ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ
Γράφει η
Γιώτα Τριανταφύλλου
Ολάκερη η ζωή ρόδα.
Ψηλή και φοβιστική
με τα καθίσματα ανά ζευγάρια.
Κάτω, κάτω χαμηλά σε κάθε πέρασμα
μετρά αδιάκοπα το χρόνο.
Κάνει ένα γύρω τη φορά
για κάθε βλέφαρο που κλείνει.
Ζευγάρια και τα βλέφαρα
σφραγίζουν να μικραίνουν τον πόνο
να χωρέσει στη γη.
Σ’εκείνο το μικρό λάκκο
που προμηνύεται να περάσει
το αίμα παγώνει για αυτούς
που δεν δεν δοκίμασαν ξανά την πτώση.
Λεκές σε φωτεινό πέρασμα η υποκρισία
αυτών που θέλουν το καλό μας
και δε διστάζουν να το πάρουν.
Το διεκδικούν ως λάφυρο πολέμου
πριν καν ο πόλεμος αρχίσει.
Σε αυτό το πολύτιμο βάθος της ρόδας
γεμάτο αλμυρό νερό
αόρατα μας χτυπούν κι αόρατα
γινόμαστε δήμιοι μας.
Κι όταν η ανάσα στερέψει
γυρνώ πίσω στα κλειστά βλέφαρα.
Αίμα καυτό
σα πνοή μωρού, ξαναγεννιέμαι πάλι.
Μπαίνω στο σώμα και πέφτω μόνη
στο πιο βαθύ σημείο.
Κρατώ την ανάσα και τη ρόδα γερά.
Να περάσει το σκοτάδι ν΄ανέβω.
Ο πόνος ορίζει το χρόνο.
Κι αυτό στο μαθαίνουν οι πληγές!