Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Η Ευρώπη εξακολουθεί να μην σκέφτεται με όρους μιας μόνιμης ειρήνης στην Ουκρανία

Αντιμέτωπη με το ρήγμα με τις ΗΠΑ, αλλά και τις δυσκολίες του επανεξοπλισμού της, η Ευρώπη αδυνατεί να προτείνει μια στρατηγική για την ειρήνη

Εάν κανείς πιστέψει τις διακηρύξεις των ευρωπαίων ηγετών, είμαστε μπροστά σε μια ιστορικών διαστάσεων προσπάθεια να αποκτήσει η Ευρώπη μια δική της αμυντική ομπρέλα. Βεβαίως, εάν κοιτάξει το τι πραγματικά αποφασίζεται είναι μάλλον μια προσπάθεια για αυξημένες αμυντικές δαπάνες, πιθανώς και σε βάρος άλλων δαπανών, πρωτίστως κοινωνικών.

Ούτε βεβαίως υπάρχει κάποια συνολική και πειστική τοποθέτηση ως προς το εάν πέραν από τη γενική κατεύθυνση του επανεξοπλισμού – να σημειώσουμε ότι με δεδομένη την ιστορικότητα του «επανεξοπλισμού» στην Ευρώπη θα μπορούσε ίσως να υπάρξει ένα σλόγκαν με λιγότερους συνειρμούς από το Re-Arm – θα διαμορφωθεί και κάποια πραγματική αμυντική δομή ικανή να συντονίζει αμυντικό προσωπικό και εξοπλισμό στην Ευρώπη.

Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα οι διάφορες εξαγγελίες, του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν προεξάρχοντος, ότι η Ευρώπη θα υψώσει το ανάστημά της απέναντι στη Ρωσία, να μην ακούγονται ως κάτι παραπάνω από ρητορικές επικλήσεις, ιδίως εάν σταθμίσουμε ότι για παράδειγμα μικρός αριθμός ευρωπαϊκών κρατών έχουν δηλώσει διάθεση να στηρίξουν και με παρουσία στρατιωτικού προσωπικού στο πεδίο την ασφάλεια της Ουκρανίας.

Το αναπάντητο ερώτημα για την ευρωπαϊκή στρατηγική ασφαλείας

Γιατί αυτό που κανένας δεν συζητά πραγματικά στην Ευρώπη είναι όντως τι θα σήμαινε μια ευρωπαϊκή στρατηγική ασφάλειας, με τη συζήτηση να υποκαθίσταται από ρητορικές τοποθετήσεις που αποπνέουν πολύ περισσότερο την απουσία στρατηγικής ανάλυσης.

Αυτό φαίνεται πρώτα από όλα στον ίδιο τον τρόπο που σήμερα ένας αριθμός ηγετών αναφέρονται στην «ρωσική απειλή», που σε ορισμένες ρητορικές του εξάρσεις πατάει πάνω σε μια μάλλον ατεκμηρίωτη εκτίμηση ότι η Ρωσία θέλει γενικά να επιτεθεί και να απειλήσει την Ευρώπη, χωρίς να αποσαφηνίζει ποια θα είναι τα επίδικα μιαςτέτοιας απειλής.

Αυτό σε κάποιες περιπτώσεις συνδυάζεται ως τεκμηρίωση με τις διάφορες μορφές καταγγελλόμενων ρωσικών πρακτικών, από τα σαμποτάζ σε υποθαλάσσια καλώδια έως εκστρατείες παραπληροφόρησης και άλλες μορφές δολιοφθοράς, παρότι αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και μία μορφή «λήψης του ζητούμενου», δεδομένου ότι οι καταγγελλόμενες πρακτικές έρχονται μετά την ευρωπαϊκή εμπλοκή ευρωπαϊκών χωρών υπέρ της Ουκρανίας και τις κυρώσεις και άρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανταπόδοση.

Αυτό παραβλέπει ότι η ρωσική πολιτική δεν χαρακτηρίζεται από μια γενική επιθετικότητα αλλά από μια συγκεκριμένη αντίληψη της πολιτικής ασφάλειας, αυτή που έχει επαναληφθεί πολλές φορές πριν και μετά τον πόλεμο: αυτή που στηρίζεται στη μη επέκταση του ΝΑΤΟ έως τα σύνορα της Ρωσίας και που εξαρχής αφορούσε πρωτίστως την Ουκρανία και το πώς η Μόσχα την έβλεπε πάντα ως τμήμα ενός ευρύτερου ρωσικού χώρου, συμπεριλαμβανομένης της υπεράσπισης των πληθυσμών που γλωσσικά και πολιτισμικά ήταν πιο κοντά στη Ρωσία.

