εκδρομείς, κάποιοι εκ των οποίων κατέφυγαν στη «μαύρη αγορά». Όσοι περίμεναν ως την τελευταία στιγμή ένα... θαύμα, αρκέστηκαν να δουν τον τελικό από γιγαντοοθόνη που στήθηκε ειδικά για εκείνους στο κέντρο της πόλης.

Έφτασα με τρένο στη Λισαβόνα, αγόρασα από το κιόσκι του σιδηροδρομικού σταθμού έναν οδηγό της πόλης και άρχισα να παίρνω τηλέφωνα στα ξενοδοχεία, αναζητώντας κάποιο ελεύθερο δωμάτιο. Βρήκα ένα, μόνο για δύο ημέρες, Παρασκευή και Σάββατο. Κυριακή πρωί, λίγες ώρες πριν τον τελικό, εγώ μάζευα τα... μπογαλάκια μου για να μετακομίσω σε άλλο ξενοδοχείο.

Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς την προσμονή της παραμονής του τελικού. Οι περισπούδαστες αναλύσεις είχαν πάει περίπατο, όλοι προσπαθούσαμε να αδράξουμε τη στιγμή, συνειδητοποιώντας ότι είναι απίθανο να ξαναζήσουμε κάτι παρόμοιο. Το ίδιο κλίμα υπήρχε και στο εσωτερικό της ομάδας: το σπουδαιότερο παιχνίδι της ζωής τους, ήταν απλά ένα πάρτι που δεν έβλεπαν την ώρα να αρχίσει!

Το πρωί του τελικού, αφού ολοκλήρωσα τη... μετακόμιση, έκανα μία βόλτα στην πόλη. Τα περισσότερα μπαλκόνια ήταν διακοσμημένα με την πορτογαλική σημαία και ένα έθνος ολόκληρο περίμενε να ζήσει τη στιγμή του απόλυτου θριάμβου. Η ομαδάρα του Φίγκο, του Ντέκο, του Ρουί Κόστα και αυτού του θρασύτατου 19χρονου «γητευτή» της μπάλας, δεν μπορούσε να χάσει από τους «ξυλοκόπους» Έλληνες για δεύτερη φορά στο ίδιο τουρνουά, μέσα στην έδρα της.

Αυτό το τελευταίο επιχείρημα καταρριπτόταν με το που πατούσε κάποιος το πόδι του στο «Εστάδιο Ντα Λουζ». Το κλισέ «μέγα πλήθος, μέγα πάθος», ωχριά μπροστά στην ορμή της γαλανόλευκης εξέδρας. Τις υπόλοιπες... διαψεύσεις, τις ανέλαβαν οι διεθνείς και το ανεπανάληπτο «άστρο» του Ότο Ρεχάγκελ. Σχεδόν όση ανακούφιση είχε προκαλέσει ο τραυματισμός του σουπερστάρ Πάβελ Νέντβεντ στον ημιτελικό, άλλη τόση προκάλεσε η ατυχία του σχεδόν άγνωστου Μιγκέλ, του δεξιού μπακ της Πορτογαλίας, που είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα στην ελληνική άμυνα στο πρώτο ημίχρονο.

Αυτή τη φορά είχα και γραφείο, και ρεύμα και ίντερνετ και μπορούσα να δουλέψω κανονικά. Το χρονόμετρο έγραφε 56.25 (αλήθεια, σήκωσα αστραπιαία τα μάτια μου και το κοίταξα) όταν η μπάλα από την κεφαλιά του 'Αγγελου Χαριστέα κατέληγε στα δίχτυα. Απέμενε πάνω από μισή ώρα αγώνα, οι Πορτογάλοι επιτίθενταν μανιασμένα, αλλά εγώ ήρεμος έγραφα ήδη το ματς. Εκείνο το βράδυ, η εθνική δεν θα δεχόταν γκολ, όσες ώρες και να προσπαθούσαν οι γηπεδούχοι! 

