ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΙΩ. ΜΕΤΑΞΑ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ’97 - Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ
Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος.
ΕΜΙΡΜΠΕΗ, 7 ΜΑΪΟΥ 1897
Και θα έληγεν αναμφιβόλως, τουλάχιστον έως την Λαμίαν, άνευ του αχρείου δημαγωγού, του θυσιάσοντος την Ελλάδα χάριν του πρωθυπουργηκού αξιώματος.
Μετ’ ολίγον ο Διάδοχος εξήλθεν του τηλεγραφείου και τον ηκολουθήσαμεν μέχρι της οικίας του δημάρχου-μεγαλοπρεπούς οικοδομήματος-όπου επρόκειτο να διαμείνη. Εις εισόγειον τι παράρτημα είχον μεταφέρει και τας αποσκευάς μας. Ο Γιάννης όμως ακόμη δεν εφαίνετο. Εκάθισα εις τας βαθμίδας της έξω κλίμακος. Από χθές την πρωϊαν ήμουν επί ποδός και, ως επί το πλείστον, έφιππος, δηλαδή 41 περίπου ώρας. Που θα ανεπαυόμην την νύκτα;
Εις τι δωμάτιον του ισογείου είχεν καταφύγει ο Παπαβασιλείου, εγκαίρως ελθών εις Λαμίαν μετά του Blixen, όστις έπασχε δεινώς, και τινος άλλου αξιωματικού, δεν υπήρχε θέσις δι’ άλλον, ούτε άλλον δωμάτιον, πλήν ενός μικρού εις το βάθος της εισόδου,εις τούτο είχε καταφύγει ο Δούσμανης, είχε δε και ετέραν κλίνην, την οποίαν προ πολλού είχε καταλάβει ο Μενέλαος…Δεν επρόφθασε να παρέλθη μία ώρα, ότε θόρυβος φοβερός μας αφύπνισεν όλους. Φωναί ηκούοντο και πυροβολισμοί. Τι συμβαίνει; Μήπως ο εχθρός κατέλαβε την Λαμίαν; Ο θόρυβος εξηκολούθει. Αγγελιοφόρος τις ήλθεν όπως αναγγείλει εις τον επιτελάρχην τα συμβαίνοντα. Πανικός είχε καταλάβει στρατιώτας τινας εκ των καταφυγόντων εις Λαμίαν, εξ ου, ωφεληθέντες στρατιώται, πρόσφυγες και αντάρται, διήρπαζον την πόλιν. Ώστε δεν είναι τίποτε, αν όχι σπουδαίον, τουλάχιστον ασύνηθες. Ο Δούσμανης με εζήτει.
Μετέβημεν λοιπόν εις τους σταύλους, ετοιμάσαμεν τους ίππους μας, διελθόντες παρά τι αρτοπωλείον, ελάβομεν τεμάχιον άρτου και εξήλθομεν της πόλεως. Επρόκειτο να εξετάσωμεν το βατόν της αμαξιτής οδού από Λαμίαν εις Μώλον.
Εβαδίζομεν λοιπόν βραδέως και εξητάζομεν εκάστην γέφυραν, εγώ δε εσημείουν τας παρατηρήσεις μας. Ούτω, περί την 8 ½ εφθάσαμεν εις Κοτσέκι, διαβάντες την γέφυραν της Αλαμάνας.
Την οδόν διήρχοντο ομάδες προσφύγων μετά των κάρρων και ιπποζυγίων των, έτεραι δε δ’ ομάδες ήσαν διασκορπισμέναι τήδε κακείσε ανά τους αγριούς. Εις Κοτσέκι εσταθμεύσαμεν εις μεγάλον τετράγωνον περίφραγμα μετά οικίας. Ανήκεν ει τον κ. Κέφαλον, όστις μας υπεδέχθη. Είτα εφάγαμεν άρτον και ολίγον ψητόν κρέας μετά τυρού, τα οποία μας προσέφερεν ο ιδιοκτήτης, και εν ποτήριον οίνου.