 

Θυμίζουμε ότι η αρχική ρωσική απαίτηση ήταν ουδετερότητα της Ουκρανίας και αυτονομία στις ανατολικές επαρχίες. Ήταν μέσα στην εξέλιξη του πολέμου που προέκυψε η προσάρτηση των περιοχών αυτών. Και ήταν η Ευρώπη αυτή που έχασε την ευκαιρία που έδιναν οι συμφωνίες του Μινσκ ως αφετηρία μιας τέτοιας κατεύθυνσης, μαζί φυσικά με την απροθυμία των ΗΠΑ να προσφέρουν εγγυήσεις ουδετερότητας της Ουκρανίας. Και μπορεί κανείς να σημειώσει ότι η ρωσική επιλογή στηρίχτηκε σε μια αντίληψη του «ρωσικού χώρου» που δεν αντιστοιχούσε στην πραγματική κατάσταση στην Ουκρανία ή να υποτίμησε την αντίσταση των Ουκρανών,  όμως δεν ουδέποτε τέθηκαν στόχοι για μια γενικευμένη επίθεση στην Ευρώπη.

Απέναντι σε όλα αυτά η Ευρώπη επέλεξε να κινηθεί, όπως και οι ΗΠΑ σε μεγάλο βαθμό με βάση ένα σχήμα που ως πρώτη προτεραιότητα έθετε την τιμωρία της Ρωσίας για την παράνομη εισβολή και την πλήρη «απελευθέρωση» όλων των περιοχών που ήταν υπό ρωσικό έλεγχο από το 2014. Αυτό σήμαινε ότι ως προς την ειρηνευτική διαδικασία, η Ευρώπη συμπαρατασσόταν με την τωρινή ηγεσία της Ουκρανίας στον ορίζοντα μιας ουκρανικής νίκης, κυρίως με τη μαζική αποστολή στρατιωτικού υλικού. Και αυτή η κατεύθυνση αντιστοιχούσε στην εκτίμηση μιας μερίδας του αμερικανικού αμυντικού και στρατιωτικού κατεστημένου που θεωρούσε ότι μια στρατιωτική ήττα της Ρωσίας, ξεκινώντας από το μεγάλο κόστος ενός παρατεταμένου πολέμου, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακύρωση έστω και εν μέρει της απειλής μια ενδεχόμενης ρωσοκινεζικής συμπόρευσης αλλά και σε ενδεχόμενη «αλλαγή καθεστώτος» στην ίδια τη Ρωσία. 

Βεβαίως, οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν αυτή την εκτίμηση. Γιατί μπορεί όντως να υπήρξε σημαντική ουκρανική αντίσταση σε αρκετές στιγμές, είναι σαφές ότι ακόμη και με τη δυτική ενίσχυση ήταν πολύ δύσκολο για την Ουκρανία να πετύχει τους στόχους της. Αυτό σήμαινε μια ολοένα και μεγαλύτερη αναντιστοιχία ανάμεσα στον υλικό συσχετισμό στο έδαφος και τις διακηρύξεις ιδίως των Ευρωπαίων.

Η αμερικανική μεταστροφή αντιστοιχεί στη συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητα και ενδεχομένως σε μια ελπίδα να αποτραπεί η πλήρης  γεωπολιτική ταύτιση ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα. Αντιστοιχεί, επίσης, στο γεγονός ότι ο μόνος τρόπος να αλλάξει ο συσχετισμός στο ίδιο το πεδίο των μαχών, θα ήταν η άμεση και μεγάλης κλίμακας αμερικανικών και ευρωπαϊκών στρατευμάτων στη σύγκρουση, κοντολογίς μια εξαιρετικά επικίνδυνη κλιμάκωση που θα έκανε τον «Νέο Ψυχρό Πόλεμο», εξαιρετικά θερμό.

Μπορεί η Ευρώπη να υποκαταστήσει τις ΗΠΑ;

Η Ευρωπαϊκή αντίδραση μοιάζει να είναι μια προσπάθεια να διεκδικήσει η Ευρώπη την ηγεσία του αρχικού σχεδιασμού για «ουκρανική νίκη». Βεβαίως, επειδή αυτό είναι ανέφικτο, παρουσιάζεται αναγκαστικά ως η στιγμή της «ευρωπαϊκής άμυνας».

