Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Η Σημασία του «ΟΧΙ» και οι Σκιές της Ιστορίας


Γράφει ο
Γεώργιος Καρανάσιος




 

   Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι μια από τις πιο φορτισμένες ημερομηνίες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. 

   Την ημέρα εκείνη, η Ελλάδα είπε το περίφημο «Όχι» στην ιταλική πρόκληση, γράφοντας ένα κεφάλαιο που προκάλεσε θαυμασμό σε όλο τον κόσμο. 

   Ωστόσο, πίσω από το ηρωικό αυτό αφήγημα, κρύβονται σύνθετες πολιτικές, γεωστρατηγικές και κοινωνικές παράμετροι που αξίζει να εξετάζονται με νηφαλιότητα και όχι μόνο με συναίσθημα.

   Κατ’ αρχάς, είναι γεγονός ότι δεν πολέμησαν όλοι οι Έλληνες με την ίδια πίστη και διάθεση. Και βεβαίως δεν είναι μυστικό ότι ο Ιωάννης Μεταξάς, ο τότε πρωθυπουργός, υπήρξε ιδεολογικά συγγενής με τα αυταρχικά καθεστώτα της εποχής. Θαύμαζε τον φασισμό, υιοθέτησε πολλά από τα χαρακτηριστικά του και διατηρούσε, μέχρι και τα μέσα του 1940, μια ουδέτερη αλλά σαφώς φιλοαξονική στάση. 

   Το «Όχι» που ειπώθηκε στον Μουσολίνι, λοιπόν, δεν προήλθε από κάποια ιδεολογική αντιπαλότητα με τον φασισμό, αλλά από οικονομικούς και γεωπολιτικούς περιορισμούς.

   Δεν είναι τυχαίο ότι το 67,42% του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας το 1940 βρισκόταν στα χέρια βρετανικών κεφαλαίων, ενώ ιταλικά και γερμανικά μαζί δεν ξεπερνούσαν το 4%. 

   Η Ελλάδα ήταν δεμένη οικονομικά με τη Μεγάλη Βρετανία, και η βρετανική επιρροή καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική της πολιτική. 

   Ο ίδιος ο Μεταξάς είχε δηλώσει χαρακτηριστικά, λίγους μήνες πριν τον πόλεμο, στην Daily Telegraph:

«Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης.»

   Η φράση αυτή συνοψίζει με ειλικρίνεια τη θέση εξάρτησης της χώρας εκείνη την εποχή. 

   Το «Όχι», λοιπόν, δεν ήταν αποκλειστικά προϊόν ηρωισμού ή εθνικής ανεξαρτησίας, ήταν και μια υποχρεωτική επιλογή, σε μεγάλο βαθμό επιβεβλημένη από τις βρετανικές στρατηγικές ανάγκες στην Ανατολική Μεσόγειο.

   Αυτό, όμως, δεν μειώνει το μεγαλείο της αντίστασης του ελληνικού λαού. Ο πόλεμος στα βουνά της Ηπείρου, η ομόθυμη συστράτευση, η αυταπάρνηση στρατιωτών και απλών πολιτών, είναι κεφάλαια τιμής που δεν μπορούν να σβηστούν. 

   Το «Όχι» μπορεί να ειπώθηκε υπό πίεση, αλλά μετατράπηκε σε πράξη εθνικής αξιοπρέπειας από εκείνους που πολέμησαν και θυσιάστηκαν.

   Και όμως, όπως σημειώνει ο Μάνος Χατζιδάκις, η Ιστορία έχει και τη σκοτεινή της πλευρά. Ο μεγάλος δημιουργός αναρωτιόταν:

«Γιατί είπε το “Όχι” ο Μεταξάς, αφού θαύμαζε τον Άξονα και κυβερνούσε με τον τρόπο του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού; 

Μπορεί κανείς να ερωτηθεί, κι αν λέγαμε “ναι”; 

Πάλι στα ίδια θα ήμασταν… Ένα-δυο χρόνια υπό συμμαχικήν επιστασίαν μήπως δεν ήμασταν πέντε και δέκα χρόνια κάτω από αυτούς;»

   Η σκέψη αυτή, όσο αιρετική και αν ακούγεται, θέτει ένα βαθύ ερώτημα εθνικής αυτογνωσίας: μήπως η Ελλάδα δεν είχε ποτέ την πραγματική δυνατότητα να επιλέξει; 

   Μήπως το μικρό αυτό κράτος βρέθηκε, για ακόμη μια φορά, στη δίνη των ανταγωνισμών των Μεγάλων Δυνάμεων, υποχρεωμένο να ακολουθεί ξένες επιταγές;

   Η τραγωδία της Κατοχής που ακολούθησε, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, πείνα, αρρώστιες και ολοσχερή καταστροφή, επιβεβαιώνει ότι το τίμημα της συμμετοχής στον πόλεμο υπήρξε ασύλληπτο. 

   Και σαν να μην έφτανε αυτό, ακολούθησε ο Εμφύλιος Πόλεμος, που άνοιξε πληγές βαθιές, διχάζοντας τον ελληνικό λαό για δεκαετίες. 

