Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ (Ιούλιος – Αύγουστος 1974) «Η ΚΥΠΡΟΣ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΦΕΝΤΕΣ ΑΛΛΑΞΕ, ΜΑ ΨΥΧΗ ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΕ»

Γράφει ο Χρήστος Δελημπούρας
πρ. Σχολικός Σύμβουλος - Προϊστάμενος Π.Ε

 

 

Η Κύπρος των πάλαι ποτέ Αχαιών που μιλάει την αρχαία αρκαδοκυπριακή διάλεκτο, έχοντας κοινή θρησκεία, κοινά ήθη και έθιμα με τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα γνώρισε πολλούς κατακτητές. Στις 4-6-1878 οι Τούρκοι «ενοικιάζουν» την Κύπρο στους Άγγλους, που την προσαρτούν στην αυτοκρατορία τους το Νοέμβριο του 1914. Μετά την απογραφή των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου (19-2-1959), που κήρυσσαν την Κύπρο Δημοκρατίας «υπό την εγγύησιν της Ελλάδος, Τουρκίας και Βρετανίας», ο δρόμος για νέο «Αττίλα» ήταν ανοικτός.
Η Χούντα των Αθηνών (Ιωαννίδης) άνοιξε τις «κερκόπορτες». Η Τουρκία είχε αρχίσει να προετοιμάζεται για την εισβολή στην Κύπρο πριν από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960, διότι οι Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου δεν ικανοποίησαν τις επιδιώξεις της επί της Κύπρου. Για το λόγο αυτό άρχισε ν’ αυξάνει με γοργό ρυθμό τις αποβατικές και αεραποβατικές της δυνάμεις.
Ο διαχωρισμός των κοινοτήτων μετά τα αιματηρά επεισόδια των Χριστουγέννων του 1963 διευκόλυνε τη στρατιωτική οργάνωση των Τουρκοκυπρίων μέσα σε θύλακες από τον απόλυτο έλεγχό τους. Αντίθετα, οι Ελληνοκύπριοι παραμέρισαν τα καπετανάτα και άρχισαν να συγκροτούν την Εθνική Φρουρά. Η άμυνα της Κύπρου παρουσίαζε αδυναμίες, οι σπουδαιότερες των οποίων ήταν: η έλλειψη κοινής αποδεκτής εθνικής πολιτικής επί του κυπριακού προβλήματος από τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου, οι σοβαρές ελλείψεις σε σύγχρονο οπλισμό και ο διχασμός των Ελληνοκυπρίων.
Από την άνοιξη του 1974, η Χούντα άρχισε να χρησιμοποιεί απροκάλυπτα και επιθετικά την ΕΟΚΑ Β΄ και την Εθνική Φρουρά. Το πρόβλημα μεταξύ Μακαρίου και Χούντας ήταν οι Ελλαδίτες αξιωματικοί που υπηρετούσαν και εκπαίδευαν την Εθνική Φρουρά. Τελικά ο Ιωαννίδης και το άμεσο περιβάλλον (βασικά οι Γκιζίκης και Μπονάνος) οργάνωσαν το πραξικόπημα για να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του καθεστώτος. Με την ανατροπή και δολοφονία του Μακαρίου ο Ιωαννίδης, στον παρανοϊκό κόσμο που ζούσε, πίστευε ότι πρόσφερε «υπηρεσίες» προς τους υπερατλαντικούς πατριώτες του και μόνους υποστηρικτές της Χούντας στη διεθνή απομόνωσή της. Ανατρέποντας το Μακάριο, ο Ιωαννίδης πίστευε ότι έτσι ακύρωνε την απειλή κατά του καθεστώτος από την Κύπρο, εξασφάλιζε την υποστήριξη από τις ΗΠΑ, καθώς και διαβεβαιώσεις, όπως πίστευε, ότι η Ουάσινγκτον θα έλεγχε τις τουρκικές αντιδράσεις. Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος είχε πει προφητικά ότι η Κύπρος μπορεί να γίνει ταφόπετρά μας. Το πραξικόπημα εξασφάλισε νομοτελειακά την εκδήλωση της εισβολής, την οποία δυστυχώς η διεθνής κοινή γνώμη αποδέχθηκε λόγω και της εγκατάστασης του Νίκου Σαμψών ως «προέδρου» της μικροχούντας της Λευκωσίας. Ο Ν. Σαμψών, ωστόσο, μόνο περιστασιακά έγινε «πρόεδρος». Δεν υπήρξε μέλος της ΕΟΚΑ Β΄ ούτε ήταν αναμεμιγμένος σε ανατρεπτικές δραστηριότητες κατά του Μακαρίου. Δέχθηκε αφού τον διαβεβαίωσαν ότι ο Μακάριος ήταν «νεκρός». Ορκίστηκε δε «πρόεδρος» χωρίς να είναι ενημερωμένος ο Ιωαννίδης, ο οποίος εξεμάνη, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, διότι τον θεωρούσε «παρανοϊκό». Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου ήταν η τελευταία πράξη ισχύος της Χούντας των Αθηνών. Από την επομένη, οι αποφάσεις μεταφέρθηκαν στα πραγματικά κέντρα ισχύος, που ήταν η Ουάσινγκτον και η Άγκυρα, ενώ μέχρι την πτώση της η αθηναϊκή χούντα λειτουργούσε ως «κομπάρσος». Οι αμερικανικές υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών κα της CIA γνώριζαν με κάθε λεπτομέρεια το σχέδιο του Ιωαννίδη. Ωστόσο ο Κίσινγκερ αρνήθηκε να εμπλακεί προσωπικά, για να παρεμποδίσει το πραξικόπημα και να κατακρίνει τη Χούντα των Αθηνών. Το ίδιο έκανε και ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Χένρι Τάσκα που αρνήθηκε να επέμβει προσωπικά στον Ιωαννίδη.
Η Τουρκία και ο Ετσεβίτ λειτουργούσαν λογικά και έξυπνα. Έτσι πάρθηκε η πολιτική απόφαση για την εισβολή, παρά το γεγονός ότι από το 1968 μέχρι τις 20 Ιουλίου 1974 δεν καταγράφεται κανένα γεγονός εχθροπραξίας ανάμεσα σε Τούρκους και Έλληνες στην Κύπρο.
Από πλευράς ελληνικής χούντας, λίγο πριν από την κατάρρευση, η μόνη αντίδραση του Ιωαννίδη ήταν ένας τεχνητός θυμός στην παρουσία του Σίσκο, αξιωματούχου του Υπουργείου Εξωτερικών, απειλώντας πόλεμο κατά της Τουρκίας και εκστομίζοντας το περιβόητο «μας εξαπάτησε». Από την πρώτη στιγμή της εισβολής των τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου 1974, έγινε αντιληπτή η ανάγκη αποστολής στρατιωτικών ενισχύσεων. Η συζήτηση στους ελληνικούς στρατιωτικούς κύκλους αφορούσε κυρίως αεροπορική και ναυτική βοήθεια και δευτερευόντως χερσαία. Η απόσταση της Κύπρου αποτελούσε το βασικό παράγοντα στρατηγικής μειονεξίας της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας.
Οι αρχηγοί των κλάδων αναφέρονταν κυρίως στα ιδιαίτερα προβλήματά τους: η Αεροπορία χρειαζόταν από δύο έως τέσσερα έτη για να ενσωματώσει τους νέους εξοπλισμούς της. Το Ναυτικό δε διέθετε όλες τις μονάδες τους σε επιχειρησιακή ετοιμότητα. Ο Στρατός προσπαθούσε να ολοκληρώσει την επιστράτευση της 20ης Ιουλίου, που κατά γενική αντίληψη είχε αποτύχει. Κοινό σημείο αναφοράς ότι η ετοιμότητα ήταν χαμηλή και ο σύγχρονος εξοπλισμός ελλιπής. Η Τουρκία διέθετε το 1974 το μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, είχε υπό τα όπλα 453.000 άνδρες, από τους οποίους οι 365.000 υπηρετούσαν στο στρατό ξηράς, οι 40.000 στο ναυτικό και οι 48.000 στην αεροπορία. Η Κυπριακή Εθνοφρουρά, από την άλλη, είχε δύναμη μόλις 10.000 αντρών και ήταν εξοπλισμένη με πεπαλαιωμένο υλικό, κυρίως ρωσικής προέλευσης, κατάλοιπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.      
Η μετακίνηση των αντρών, η ρυμούλκηση των πυροβόλων και η μεταφορά των εφοδίων στηρίζονταν σε προπολεμικά οχήματα, τα οποία είχαν αποσυρθεί από το βρετανικό στρατό ως ακατάλληλα τη δεκαετία του 1840.
Το τουρκικό σχέδιο εισβολής προέβλεπε μαζικό βομβαρδισμό της Λευκωσίας. Η τουρκική επίθεση άρχισε με αεροπορικούς βομβαρδισμούς στις 04.45΄ την αυγή. Ενόσω, η αεροπορία συνέχιζε τους βομβαρδισμούς, τα αποβατικά σκάφη κινούνταν προς την ακτή. Στο λιμάνι της Κερύνειας  ναυλοχούσαν δύο ρωσικής κατασκευής τορπιλάκατοι οι οποίες βυθίστηκαν. Το πλήρωμα της πρώτης πήδηξε στη θάλασσα και διασώθηκε. Από το δεκαμελές πλήρωμα της δεύτερης σώθηκε μόνο ένας, ο οποίος αν και σοβαρά τραυματισμένος, κατάφερε να φτάσει κολυμπώντας στην ακτή. Οι ναύτες της τορπιλάκατου ήταν οι πρώτοι πεσόντες της τουρκικής εισβολής.