Όμως, ακόμη και έτσι δεν κατορθώνει να έχει στοιχεία ολοκληρωμένου σχεδιασμό. Αυτό φαίνεται από τον τρόπο που ήδη έχει σχετικά μετακινηθεί σε κάπως εκδοχή «παγώματος της σύγκρουσης» χωρίς σαφή ορίζοντα. Ούτε, βεβαίως, υπάρχει κάποιο σχέδιο για την ευρωπαϊκή αμυντική δομή.

Το τελευταίο έχει να κάνει και την ίδια τη σημασία που είχε ιστορικά το ΝΑΤΟ. Ας μην ξεχνάμε ότι το ΝΑΤΟ ήταν η πρώτη σχετικά ενιαία αμυντική δομή μιας κυρίως δυτικής Ευρώπης, τα κράτη της οποίας τα προηγούμενα 150 χρόνια είχαν ουκ ολίγες μεγάλες συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένων δύο παγκοσμίων πολέμων. Αυτό εντάθηκε και μετά τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, όταν σταδιακά άρχισε να επανέρχεται ένας προσανατολισμός της «Συλλογικής Δύσης» απέναντι στους εξ ανατολών κινδύνων.

Αυτό σημαίνει ότι σε μεγάλο βαθμό η «ευρωπαϊκή αμυντική δομή» ήταν το ΝΑΤΟ, όπως διαμορφώθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο -τότε που αναλογούσε και στη δυνητική ένοπλη αντιπαράθεση δύο διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων-, αλλά και όπως ανασημασιοδοτήθηκε στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατία», μια αμυντική δομή που στηρίζεται σε συγκεκριμένα και θεσμοθετημένες πρακτικές αμυντικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών και πατάει πάνω στην εγγύηση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος, των πυρηνικών όπλων συμπεριλαμβανομένων. Και βέβαια είχε κάπως σαφείς σκοπούς: την «απόκρουση» του κομμουνισμού αρχικά, την υπεράσπιση της «Δύσης» απέναντι στην «τρομοκρατία και τις ασύμμετρες απειλές μετά», την ένοπλη «εξαγωγή δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς» την αναμέτρηση με την Κίνα και τη Ρωσία προς το τέλος. Αλλά και αναλογούσε σε ένα πλέγμα ευρωατλαντικών οικονομικών σχέσεων που προηγείται ακόμη και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και που στο κέντρο τους είχαν τις ΗΠΑ ως τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Με βάση αυτά τα δεδομένα, τι θα εκπροσωπούσε όντως μια ευρωπαϊκή αμυντική δομή, αυτό επί της ουσίας δεν το απαντούν όσοι σήμερα υποστηρίζουν τη στροφή της Ευρώπης προς αυξημένες αμυντικές δαπάνες. Όλα αυτά δεν μπορούν να υποκατασταθούν από τις όποιες ηγετικές φιλοδοξίες της Γαλλίας, η πυρηνική ομπρέλα της οποίας απέχει πολύ από το να είναι συγκρίσιμη της αμερικανικής ή της ρωσικής, ακόμη και εάν σε αυτή προστεθούν και τα βρετανικά πυρηνικά (παραδοσιακά συνδεδεμένα με την αμερικανική πυρηνική αμυντική αποτρεπτική δομή).

Και βέβαια πέραν της ευθύνης που έχει η Ευρώπη για το πώς τελικά φτάσαμε στον πόλεμο στην Ουκρανία, καλό είναι να μην ξεχνάμε και το πώς διαχειρίστηκε άλλες συγκρούσεις, από την ευθύνη για την κλιμάκωση της εμφύλιας σύγκρουσης στην Ενιαία Γιουγκοσλαβία, στην πολυετή αποτυχία να κάνει κάτι πραγματικά για την επίλυση του Παλαιστινιακού (με αποκορύφωμα την ανοιχτή υποστήριξη της ισραηλινής υποστήριξης στην ισραηλινή στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα), στην καταστροφική εμπλοκή στη Λιβύη, στα μεγάλα προβλήματα από την μακρόχρονη γαλλική εμπλοκή στην Κεντρική Αφρική.

