Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

 

7η Μαρτίου του 1878: H MAXH TOY ΠΑΛΑΜΑ

Γράφει η Ευαγγελία Δημοπούλου, Ιστορικός - Αρχαιολόγος

 

Τους ήρωες εκείνους που με περίσσιο θάρρος και αυταπάρνηση, ύψωσαν το λάβαρο της επανάστασης στις 7 Μαρτίου του 1878, τίμησαν ο Δήμος Δομοκού και οι τοπικοί φορείς στην επετειακή εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο στο μνημείο του Παλαμά Δομοκού.
Κεντρική ομιλήτρια τής εκδήλωσης ήταν
η ιστορικός - αρχαιολόγος Ευαγγελία Δημοπούλου, η οποία παρουσίασε τα ιστορικά γεγονότα και στο ρόλο που έπαιξαν, για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (πλην της επαρχίας Ελασσόνας) και ενός τμήματος της Ηπείρου.
Για ιστορικούς λόγους, δημοσιεύουμε ολόκληρη την ομιλία της.

Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να τιμήσουμε τους ήρωες εκείνους που με περίσσιο θάρρος και αυταπάρνηση, πιστοί στο προγονικό πρόσταγμα «τοις κείνον ρήμασι πειθόμενοι» ύψωσαν το ιερό λάβαρο της επαναστάσεως τις 7ης Μαρτίου του 1878, σε τούτον εδώ τον τόπο. Σε μια εποχή που η Θεσσαλία ακόμη στέναζε κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, λίγοι μα ανδρείοι αποφάσισαν να εναντιωθούν σε πολλούς και μια ομάδα υπαξιωματικών αν και μικροί τω βαθμώ, αψηφώντας τις διαταγές των ανωτέρων τους τόλμησαν να κάνουν μεγάλες πράξεις και να γράψουν με χρυσά γράμματα ένα έπος που έμελλε να μείνει αιώνια χαραγμένο στην ένδοξη ιστορία μας.
Οι παράγοντες που ευνόησαν την έκρηξη της επανάστασης ήταν πολλαπλοί. Αρχικά, η διεθνής περιρρέουσα ατμόσφαιρα διευκόλυνε το κίνημα, αφού τον Απρίλιο του 1877 η Ρωσία κήρυξε νέο πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –τον 12ο – κατά σειρά. Αυτό είχε ως άμεση συνέπεια, όλο το ενδιαφέρον του Αμπντούλ Χαμιτ Β΄ -του επονομαζόμενου και Ερυθρού Σουλτάνου- να στραφεί στο μέτωπο με τη Ρωσία προσπαθώντας να διατηρήσει την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας στις όμορες περιοχές με τη Ρωσία που είχε αποφασιστεί το 1856 με τη συνθήκη των Παρισίων. Έπειτα, ανέκαθεν η Θεσσαλία αποτελούσε το ορμητήριο κάθε επανάστασης, αφού γειτνίαζε με το μερικώς έως τότε απελευθερωμένονεοσυσταθέν βασίλειο της Ελλάδος και υπήρχε μεγάλη ευκολία στη διείσδυση ενόπλων τμημάτων από αυτό, καθιστώντας σχετικά εύκολη την προετοιμασία απελευθερωτικών επαναστατικών κινημάτων. Οφείλουμε βέβαια να συνυπολογίσουμε και άλλους παράγοντες όπως τις αφόρητες πιέσεις των Τούρκων κατακτητών στους χριστιανούς κατοίκους της περιοχής, τον πολλαπλασιασμό των φόρων εξαιτίας του πολέμου και κυρίως την εμφάνιση στην περιοχή πολυάριθμων ένοπλων στιφών τουρκαλβανών-Γκέγκηδων, που είχαν δημιουργήσει μία ζοφερή κατάσταση οδηγώντας κατευθείαν σε γενική εξέγερση. Ιδιαίτερα οι αυθαιρεσίες των Γκέγκηδων- που ήταν γνωστοί για τα ανθελληνικά τους αισθήματα από την εποχή της επανάστασης του ’21- με εφαλτήριο την περιοχήτης Δίβρας- είχαν φθάσει στη νότια Θεσσαλία, αφού διέσχισαν ολόκληρη τη δυτική Μακεδονία, αφήνοντας πίσω καταστροφές και λεηλασίες, προκαλώντας πανικό στους χριστιανικούς πληθυσμούςμε τις ευλογίες βέβαια, των τουρκικών αρχών.
