Σ. Θεοδωρόπουλος: Διάλογος για εργασιακά και υπεραποσβέσεις για επενδύσεις
Πρόσκληση προς τους κοινωνικούς εταίρους για διάλογο για τα εργασιακά, προς την κυβέρνηση να υιοθετήσει το μέτρο των υπεραποσβέσεων, ως κίνητρο για επενδύσεις και προς τους επιχειρηματίες να επενδύσουν περισσότερο, απηύθυνε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου που πραγματοποιήθηκε απόψε στο Μέγαρο Μουσικής.
Στη συνέλευση παρέστη η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου ενώ ομιλίες απηύθυναν ο πρόεδρος του European Movement International, πρώην βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, Γκι Φερχόφστατ και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ο οποίος υπογράμμισε τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής, σημειώνοντας τη μείωση της ανεργίας, την αύξηση των εξαγωγών, τη μείωση του χρέους, την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Και ζήτησε από τις επιχειρήσεις μεταξύ άλλων μείωση τιμών όταν μειώνεται το κόστος, συμμετοχή των εργαζόμενων στα κέρδη, περισσότερες δράσεις κοινωνικού χαρακτήρα.
Για τα εργασιακά ο πρόεδρος του ΣΕΒ υποστήριξε πως οι εργασιακές σχέσεις του παρελθόντος δεν μπορούν να δώσουν λύσεις στις σύγχρονες ανάγκες εργαζομένων και επιχειρήσεων και προσέθεσε:
«Κλειδί για την αύξηση της παραγωγικότητας αποτελεί η διασφάλιση ενός ευέλικτου πλαισίου λειτουργίας των επιχειρήσεων ταυτόχρονα με σεβασμό των εργασιακών δικαιωμάτων. Από αυτό εδώ το βήμα καλούμε τους κοινωνικούς εταίρους και την πολιτεία σε ένα ανοικτό εποικοδομητικό και γόνιμο διάλογο, χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες, με στόχο ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο επ' ωφελεία όλων».
Σε σχέση με τις επενδύσεις ανέφερε ότι η αλματώδης αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων είναι η μοναδική απάντηση για δύο κρίσιμες προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία: τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και την αύξηση της παραγωγικότητας.
«Είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός επενδυτικού εργαλείου, το οποίο θα λειτουργεί ανεξαρτήτως μεγέθους επιχείρησης, κλάδου και περιοχής, είτε για επέκταση - εκσυγχρονισμό υφιστάμενης δραστηριότητας, είτε για δημιουργία νέας. Ένα εργαλείο αυτής της μορφής που αξίζει να εξεταστεί, είναι οι υπεραποσβέσεις σε παραγωγικές επενδύσεις. Τυχόν δημοσιονομικές ανησυχίες απαντώνται από το γεγονός πως, από τη φύση τους, οι υπεραποσβέσεις αποδίδουν φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα για το κράτος, πολύ πριν δημιουργήσουν φορολογικές ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις».
Απευθυνόμενος δε στους επιχειρηματίες σημείωσε πως «όσα κίνητρα και να δώσει η Πολιτεία, η ευθύνη για τη βελτίωση της παραγωγικότητάς μας παραμένει ατομική» και συνέχισε: «Πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο. Να μετασχηματίσουμε τις επιχειρήσεις ακόμα πιο γρήγορα, υιοθετώντας τεχνολογικές λύσεις, ψηφιακούς μετασχηματισμούς, και ψάχνοντας την καινοτομία. Έχουμε την τύχη, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες μας να απευθύνονται σε μια αγορά 300 και πλέον εκατομμυρίων ανθρώπων. Ας βελτιώσουμε την παραγωγικότητα, ας γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί, και ας στοχεύσουμε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στις αγορές άλλων χωρών».
Αναφερόμενος στις εξελίξεις στην οικονομία ο κ. Θεοδωρόπουλος επεισήμανε πως σε ένα δύσκολο περιβάλλον (γεωπολιτική αναταραχή με δύο πολέμους στην περιοχή μας, επιθέσεις στην Ερυθρά Θάλασσα, κλιματική αλλαγή, μακροχρόνιες επιπτώσεις της πανδημίας, υστέρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι των διεθνών ανταγωνιστών) η Ελλάδα έχει πετύχει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια.