Ούτε αυτή η υποτιθέμενη διεκδίκηση ενός πιο αυτόνομου ευρωπαϊκού ρόλου συνδυάζεται με κάποιο εναλλακτικό ευρωπαϊκό όραμα για τον κόσμο. Αν το λέγαμε σχηματικά, θα λέγαμε ότι ως ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική προτείνεται μια παραλλαγή της προηγούμενης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής: αντιμετώπιση της Ρωσίας και της Κίνας ως άμεσης και δυνητικής αντίστοιχα απειλής, αντιμετώπιση του Ισραήλ ως βασικού εκπροσώπου της «Δύσης» στη Μέση Ανατολή, δυσπιστία απέναντι στις πολιτικές πρωτοβουλίες του Παγκόσμιου Νότου. Ακόμη και αντιμέτωπη με τον τρόπο που ο Τραμπ ανατρέπει δεδομένα στο παγκόσμιο εμπόριο, η Ευρώπη δεν αναζητά π.χ. συνεννόηση με την Κίνα, παρότι η τελευταία δηλώνει τουλάχιστον ότι επιμένει σε μια κατεύθυνση «παγκοσμιοποίησης».

Η απουσία ενός οδικού χάρτη για την ειρήνη στην Ουκρανία

Και βέβαια, όλα αυτά αποτυπώνονται και σε μια πραγματική δυσκολία της Ευρώπης να προσφέρει έναν πραγματικό οδικό χάρτη για ειρήνη στην Ουκρανία. Αυτό που ουσιαστικά προτείνεται είναι μια «παγωμένη σύρραξη», μέσα από ένα σχήμα σταδιακής εκεχειρίας σε αέρα και θάλασσα πρώτα και στο έδαφος μετά. Και ακόμη και αυτό δεν προσφέρεται με κάποιες εγγυήσεις ασφάλειας σε μια τόσο μεγάλη γραμμή μετώπου, καθώς ένας σημαντικός αριθμός ευρωπαϊκών χωρών έχει δηλώσει ήδη ότι δεν θα συμμετάσχει με αποστολή στρατευμάτων ως τοποτηρητών της εκεχειρίας και η Ρωσία έχει δηλώσει ότι θα αντιμετωπίσει τυχόν τέτοια παρουσία ως παρουσία νατοϊκών στρατευμάτων σε ουκρανικό έδαφος. Αντιθέτως, η ειρήνη ολοένα και περισσότερο συνδυάζεται με την εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας που πλέον φαντάζει περισσότερο υπεκφυγή παρά στόχος.

Μόνο που μια τέτοια κατεύθυνση από την Ευρώπη στην πραγματικότητα δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια ειρηνευτική διαδικασία. Γιατί πολύ απλά η Ρωσία δεν έχει λόγο να δεχτεί κάτι που της μοιάζει χειρότερο από αυτό που έχει κατοχυρώσει στο πεδίο, εκεί όπου το τελευταίο διάστημα, βοηθούμενη και από την αμερικανική μεταστροφή, φαίνεται να έχει επιτυχίες σε συγκεκριμένα μέτωπα. Ούτε, βεβαίως πιέζεται από μια μελλοντική και αβέβαιη ευρωπαϊκή αμυντική ενίσχυση. Και αυτό εξηγεί γιατί σε όλο αυτό το διάστημα η Ρωσία συνεχίζει κανονικά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, υπογραμμίζοντας ότι έχει τη δυνατότητα να κατάγει καταστροφικά πλήγματα. Όμως, η Ευρώπη δηλώνει ότι δεν μπορεί να δεχτεί μια ειρηνευτική διαδικασία που να αναγνωρίζει ότι εκ των πραγμάτων τα όρια της ουκρανικής επικράτειας έχουν αλλάξει και σε αυτή τη βάση να εξετάζει ποιες θα ήταν οι πραγματικές εγγυήσεις ασφάλειας και για την Ουκρανία και για τη Ρωσία, ως αφετηρία για μια πιο μόνιμη ειρήνη. Και με αυτό τον τρόπο η Ευρώπη φέρνει πιο κοντά αυτό που υποτίθεται ότι προσπαθεί να αποτρέψει με τη διεκδίκηση ενός αυτόνομου αμυντικού ρόλου: το να φαίνονται πιο αποτελεσματικοί οι χειρισμοί της αμερικανικής πλευράς και η στοχευμένη πίεση προς την Ουκρανία (από το πάγωμα της επιπλέον βοήθειας και τη διακοπή ανταλλαγής πληροφοριών μέχρι τις απευθείας επαφές με τη ρωσική πλευρά) σε μια προσπάθεια να ανοίξει μια ειρηνευτική διαδικασία, από τις όποιες ευρωπαϊκές διακηρύξεις και αλλεπάλληλες συσκέψεις και συναντήσεις κορυφής.

 

 ΠΗΓΗ:IN.GR
 

    

 

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.
randomness