Ιππεύσαμεν ταχέως και διηυθυνθημεν προς Μώλον. Αι Θερμοπύλαι δεν είναι πλέον στενόν, ο Σπερχειός και η θάλασσα προσέθεσαν λωρίδα μεγάλου πλάτους εις τους πρόποδας του Καλλιδρόμου. Εφθάσαμεν ούτω με φοβεράν ζέστην εις τας θερμάς πηγάς, αι οποίαι επλημμύρουν εκεί αρκετήν έκτασιν εδάφους, αφίνουσαι λευκόν και σκληρόν υπόλειμμα. Εκεί που συνηντήσαμεν δύο ιππείς πολίτας καλπάζοντας προς Λαμίαν, επροφθάσαμεν δε να μάθωμεν παρ’ αυτών ότι φέρουσι προς τον Διάδοχον την είδησιν της ανακωχής. Δεν ηννόησα τι συμβαίνει.
Η ανακωχή δεν είχε γίνει χθες; Τι έλεγον εις το τηλεγραφείον, λοιπόν, χθες;
Εφθάσαμεν, τέλος, εις Μώλον. Αφήσαμεν τους ίππους μας εις το χάνι και μετέβημεν εις το τηλεγραφείον. Η τηλεγραφική συγκοινωνία μετά της Λαμίας είχε διακοπή. Άγνωστον τι συμβαίνει.
Εξεκένωσεν,άραγε, ο στρατός μας την Λαμίαν; Επροχώρησεν ο εχθρός; Η ανακωχή ήτο χίμαιρα; Ήτο εξ’ εκείνων των ψευδών ειδήσεων, με τας οποίας τοσάκις μας καθησύχασεν η Κυβέρνησις; Οσάκις δε παρετήρησα μετ΄αγωνίας με τας διόπτρας μου προς την Λαμίαν, τίποτε δεν ήτο δυνατόν να εξιχνιάσω. Νέφη κονιορτού υψούντο κατά μήκος της εκ Λαμίας προς Κοτσέκι οδού. Πρόσφυγες, ή στρατός φεύγων , ή ο εχθρός προχωρών;
Ήτο εκεί και ο ίλαρχος Πιερράκος, βουλευτής, όστις ήθελε να ιδή τον Ράλλην, εις το κόμμα του οποίου ανήκε, και να συνομιλήση μετ’αυτού περί της καταστάσεως… άφηνε την ίλην του , δηλώνων ότι επιστρέφει εις την Βουλήν, διότι θεωρεί την εκεί παρουσίαν του αναγκαιοτέραν.
Ιππεύσαμεν, τέλος, και επιστρέψαμεν διά της αυτής οδού. Η οδοιπορία μας εγένετο καλώς διά της κενής οδού. Αλλ’ έπειτα συνηντήσαμεν σειράν προσφύγων.΄Άνθρωποι, κτήνη, κάρρα φύρδην μίγδην διήρχοντο πληρούντα την οδόν. Αι φωναί και αι ωρυγαί των ζώων ήσαν απερίγραπτοι.
Μετ’ ολίγον κατέστη αδύνατον να προχωρήσωμεν. Εξήλθωμεν της οδού και αναμένομεν να διέλθη το πλήθος…
Οι αξιωματικοί μας επληροφόρησαν ότι πράσγματι διετάχθη υποχώρησις όλου του στρατού εις Θερμοπύλας.
Οι Τούρκοι είχον προσβάλει από πρωϊας και ο στρατός μας ασθενή εδείκνυεν αντίστασιν, επλησίαζε δ’ ήδη ο εχθρός την Λαμίαν. Τα στρατεύματα έφευγον πανταχόθεν. Ο Διάδοχος έδωκε τότε την διαταγήν υποχωρήσεως προς Θερμοπύλας. Και εξεκίνησεν και ο ίδιος. Ο δε νομάρχης μετέβη εις το εχθρικόν στρατόπρδον, ίνα αναγκείλη ότι έχει συναφθή ήδη ανακωχή. Τότε φαίνεται ότι διεκόπη η μεταξύ Μώλου και Λαμίας συγκοινωνία.