Φυσικά, υπήρχαν και αρκετά προσκόμματα και εμπόδια στη διαφαινόμενη επανάσταση, καθώς η ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλίας δεν ήταν ομοιογενής. Ειδικότερα, στις ορεινές περιοχές του Αλμυρού, στο Πήλιο, στην Όσσα, καθώς και στη δυτική Θεσσαλία, υπήρχε ανθρώπινο δυναμικό εξασκημένο στα όπλα και πρόθυμο να στελεχώσει αντάρτικες ομάδες. Ιδιαίτερη έφεση στα όπλα είχαν οι νομάδες και οι άλλοι ορεινοί Θεσσαλοί, που κατά καιρούς είχαν μετέλθει τον ληστρικό βίο ή είχαν συμμετάσχει σε επαναστατικά κινήματα των περασμένων δεκαετιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι δύο μικρές ανταρτικές ομάδες με επικεφαλής τους πρώην ληστάρχους Καραπατάκη και Καλόγηρο, που παρενοχλούσαν τους Τούρκους ανάμεσα στη Θεσσαλία και στον Όλυμπο, από την εποχή του πρώτου σερβοτουρκικού πολέμου του 1876. Στον αντίποδα, στα χωριά του κάμπου, οι συνθήκες διαβιώσεως στα τσιφλίκια των κατακτητώνΤούρκων μπέηδων, και το ευπρόσβλητο της περιοχής, καθιστούσαν τους κατοίκους περισσότερο επιφυλακτικούς, με σχεδόν ανύπαρκτους δρόμους διαφυγής σε περίπτωση μιας αποτυχημένης προσπάθειας. Τροχοπέδη αποτελούσε και η πάγια στάση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής που δεν επιθυμούσαν αλλαγή του status quo, δηλαδή της υπάρχουσας κατάστασης παρά μόνο, αν αυτή η αλλαγή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τους. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν ακόμα νωπές τις μνήμες της ελληνικής επανάστασης του 1821, που σημειώτεον ήταν η πρώτη επανάσταση στον ευρωπαϊκό χώρο που οδήγησε δια της ενθεγερσίας στην απελευθέρωση και επανασύσταση κράτους, κλονίζοντας τα θεμέλια των μεγάλων αυτοκρατοριών της γηραιάς ηπείρου, με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο επιφυλακτικές σε ό, τι αφορά αυτήν εδώ την περιοχή, άλλωστε παραδοσιακά η χερσόνησος του Αίμου αποτελούσε την πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης. Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη ιδέα ήδη ήταν ένας ψίθυρος που σιγά- σιγά γιγαντωνόταν και που σύντομα επρόκειτο να γίνει εθνική επιταγή.
Ωστόσο, παρ’ όλες τις επιφυλάξεις στα μέσα του 1877, η ελληνική κυβέρνηση άφησε να εννοηθεί ότι θα ενίσχυε τις επαναστάτικές προσπάθειες, αφού απεσταλμένοι των επαναστατικών επιτροπών της Αθήνας που έφθασαν στη Θεσσαλία, βρήκαν το έδαφος έτοιμο.Οι ραγδαίες εξελίξεις στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο δεν άφηναν περιθώρια καθυστέρησης. Τα ρωσικά στρατεύματα μετά από σκληρές μάχες εισήλθαν στις 8 Ιανουαρίου 1878 στην Αδριανούπολη. Η κατάσταση αυτή οδήγησε την Ελλάδα να βγει από την ουδετερότητά της και να εκμεταλλευτεί τη διεθνή συγκυρία- το λεγόμενο momentum-, αφού άλλωστε και η κοινή γνώμη από καιρό απαιτούσε από την κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλίες.
Στις 21 Ιανουαρίου του ίδιου έτους στη Λαμία συγκεντρώθηκαν 25 000 στρατιώτες μαζί με τους αντάρτες υπό τις διαταγές του υποστράτηγου Σκαρλάτου Σούτσου εισέβαλαν στην επαρχίαΔομοκό όπου έδωσαν νικηφόρα μάχη. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου, όμως επειδή απειλήθηκε με γενική επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων κατά της Ελλάδας με απρόβλεπτες εξελίξεις και κάτω από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων έδωσε εντολή στον Σούτσο να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία και συγκεκριμένα με παρέμβαση της Αγγλίας διετάχθη ο ελληνικός στρατός να υποχωρήσει στη Λαμία. Ο στρατός επέστρεψε στους στρατώνες του στη Λαμία. Έμειναν όμως οι αντάρτικες ομάδες που πολεμούσαν άνισα τον τακτικό τουρκικό στρατό. Θλίψη και αγανάκτηση διακατείχε τους στρατιώτες στη Λαμία καθώς για ακόμη μια φορά δεν εκπληρώθηκε ο πόθος τους να απελευθερώσουν τους υπόδουλους αδελφούς από τους βαρβάρους.