Είχα σχεδόν τελειώσει και μπορούσα να χαζέψω ήρεμα το... κυνηγητό των ανδρών ασφαλείας και του περιβόητου Jimmy Jump, που εισέβαλε στο γήπεδο κρατώντας μία σημαία της Μπαρτσελόνα και την πέταξε στον «προδότη» Λουίς Φίγκο. Λίγο αργότερα, καθώς ο Θοδωρής Ζαγοράκης ετοιμαζόταν να παραλάβει το τρόπαιο από τα χέρια του Λέναρτ Γιόχανσον, το «Ντα Λουζ» δονείτο από το «σήκωσέ το» των εκστασιασμένων Ελλήνων φιλάθλων. Έπιασα τον εαυτό μου να ακολουθεί -σχεδόν ασυναίσθητα- το σύνθημα, ενώ την ίδια στιγμή είχα σε ανοιχτή ακρόαση την τότε μνηστή μου (και σήμερα σύζυγό μου), θέλοντας να τη βάλω από μία χαραμάδα στη μαγεία της στιγμής.

Σε αντίθεση με τον ημιτελικό του Πόρτο, αυτή τη φορά προτίμησα να προσπεράσω τη συνέντευξη Τύπου και να πάω κατευθείαν στη μικτή ζώνη. Λένε πως στην απόλυτη χαρά (όπως και στη μεγάλη λύπη), βλέπεις το αληθινό ποιόν των ανθρώπων. Θα θυμάμαι για πάντα ποιοι παίκτες πέρασαν και πήγαν αμίλητοι στο πούλμαν, ποιοι κοντοστάθηκαν βιαστικά για μερικές τυπικές δηλώσεις ή κάποια αυτόγραφα και ποιοι θέλησαν να μοιραστούν τη χαρά και τη συγκίνησή τους με τους εκπροσώπους του Τύπου. Είπα ότι θα το θυμάμαι, όχι ότι θα το αποκαλύψω! Θα μου μείνει πάντως το σιωπηλό χαμόγελο του Ντέμη Νικολαϊδη, που είχε μείνει εκτός τελικού λόγω προβλήματος στη μέση. Ήταν η τελευταία νύχτα της ποδοσφαιρικής του καριέρας... Πάνω απ΄όλα, όμως, θα μου μείνει η φωτογραφία δίπλα στον αρχηγό Θοδωρή Ζαγοράκη και την κούπα, που δεν την άφηνε από τα χέρια του.

Πηγαίνοντας το επόμενο μεσημέρι στο βασικό κέντρο Τύπου της διοργάνωσης, στο κέντρο της Λισαβόνας, ένιωσα ότι είχα πάνω μου λίγη από τη... χρυσόσκονη των πρωταθλητών Ευρώπης. Ξένοι δημοσιογράφοι με πλησίαζαν, μου έδιναν συγχαρητήρια για την εθνική, ρωτούσαν σε ποιες ευρωπαϊκές ομάδες θα καταλήξουν οι πρωταθλητές. Έπιασα κουβέντα με δύο συναδέλφους από τη Σλοβενία, που προσπαθούσαν να καταλάβουν το μυστικό της ελληνικής επιτυχίας. Δεν μπόρεσα να τους το εξηγήσω τότε, δεν κατάφερα να το εξηγήσω στον γιο μου, δεν μπορώ να το εξηγήσω ούτε και τώρα, 15 χρόνια μετά. Ξέρω ότι κάποιοι το προσπάθησαν και εν μέρει το πέτυχαν, αλλά εγώ δεν μπορώ. Ίσως γιατί τα θαύματα, για να μείνουν τέτοια, πρέπει να κρατάνε μία δόση μυστηρίου.

ΥΓ: Τον έναν Σλοβένο δημοσιογράφο, τον ξανασυνάντησα λίγο καιρό αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Γιατί, πράγματι, το καλοκαίρι του 2004, η Ελλάδα βρέθηκε για λίγο στο κέντρο του κόσμου. Αυτό, που συνέβη πριν από μόλις 15 χρόνια, είναι κάτι ακόμη πιο δύσκολο να εξηγήσεις, στα παιδιά της κρίσης και των μνημονίων...

 

ΠΗΓΗ ΑΠΕ

    

 

Απόψεις

Tους κάλυψε όλους ο Σταϊκούρας !@ Tην συμβολή τριών κυβερνήσεων στην υλοποίηση του οδικού άξονα Ε-65 εξήρε με την ομιλία του στη χθεσινή τελετή παράδοσης του...
randomness