   Πολλοί αναρωτιούνται, δικαίως ή μη, αν μια πιο ουδέτερη στάση θα είχε αποτρέψει αυτή τη μακρόχρονη εθνική τραγωδία.

   Από την άλλη, η Ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις. Όπως εύστοχα λέγεται, «η Ιστορία δεν γράφεται με τα “αν”». 

   Το γεγονός παραμένει ότι η Ελλάδα αντιστάθηκε, και η αντίστασή της ανεξάρτητα από τα κίνητρα των ηγετών έγινε σύμβολο ελευθερίας και προάγγελος της κατάρρευσης του φασισμού. Αυτή η αντίφαση, η σύζευξη εξάρτησης και ηρωισμού, αποτελεί την ουσία της 28ης Οκτωβρίου.

   Και όμως, η μεταπολεμική Ελλάδα καλλιέργησε, όπως γράφει ο Χατζιδάκις, μια ψευδαίσθηση δόξας.

«Μεθύσαμε από δόξα που μόνοι μας χαρίσαμε στους εαυτούς μας… Πιστεύαμε στο τέλος, σαν τον Καραγκιόζη, πως εμείς σκοτώσαμε τον κατηραμένον όφι.»

   Μέσα σε αυτή τη μέθη, ξεχάστηκε ποιοι πραγματικά πλήρωσαν το τίμημα, και ποιοι ωφελήθηκαν. 

   Οι ήρωες του μετώπου και της Αντίστασης βρέθηκαν συχνά στο περιθώριο, ενώ οι συνεργάτες των κατακτητών, οι ταγματασφαλίτες και οι ευνοημένοι του εμφυλίου επιβραβεύτηκαν και καθόρισαν τη μεταπολεμική πορεία της χώρας.

Έτσι, το «Όχι» μετατράπηκε σε σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας, αλλά ταυτόχρονα και σε καθρέφτη εθνικής υποκρισίας.

   Η Ιστορία δεν γράφεται με τα «αν», αξίζει ωστόσο να αναρωτηθούμε:

Πώς θα ήταν η Ελλάδα, αν είχε καταφέρει να κρατήσει μια πραγματική ουδετερότητα;

Αν δεν είχε υποχρεωθεί να συμμετάσχει σε έναν πόλεμο για λογαριασμό των συμμάχων της;

Αν δεν είχαν ακολουθήσει η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η μετανάστευση, η διαίρεση;

   Ερωτήματα χωρίς απάντηση αλλά και χωρίς πολεμική διάθεση. Γιατί, τελικά, η 28η Οκτωβρίου δεν είναι μια ημερομηνία για εθνικιστική έξαρση ούτε για ιστορικό μηδενισμό. Είναι μια ευκαιρία στοχασμού πάνω στο ποιοι είμαστε, πώς φτάσαμε εδώ και τι σημαίνει πραγματικά η λέξη «αντίσταση».

   Ίσως, λοιπόν, το «Όχι» του 1940 να μην ήταν μόνο απέναντι στον Μουσολίνι. Ίσως να ήταν και να παραμένει ένα διαρκές «Όχι» απέναντι στην υποτέλεια, την αυταπάτη και τη λήθη.

Και τότε, το πραγματικό του νόημα θα έχει δικαιωθεί.

 

Υ.Γ1.  Οι νεκροί του ελληνοϊταλικού πολέμου ήταν 7.948. Ξέρουμε τα ονόματά τους, πού έπεσαν και ποια ημερομηνία. 

Άρα δεν υπάρχει λόγος για "άγνωστος στρατιώτης" που τελευταία έγινε θέμα από τον πρωθυπουργό για άλλους λόγους.

 

Υ.Γ2. Πίσω από τις σημαίες και τα στεφάνια των σχολικών γιορτών κρύβεται μια δυσάρεστη αλήθεια: τα παιδιά γνωρίζουν όλο και λιγότερα για την Ιστορία τους.

Έρευνες δείχνουν πως οι μαθητές συγχέουν γεγονότα, ημερομηνίες και πρόσωπα  αποτέλεσμα μιας διδασκαλίας αποσπασματικής, άψυχης και χωρίς αφήγηση.Η Ιστορία έχει καταντήσει μάθημα-κομπάρσο, γεμάτο πίνακες και αριθμούς, χωρίς συνοχή και συγκίνηση.

Ακόμη και πτυχιούχοι ενήλικες αποδεικνύουν την ίδια σύγχυση, δείγμα μιας κοινωνίας που έχασε τη μνήμη της.

Αν τα παιδιά μπερδεύουν το Πολυτεχνείο με το 1821, φταίμε κι εμείς που μετατρέψαμε το παρελθόν σε τυπική επίδειξη.

Στις εθνικές επετείους, λοιπόν, δεν αρκεί να θυμόμαστε τους ήρωες, πρέπει να μάθουμε να θυμόμαστε, γιατί η Ιστορία δεν είναι ύλη, είναι συνείδηση. Και αν τη χάσουμε, θα ξεχάσουμε ποιοι είμαστε.

 

 

 

 

 

randomness