Απάντησιν λοιπόν εις ανωτέρας ειδήσεις του Διαδόχου εκόμιζον δύο ιππείς. Τι συμβαίνει λοιπόν; Τι σύγχυσις, Θεέ μου, και τι απώλεια χρόνου! Τέλος, το πλήθος διήλθε και ηδυνήθημεν να προχωρίσωμεν. Συνηντήσαμεν δε κάρρον τι, εφ’ ου ήτο ο Βούρβαχης, ο Μηναίος και τινες άλλοι, μεταξύ των οποίων και εις φαρμακοποιός του στρατού. Εμάθομεν παρ’ αυτών ότι πράγματι, αι Δυνάμεις είχον επιβάλει την ανακωχήν, ότι χθές συνήφθη τοιαύτη εν Ηπείρω, όπου οι Τούρκοι ύψωσαν λευκήν σημαίαν, τουναντίον, εν Θεσσαλία εξηκολούθουν τας εχροπραξίας. Η Κυβέρνησις δεν έδιδεν εις τον Διάδοχον διαταγήν να υψώση λευκήν σημαίαν, πεποιθυία ότι θα το έπραττον οι Τούρκοι. Ούτοι όμως προϋχώρουν. Τότε μετέβη ο νομάρχης εις το στρατόπεδόν των, αλλ’ επέστρεψεν άπρακτος.
Ο Αβδουλλάχ, ο διοικών τα προχωρούντα στρατεύματα, τω εδήλωσε ρητώς ότι δεν του αναγνωρίζει καμμίαν ιδιότητα, ότι αυτός έχει διαταγάς να καταλάβη την Λαμίαν, και θα την καταλάβη. Αι εχθροπραξίαι εξηκολούθησαν, ότε κατέφθασαν παρά τω Διαδόχω οι δύο ιππείς. Η Κυβέρνησις , τέλος, διέτασσε τον Διάδοχον να υψώση λευκήν σημαίαν και ζητήση ανακωχήν.
Ώστε αυτό ήτο το ζήτημα. Να μην υψώσωμεν λευκήν σημαίαν. Πυροτέχνημα θεατρικόν δια τας μελλούσας εκλογάς του Ράλλη. Ενώ εξιχνιάζομεν ταύτα πάντα, ερωτώντες τους τηλεγραφητάς, ο φαρμακοποιός έντρομος διηγείτο εις τον Δούσμανην ότι οι Τούρκοι κατεδίωκον κατά πόδας τα στρατεύματά μας και ότι η διλοχία των νοσοκόμων τους εσταμάτησεν εις την γέφυραν της Αλαμάνας. Παρελήρει εκ πανικού. Ο Βούρβαχης με εβεβαίωσεν ότι ο Διάδοχος ήτο εις Εμίρμπεη. Εξηκολουθήσαμεν λοιπόν την πορείαν μας. Η οδός ήτο πλήρης στρατιωτών φευγόντων και από διαστήματος εις διάστημα συνηντώμεν αξιωματικούς επί κάρρων ή υποζυγίων.Ελεεινόν θέαμα. Εφθάσαμεν νύκτα εις Εμίρμπεη. Το σκότος ήτο βαθύ και καθίστατο έτι βαθύτερον εκ πυράς αναφθείσης εις την πλατείαν του χωριού. Μας έδειξαν την οικίαν εις την οποίαν κατέλυσεν ο Διάδοχος, και παρ’ αυτήν, ετέραν οικίαν, όπου κατώκησαν οι αξιωματικοί του Επιτελείου… Μετέβημεν λοιπόν εις την οικίαν όπου ήσαν οι αξιωματικοί του Επιτελείου. Ήτο πλήρης. Ο Δούσμανης μόλις εύρε μίαν κλίνην, δοθείσαν εις αυτόν παρά του Ευστρατιάδου.
Εμάθομεν δε παρ΄αυτών ότι εστάλη ο Κοντογιάννης όπως υψώση λευκήν σημαίαν και διαπραγματευθή την ανακωχήν, και ότι οι Τούρκοι εδέχθησαν την ανακωχήν και έπαυσαν αι εχθροπραξίαι.
Σημείωση: Στη Θεσσαλία οι εχθροπραξίες έπαψαν ουσιαστικά την 7ην Μαϊου, αλλά η προσωρινή ανακωχή υπογράφηκε την 8/20 Μαϊου, ώρα 3.15 μ.μ. Την Ελλάδα εκπροσώπησε ο λοχαγός Π. Κοντογιάννης.
Φυγή μετά την κατάληψη της Λάρισας από τους Τούρκους, στις 13 Απριλίου 1897. Μία ημέρα πριν, την πόλη είχε εγκαταλείψει ο ελληνικός στρατός. Μεταξύ των αμάχων διακρίνονται και στρατιώτες αποκομμένοι από τα τμήματά τους. Θύματα όλοι του ατυχούς Ελληνοτουρκικού πολέμου, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξε και η υποβολή στην Ελλάδα διεθνούς οικονομικού ελέγχου.
(Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).