Οι Έλληνες του Πόντου και η Γενοκτονία τους.
Γράφει ο
Καρανάσιος Γεώργιος
gkaranasios24@gmail.com
Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΌΣ πόλεμος, με αφορμή την επανάσταση στην Κρήτη (1895-1898, Σύμβαση Χαλέπας) κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας, οι μεγάλες δυνάμεις επεμβήκανε αμέσως για να εξασφαλίσουν παρόλα αυτά μια ενδιάμεση λύση προς όφελος της Ελλάδας (αυτονομία της Κρήτης υπό Ελληνα πρίγκιπα).
Στην περίπτωση όμως των ΑΡΜΕΝΊΩΝ, όταν δηλαδή ο Αβδουλ Χαμίτ Β΄ έστειλε φανατικές ισλαμικές κουρδικές φυλές να ξεκάνουν δεκάδες χιλιάδες Αρμενίων (1894-1896), η «δυτική χριστιανοσύνη» περιορίστηκε μόνο στα κροκοδείλια δάκρυα κι αργότερα στην καταγραφή των βαρβαροτήτων.
Οι οικονομικές τους συναλλαγές με το Σουλτάνο παραήταν τότε καλές για να τις διακινδυνέψουν (χώρια που οι Αρμένιοι αλληθώριζαν πιο πολύ προς τη Ρωσία απ’ ό,τι προς αυτούς).
Η 19η Μαΐου είναι για τους Έλληνες ημέρα πένθους και εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και του ξεριζωμού τους.
Με βάση τα καταγεγραμμένα γεγονότα, η Γενοκτονία εκτελέστηκε ουσιαστικά σε τρεις φάσεις:
Η ΠΡΩΤΗ φάση ξεκίνησε το 1908 και κράτησε μέχρι την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ΔΕΎΤΕΡΗ φάση ξεκίνησε το 1914, όταν οι συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναβάθμισαν την πολιτική της Γενοκτονίας. Η διαταγή του επικεφαλής του οθωμανικού στρατού, Γερμανού διοικητή Λίμαν φον Σάντερς, για εκκένωση περιοχών από Έλληνες, υπό το πρόσχημα στρατιωτικών αναγκών, είναι χαρακτηριστική.
Η περίοδος 1919-1923 αποτελεί την ΤΡΊΤΗ και τελευταία αλλά και την πιο έντονη φάση γενοκτονίας, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ , ο επονομαζόμενος Ατατούρκ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα 19 Μαΐου 1919, δήθεν για να ειρηνεύσει την περιοχή και αντί να προστατέψει τους Έλληνες κατοίκους από τη δολοφονική μανία των Τσέτων, συμμάχησε με αυτούς και τον υποκινητή τους Τοπάλ Οσμάν και με το σύνθημα:
«Η Τουρκία στους Τούρκους», έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο των Νεότουρκων, για την τελειωτική εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού σε όλο τον Πόντο.
Μέχρι τον Μάρτιο του 1924, 353.000 Έλληνες του Πόντου δολοφονήθηκαν...
Στο πέρασμα από το 19ο στον 20ό αιώνα, πέρα από τα στρατηγικά στενά του Βοσπόρου, τα πετρέλαια στο Νότο της αυτοκρατορίας (βιομηχανική επανάσταση, ανάγκη πετρέλαιο...) ενισχύουν επιπλέον την ήδη ισχυρή διαπραγματευτική ικανότητα της Υψηλής Πύλης στο παζάρι της με τις μεγάλες δυνάμεις (κυρίως της Ευρώπης).
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε άλλωστε (παρά το φεουδαρχικό της χαρακτήρα) τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά στην Ασία, μετά την Ιαπωνία.
Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι από τις αρχές του 20ού αιώνα η μεγάλη αστική τάξη της Τουρκίας αποτελούνταν κυρίως από το εμπορικό κεφάλαιο, που στο μεγαλύτερό του μέρος ήταν ελληνικό, αρμένικο, εβραϊκό και συριακό.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η κυριαρχία του ελληνικού και αρμένικου κεφαλαίου στην περιοχή παραθέτουμε ενδεικτικά ορισμένα στοιχεία:
«Μετά το 1883, τέσσερις μεγάλοι ελληνικοί τραπεζικοί και εμπορικοί οίκοι της Τραπεζούντας έλεγχαν μαζί με το υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών σχεδόν όλη την οικονομία του Ανατολικού Πόντου. Μονάχα η πέμπτη τράπεζα της πόλης ήταν υποκατάστημα της Οθωμανικής Τράπεζας, στην οποία επίσης είχαν μετοχές πολλοί Έλληνες και Αρμένιοι».
Ο R. Schofer (μέλος αποστολής Γερμανών επιστημόνων στη Μικρά Ασία την αυγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου) σημείωσε σχετικά:
«Ο χριστιανικός πληθυσμός στην Τουρκία αποτελεί μόνο το ένα τρίτο του όλου πληθυσμού. Η σημασία του όμως είναι πολύ μεγάλη στην οικονομική και πολιτιστική περιοχή. Εμπόριο και βιοτεχνία στηρίζεται κατά το 90% σε χριστιανικά χέρια και μόνο κατά 10% σε μωαμεθανικά».