Στις 06.05΄ άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Κιόνελι – Μάνδρες. Τα μεταγωγικά αεροπλάνα και τα ελικόπτερα πηγαινοέρχονταν στην Τουρκία εντελώς ανενόχλητα. Τις πρώτες κρίσιμες ώρες δε ρίφθηκε εναντίον τους ούτε μια αντιαεροπορική βολή. Εντελώς ανενόχλητοι προσέγγισαν την ακτή και τα αποβατικά σκάφη. Η τουρκική εισβολή αιφνιδίασε την πραξικοπηματική κυβέρνηση του Σαμψών, που βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη και αποδείχθηκε ανίκανη να αντεπεξέλθει. Η Κύπρος ξύπνησε από τον τρομακτικό θόρυβο της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, αλλά δε γνώριζε τι συμβαίνει. Βρήκε τους στρατιώτες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, να κοιμούνται στους κοιτώνες των στρατοπέδων τους. Αν και το ισοζύγιο δυνάμεων ήταν 1:6 υπέρ των Τούρκων, η ΕΛ.ΔΥ.Κ κατάφερε να διεισδύσει στο εσωτερικό του θυλάκου και έφτασε σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το Κιόνελι, που ήταν η καρδιά του τουρκικού θυλάκου. Το ΓΕΕΦ μπέρδεψε τα σχέδια και εφάρμοσε το Αφροδίτη 2 και μάλιστα στην ατυχέστερη μορφή του.
Ο Ταξίαρχος Γεωργίτσης διέταξε την εφαρμογή του σχεδίου άμυνας με αδικαιολόγητη καθυστέρηση άνω των δύο ωρών. Η Ελλάδα υπερείχε της Τουρκίας σε σύγχρονα αεροπλάνα, ενώ για τις ναυτικές επιχειρήσεις στην Κύπρο διέθετε δύο νεότευκτα σύγχρονα υποβρύχια. Τα προβλεπόμενα από το σχέδιο άμυνας της Κύπρου 18 αεροπλάνα ήταν στην Κρήτη, αλλά διαταγή απογείωσης δεν τους δόθηκε. Η απουσία των υποβρυχίων από τη μάχη, η απουσία της αεροπορίας επίσης, από τη μάχη, η θυσία των τορπιλακάτων Τ1 και Τ3 και η εσφαλμένη τακτική της Εθνικής Φρουράς είχε ως αποτέλεσμα η μάχη της Κύπρου να κριθεί υπέρ του εχθρού.   
Τα ελληνικά μεταγωγικά αεροπλάνα προσεβλήθησαν με πυρά από την Εθνική Φρουρά του αεροδρομίου της Λευκωσίας. Δύο έχασαν τον προσανατολισμό τους και προσγειώθηκαν στη Ρόδο, ένα καταρρίφθηκε και άλλο ένα προσβλήθηκε από πυρά, δύο παρέμειναν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας και τα υπόλοιπα επέστρεψαν στην Ελλάδα. Η κατάπαυση του πυρός είχε συμφωνηθεί να αρχίσει στις 15.00΄ της 22ης Ιουλίου. Παρά την κατάπαυση, οι Τούρκοι συνέχισαν να μάχονται για να διευρύνουν το ελεγχόμενο απ’ αυτούς έδαφος.
Ο «Αττίλας ΙΙ» επακολούθησε της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη, άρχισε στις 05.00΄ της 14ης Αυγούστου και τελείωσε ώρα 18.00΄ στις 16 Αυγούστου 1974. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι η Αμμόχωστος παραδόθηκε αμαχητί. Μετά τον «Αττίλα ΙΙ» οι Τούρκοι ήλεγχαν το 38% του νησιού. Οι απώλειες της ΕΛΔΥΚ στον πόλεμο ήταν 44 νεκροί αναγνωρισθέντες, 63 αγνοούμενοι, βαριά τραυματίες γύρω στους 150 και ελαφρότερα σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι. Η Εθνική Φρουρά είχε νεκρούς 350 και βαριά τραυματίες πάνω από 1500. Η αεροπορία και το ναυτικό είχαν νεκρούς και τραυματίες. 2.500 Ελληνοκύπριοι άμαχοι σφαγιάστηκαν εν ψυχρώ και 1.619 χάθηκαν από προσώπου γης. Ακόμη 200.000 Ελληνοκύπριοι πρόλαβαν και έφυγαν στο νότο, γλύτωσαν τη σφαγή. Οι Τουρκοκύπριοι μιλούν για 40-50 νεκρούς. Ο τουρκικός στρατός, κατά πληροφορίες, είχε 300 νεκρούς.
Τα παθήματα ας μας γίνουν μαθήματα! Ευχόμαστε να λάμψει ξανά ο Ήλιος της Δικαιοσύνης.

ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΣΑΣ
ΓΝΩΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ - ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ - ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
ΤΗΣ ΕΛ.ΔΥ.Κ 1974

    

 

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.