Όπως ανέφερε συγκεκριμένα, η Ελλάδα: «Επιτυγχάνει τα αναγκαία πρωτογενή πλεονάσματα για την εξυπηρέτηση του χρέους της. Πετυχαίνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, πάνω από τα περισσότερα κράτη μέλη. Έχει περιορίσει σημαντικά την ανεργία. Μειώνει σταδιακά την απόσταση με την Ευρώπη στο θέμα των ασφαλιστικών εισφορών. Αυξάνονται τα δημόσια έσοδα με ταυτόχρονη μείωση φόρων. Περιορίζεται η φοροδιαφυγή. Προχωράει με σχετικά ικανοποιητικούς ρυθμούς η ψηφιοποίηση του Δημοσίου. Έχουν εξασφαλιστεί σημαντικοί πόροι για την οικονομία μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Έγιναν τα πρώτα, αν και δειλά ακόμη, βήματα για την απλοποίηση της αδειοδότησης της βιομηχανίας, την ενίσχυση της Έρευνας και Καινοτομίας, τη σταδιακή αναμόρφωση της επικουρικής ασφάλισης με κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά, την ανάπτυξη της κυκλικής οικονομίας αλλά και την προώθηση των εξαγορών και συγχωνεύσεων. Επίσης, μια άλλη ευχάριστη εξέλιξη είναι η δημιουργία ενός οικοσυστήματος καινοτομίας με νεοφυείς επιχειρήσεις που ενισχύουν το δυναμισμό της οικονομίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ενεργειών ήταν και η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, η βελτίωση της εικόνας της Ελλάδας διεθνώς, η επανατοποθέτησή της στον παγκόσμιο χάρτη ως επενδυτικό προορισμό, και η αύξηση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, αν και η πλειονότητά τους δεν κατευθύνεται σε παραγωγικές επενδύσεις».
Σημείωσε ωστόσο ότι παρά την πρόοδο παραμένουν άλυτα διαχρονικά προβλήματα (χωροταξία, ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, άδικη φορολόγηση των μεσαίων στελεχών, γραφειοκρατία, πολυνομία, ελλιπής διασύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας), ελλείψεις σε υποδομές στις βιομηχανικές συγκεντρώσεις της περιφέρειας, ενώ προσετέθησαν νέα μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν το υψηλό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, η έλλειψη εργαζόμενων σε όλες τις ειδικότητες και η ανεπαρκής πρόσβαση των ΜμΕ σε τραπεζική χρηματοδότηση.
Ο Γκι Φερχόφστατ στην ομιλία του τόνισε, μεταξύ των άλλων: «Σήμερα ζούμε σε μια νέα εποχή "αυτοκρατοριών" στην οποία, όχι τα έθνη κράτη, αλλά οι μεγάλες χώρες και οι υπερεθνικοί οργανισμοί, αποφασίζουν για τη μοίρα του κόσμου. Είναι ένας πολύ σκληρός κόσμος που βασίζεται στον πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και τεχνολογικό ανταγωνισμό. Είναι άραγε έτοιμη η Ευρώπη για αυτή τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων; Η απάντηση είναι πως δεν είμαστε. Χρειάζεται επειγόντως να οικοδομήσουμε μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Ένωση και να ολοκληρώσουμε την ενιαία μας αγορά (έκθεση Λέτα), ιδιαίτερα όσον αφορά στις κεφαλαιουχικές υπηρεσίες, τις τηλεπικοινωνίες και τις ψηφιακές αγορές. Αυτό θα απαιτήσει θεσμικές μεταρρυθμίσεις, όπως τον τερματισμό του κανόνα της ομοφωνίας και τη θέσπιση ενός μεγαλύτερου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, όπως προτείνεται στην έκθεση Ντάγκι».
Ο κ. Φερχόφστατ παρουσίασε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι αμυντικές δαπάνες της ΕΕ αντιστοιχούν στο 35% των αντίστοιχων δαπανών των ΗΠΑ, αλλά έχουν πολύ χαμηλότερη αποτελεσματικότητα, ενώ οι διεθνούς εμβέλειας ευρωπαϊκές εταιρείες αποτελούν κλάσμα των αντίστοιχων στις ΗΠΑ και την Κίνα για λόγους που σχετίζονται και με την νομοθεσία περί ανταγωνισμού που εμποδίζει τη δημιουργία διεθνών "πρωταθλητών". Πρότεινε δε την επανάληψη του μοντέλου του Next Generation EU για την χρηματοδότηση επενδύσεων στην ευρωπαϊκή οικονομία.