Η εξόντωση του Ποντιακού ελληνισμού, που αποτελούσαν ισχυρότατο πόλο εμπορικής και πολιτιστικής ανάπτυξης στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου, αλλά και των άλλων μη τουρκικών εθνοτήτων, όπως οι Αρμένιοι κλπ., από τους νεότουρκους αρχικά και στη συνέχεια από τον Κεμάλ, είχε τη συναίνεση των ευρωπαϊκών κρατών της τότε εποχής και ειδικότερα του αναπτυσσόμενου γερμανικού κεφαλαίου, το οποίο προσπαθούσε να διεισδύσει οικονομικά στην ευρύτερη περιοχή των ορίων της τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η σύνδεση των αστών των υπόλοιπων εθνοτήτων με τα συμφέροντα της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας αποτελεί άλλωστε και την πηγή ανησυχίας του γερμανικού παράγοντα, που από το 1905 με το «σιδηρόδρομο της Βαγδάτης» εισέρχεται με έντονους ρυθμούς στην οικονομία και στην πολιτική της χώρας.
Δεν είναι τυχαίο ότι Γερμανοί στρατιωτικοί είναι αυτοί που στις αρχές του Παγκοσμίου Πολέμου πιέζουν και πετυχαίνουν την εφαρμογή δικού τους σχεδίου απομάκρυνσης και μ’ αυτό τον τρόπο εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού από την Ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μ. Ασίας, σχέδιο που συνέχεια θα εφαρμοστεί και στους Έλληνες του Πόντου.
Στην προσπάθειά τους για εμπορική κατάκτηση οι Γερμανοί είχαν αντιμέτωπους, εκτός από τους Άγγλους και τους Γάλλους, και τους αυτόχθονες χριστιανικούς λαούς, τους Αρμένιους και τους Έλληνες, που είχαν στα χέρια τους, μέχρι την εμφάνισή τους, το μικρασιατικό εμπόριο και τη βιομηχανία.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη Δυτική Μικρά Ασία, πριν από τη μικρασιατική καταστροφή, σε σύνολο 5.308 εργοστασίων τα 4.008 ήταν ελληνικά, ποσοστό 75,51%.
Δικαιολογημένα λοιπόν οι Γερμανοί θεωρούσαν τους Έλληνες σοβαρό εμπόδιο για την οικονομική τους διείσδυση στην περιοχή» (Κ. Φωτιάδης, «Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου», Αθήνα 2004, σελ.112).
Σ’ αυτό το γενικότερο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων (1908), το οποίο αξίζει να σημειωθεί πως αντιμετωπίστηκε τότε ευνοϊκά από την ηγεσία (οικονομική, πολιτική και θρησκευτική), τόσο της μητροπολιτικής Ελλάδας όσο και των Ελλήνων της Τουρκίας.
Η νέα Αρχή άλλωστε έδωσε αρχικά «θετικά» δείγματα γραφής διορίζοντας ως δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης τον Ελληνα μεγαλέμπορο Γεώργιο Παπάζογλου.
Στις επερχόμενες εκλογές, όπου το κόμμα των Νεότουρκων βρισκόταν αντιμέτωπο με μια ενδεχόμενη ήττα, το Πατριαρχείο, καθώς και μερίδα των Ελλήνων βουλευτών στο Οθωμανικό κοινοβούλιο στήριξαν εκλογικά τους Νεότουρκους με αντάλλαγμα την υπόσχεση ορισμένων «παραχωρήσεων» (την αύξηση των Ελλήνων βουλευτών, την επαναφορά των εκκλησιαστικών προνομίων και την αναγνώριση του Πατριαρχείου ως του μόνου εθνικού κέντρου του ελληνισμού στην οθωμανική επικράτεια – που δεν έγιναν ποτέ).
Τα ΑΠΟΤΕΛΈΣΜΑΤΆ της πολιτικής αυτής μετέπειτα είναι γνωστά:
Όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκαν τα σχέδια προσάρτησης της Ανατολικής Θράκης, και της περιοχής της Σμύρνης αλλά επήλθε και ο ολοκληρωτικός ξεριζωμός 1.500.000 ανθρώπων από τις περιοχές του ΠΌΝΤΟΥ και της ΜΙΚΡΆΣ ΑΣΊΑΣ καθώς και ο αφανισμός εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.
Σε αυτό τον αφανισμό συνέβαλε ασφαλώς και η στάση Ελλήνων παραγόντων, όπως του ύπατου αρμοστή της Σμύρνης Στεργιάδη, που δεν προέτρεπε τον εκεί ελληνικό πληθυσμό να εγκαταλείψει έγκαιρα την περιοχή, επειδή κατά τη γνώμη του:
"Καλύτερα να μείνουν εδώ (σ.σ. στη Μ. Ασία) να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα".