Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

Οι επίσημες ανακοινώσεις της Αστυνομίας Πώς δρούσαν οι δύο μεγάλες συμμορίες διαρρηκτών που εξαρθρώθηκαν


Για αποφασιστικό, καίριο χτύπημα στο πλέον δομημένο και άρτια οργανωμένο εγκληματικό δίκτυο που δρούσε συστηματικά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, διαπράττοντας σωρεία ληστειών, κλοπών και διαρρήξεων σε όλη τη χώρα, κάνει λόγο η Αστυνομία, μετά την εξάρθρωση των δύο πολυμελών συμμοριών και τη σύλληψη 41 μελών τους.

Σύμφωνα με τον διευθυντή της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, υποστράτηγο Χρήστο Παπαζαφείρη, οι διάρκειας άνω του ενός έτους έρευνες, κατά βάση από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Βορειανατολικής Αττικής και το Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου, είχαν ως αποτέλεσμα να έρθει πλήρως στο φως όλο το εύρος της εγκληματικής δραστηριότητας του δικτύου, να ταυτοποιηθούν τα αρχηγικά στελέχη που διηύθυναν τις δύο οργανώσεις και τις πέντε υποομάδες που το συγκροτούσαν και να αποδομηθεί οριστικά η δράση τους.

Όπως διαπιστώθηκε, οι δράστες είχαν ως ορμητήριο περιοχές της δυτικής Αττικής, όπου λειτουργούσε ο κεντρικός πυρήνας των οργανώσεων, με κύριο αντικείμενο τον σχεδιασμό και συντονισμό της δράσης των υποομάδων.

Επιπλέον προέκυψε ότι οι δύο αυτές εγκληματικές οργανώσεις διέθεταν ποιοτικά χαρακτηριστικά «επαγγελματικού τύπου», καθώς ήταν δομημένες σε δομικό μοντέλο «μαφίας οικογενειακού σχήματος», διέθεταν επιμέρους βραχίονες που κάλυπταν από την πληροφοριακή υποστήριξη και τα προπαρασκευαστικά στάδια μέχρι τον τρόπο διάθεσης των κλοπιμαίων και τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων τους, ενώ στο αμιγώς επιχειρησιακό σκέλος χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένη επιχειρησιακή μεθοδολογία και τεχνογνωσία.

Διαπιστώθηκε ότι τα ηγετικά στελέχη τού εν λόγω εγκληματικού δικτύου, έχοντας αποκομίσει από την εγκληματική αυτή δραστηριότητά τους μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ζούσαν πολυτελή ζωή, χωρίς να έχουν επαγγελματική δραστηριότητα ή άλλους πόρους διαβίωσης.

Για την εξάρθρωση των δύο αυτών μεγάλων συμμοριών, την περασμένη Τρίτη οργανώθηκε μία από τις μεγαλύτερες αστυνομικές επιχειρήσεις των τελευταίων ετών, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 1.000 αστυνομικοί από διάφορες Υπηρεσίες και 37 δικαστικοί λειτουργοί.

Στη διάρκειά της συνελήφθησαν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές 41 μέλη τους, ηλικίας από 19 έως 66 ετών (38 Έλληνες, ένας Σύρος, ένας Αλβανός κι ένας ομογενής από το Καζακστάν), ενώ ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται άλλα 48 άτομα, μεταξύ των οποίων και τρεις αστυνομικοί.

Συνολικά, έγιναν περισσότερες από 60 έρευνες και κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, πάνω από 600.000 ευρώ σε μετρητά, 120 κιλά ασημιού σε ράβδους, φύλλα χρυσού, χρυσές λίρες, πλήθος χρυσαφικών-κοσμημάτων μεγάλης αξίας και περισσότερα από 60 πολυτελή οχήματα. Επιπλέον, βρέθηκαν πυροβόλα όπλα, φυσίγγια, μαχαίρια, ασύρματοι και πολύ μεγάλος αριθμός διαρρηκτικών εργαλείων, κινητών τηλεφώνων και ηλεκτρονικών συσκευών, καθώς και ποσότητες ναρκωτικών.

Η ΕΛ.ΑΣ. εκτιμά ότι τα μέλη του δικτύου εμπλέκονται σε εκατοντάδες περιπτώσεις ληστειών και διαρρήξεων, για την ώρα έχουν συνδεθεί προανακριτικά με περίπου 300 υποθέσεις. Παράλληλα, υπολογίζουν σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ το οικονομικό όφελος που οι δράστες αποκόμισαν.

Ταυτόχρονα, διερευνά περαιτέρω εμπλοκή αστυνομικών, οι οποίοι κατά περίπτωση παρείχαν πληροφορίες ή ενεργούσαν από κοινού με μέλη των ομάδων.

Η Αστυνομία διαπίστωσε ότι οι κατηγορούμενοι προχωρούσαν στη νομιμοποίηση εσόδων από τις εγκληματικές τους δραστηριότητες, επενδύοντας σε κατασκευές πολυτελών κατοικιών και σε αγορά πολυτελών αυτοκινήτων. Το δίκτυο προωθούσε τα κλοπιμαία σε συγκεκριμένους κλεπταποδόχους, οι οποίοι τα διέθεταν άμεσα στην αγορά, στην προσπάθειά τους να τα διατηρούν για ελάχιστο χρονικό διάστημα στην κατοχή τους, ώστε σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου να μην είναι δυνατή η διασύνδεσή τους με τις κλοπές που είχαν διαπράξει.

Τα μέλη του χρησιμοποιούσαν και ιδιαίτερα τεχνάσματα, για να αποφεύγουν τον εντοπισμό τους. Συγκεκριμένα, παρακολουθούσαν τις συχνότητες του κέντρου της Άμεσης Δράσης μέσω ασυρμάτων, γνωρίζοντας πολύ καλά την κωδικοποίηση των σημάτων και των εντολών των ενδοασυρματικών επικοινωνιών, για τις οποίες είχαν ενημερωθεί από τους αστυνομικούς συνεργούς τους. Επιπλέον, επικοινωνούσαν μεταξύ τους με συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας ενεργοποιημένες με στοιχεία άλλων ατόμων (ghost phones), ενώ συνομιλούσαν μεταξύ τους με κωδικοποιημένες εκφράσεις και σύνθετη ορολογία.

Οι δράστες επιδίδονταν συστηματικά και σε βανδαλισμούς κατοικιών, προκαλώντας τους μεγάλες ζημιές. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις άφηναν ακόμα και τις βρύσες ανοικτές προκειμένου να πλημμυρίσουν τα σπίτια.

Με κακουργηματικού χαρακτήρα δικογραφία σε βάρος τους, κατά περίπτωση για σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, ληστεία και διακεκριμένες κλοπές κατά συναυτουργία και κατ'  εξακολούθηση, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, πλαστογραφία και παραβάσεις της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν την Πέμπτη στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. 

Οδηγήθηκαν και στον ανακριτή από τον οποίο ζήτησαν και πήραν προθεσμία για να απολογηθούν την ερχόμενη Δευτέρα και Τρίτη.

 

ΠΗΓΗ ΙΝ.GR