Παρά την επίσημη στάση της Ελλάδας η επανάσταση δεν μπορούσε να αποσοβηθεί, σαν ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω. Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας ζητούσαν επιτακτικά να τερματιστεί το έρεβος της σκλαβιάς των πέντε αιώνων υπό τον Οθωμανικό ζυγό
Τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου στα Ραδοβίζια της Άρτας υψώνεται η Ελληνική σημαία και μετά από δύο ημέρες, στις 15 Φεβρουαρίου στο Πήλιο. Στις 19 Φεβρουαρίου 1878 λήγει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και τον Μάρτιο υπεγράφη η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Σύμφωνα με αυτήν εξασφαλίστηκαν τα συμφέροντα της Ρωσίας στο Βόσπορο και στα Στενά. Επίσης ιδρύθηκε η μεγάλη Βουλγαρία και ανεξαρτητοποιήθηκαν η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία. Στη Συνθήκη αυτή όμως δεν υπήρχε καμία διάταξη προς το συμφέρον της Ελλάδας. Απεναντίας, εξυπηρετούσε μόνο τα πανσλαβιστικά σχέδια της Ρωσίας.
Στις 7 Μαρτίου του 1878, στο Ναό του Αγίου Αθανασίου στο χωριό Παλαμά Δομοκού, πρόκριτοι των γύρω χωριών συγκεντρώθηκαν και οργάνωσαν μία προσωρινή Διοίκηση υπογράφοντας μια Επαναστατική Προκήρυξη, που απευθύνονταν προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, με την οποία δήλωναν την απόφασή τους να πολεμήσουν μέχρι θανάτου προκειμένου να πετύχουν την ένωσή τους με τη μητέρα Ελλάδα. Ο ιερέας Αλέξανδρος Γεωργούλας ευλόγησε τα όπλα των επαναστατών που ήταν αποφασισμένοι ή για Ελευθερία ή για θάνατο. Πρώτη ενέργεια των επαναστάτών ήταν να εκδιώξουνν τις τουρκικές φρουρές, αλλά και τους Κονιάρηδες-Τούρκους εποίκους από την περιοχή του Ικονίου- που ήταν σύμβολα της οθωμανικής επικυριαρχίας.
Η προσωρινή διοίκηση εξέδωσε προκήρυξη στην οποία αναφέρεται: «…Οι πρόκριτοι των περιχώρων Δομοκού ποθούντες την τακτοποίησιν και εξακολούθησιν της επαναστάσεως συνήλθον εν τω χωρίω Παλαμά και εξέλεξαν τους υποφαινομένους ως προσωρινήν διοίκησιν του τόπου. Εν μέσω κατανυκτικής τελετής υψώσαντες εν τω ναώ του Θεού την ιεράν σημαίαν ωρκίσθημεν ομοθύμως όπως αγωνιζόμενοι μέχρις εσχάτως αποκτήσωμεν την ελευθερίαν ή θυσιασθώμεν άπαντες υπέρ αυτής. Εν Παλαμά τη 7η Μαρτίου 1878. Η προσωρινή διοίκησις της επαρχίας Δομοκού. Δημήτριος Γ. Κόκκινος, Α. Καραμπότσης, Γεώργιος Καραγεώργος, Κωνσταντίνος Γκαρίκος, Βάγιας Χριστοδούλου, Γεώργιος Ν. Σαΐτας, Χρήστος Κυρήτσης»
Τις προσταγές των υπόδουλων αδερφών τους λοιπόν, άκουσαν οεπιλοχίας Γεώργιος Λάιος και ο επιλοχίας Δημήτριος Τερτίπης όντες αρωγοί στον δύσκολο, αλλά δίκαιο αγώνα τους. Σαφώς για το επίσημο κράτος ήταν λιποτάκτες, αλλά έμειναν πιστοί να αγωνιστούν σύμφωνα με τα ιδεώδη του έθνους όπως ο Ηρόδοτος ταείχε διατυπώσει, δηλαδή δίπλα σε αυτούς που είχαν το όμαιμον, το ομότροπον, το ομογλωσσον και το ομόθρησκον. Τα δύο σώματα ήδη είχαν αρχίσει τη δράση τους από τον προηγούμενο μήνα με τον Τερτίπη να έχει πλήρη επίγνωση ότι οι δράσεις των σωμάτων που λιποτάχτησαν, ήταν ευθέως πειθαρχική στρατιωτική παραβίαση, όπως δείχνει η αναφορά που έστειλε στη Λαμία στον υποστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο και αιτιολόγησε τη στάση του.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1878 πέρασαν από τον Παλαμά Δομοκού και στις 4 το βράδυ έφτασαν στο Δερελί (Περιβόλι). Καθ’ οδόν ενισχύθηκαν και με άνδρες άλλων σωμάτων. Κατευθυνόμενοι προς τα Άγραφα κατέλαβαν το Σμόκοβο και τη Ρεντίνα.
Στις 10 Φεβρουαρίου ύστερα από φονική μάχη κατέλαβαν τη Σέκλιζα (Καλλίθηρο Καρδίτσας). Άλλες σημαντικές μάχες έγιναν στο Μουζάκι (4/5 Μαρτίου) και στη Ματαράγκα Καρδίτσας (21 Μαρτίου), όπου έπεσε μαχόμενος ηρωικά ο Γ. Λάιος.
Στις 19 Απριλίου μετέβησαν στο Λουτρό Καρδίτσας, όπου το στρατηγείο των επαναστατών, επισκέφθηκαν δύο Άγγλοι αντιπρόσωποι οι οποίοι τους έπεισαν να αποσυρθούν με τη διαβεβαίωση ότι στο επικείμενο Συνέδριο του Βερολίνου θα υποστηρίξουν τα δίκαια των Ελλήνων
Οι αγώνες όμως αυτοί με τις θυσίες που τις συνόδευσαν έδωσαν σοβαρά επιχειρήματα, ώστε η ελληνική διπλωματία να εκμεταλλευθεί τα θετικά γι’ αυτήν στοιχεία της συνθήκης του Βερολίνου του 1878 με τελικό αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, πλην της επαρχίας Ελασσόνας, και ενός τμήματος της Ηπείρου.
Στις 13 Ιουνίου 1878 συνήλθε το Συνέδριο του Βερολίνου με σκοπό να δώσει λύση στην κρίση των Βαλκανίων. Πήραν μέρος η Αγγλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο Συνέδριο έγινε τελικά δεκτή ελληνική αντιπροσωπεία υπό τον υπουργό εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη, για να εκφράσει τις απόψεις μόνο για τα ελληνικού ενδιαφέροντος θέματα.
Κεντρικός άξονας των ελληνικών θέσεων ήταν η επανενσωμάτωση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης στη μητέρα πατρίδα. Η Διάσκεψη τάχθηκε υπέρ της αναθεώρησης των τότε ελληνοτουρκικών συνόρων. Παρέπεμψε όμως το ζήτημα σε απευθείας διαπραγματεύσεις των δύο κρατών και μόνο σε περίπτωση αποτυχίας θα παρενέβαιναν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Κλείνοντας, αυτά τα λόγια δεν μπορούν να αποδώσουν τις πρέπουσες τιμές σε αυτούς που όχι μόνο εμπνεύστηκαν την ελευθερία τούτου εδώ του τόπου, αλλά την υλοποίησαν ποτίζοντας με το αίμα τους κάθε σπιθαμή του. Αυτοί οι άνθρωποι πιστοί στις διδαχές του Θουκυδίδη που έλεγε πως «το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον» δηλαδή, ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι, αποτελούν φωτεινό φάρο για όλους εμάς. Μας αφήνουν βέβαια, μια βαριά παρακαταθήκη και μας επισημαίνουν πως η πολεμική αρετή των Ελλήνων και η ομόνοια είναι η καλύτερη απάντηση στην επίδειξη δύναμης και στην έπαρση από όπου και αν αυτή προέρχεται. Από αυτόν εδώ τον μικρό σε έκταση τόπο ξεκίνησε κάτι τεράστιο, ξεκίνησε η επανάσταση που είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη επέκταση του ελληνικού κράτους και την απελευθέρωση ελληνικών πληθυσμών.
Οι επαναστάτες της 7ης Μαρτίου δεν κατάφεραν μόνο να ενώσουν τη Θεσσαλία και την Άρτα με τον κορμό της Ελλάδας, αλλά κατάφεραν να αναπτερώσουν τις ελπίδες ενός ολόκληρου έθνους πως τα δεσμά της δουλείας αργά ή γρήγορα θα σπάσουν.

Φωτογραφίες

    

 

randomness