Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014
 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ : Της Μοίρας τα γραμμένα κι ο Χριστός

του Δημήτρη Κ. Καραθεοδώρου,
φιλολόγου-λογοτέχνη

 

   Στα παλιά τα χρόνια του μύθου και των παραμυθιών, ήταν στα δικά μας χώματα, σ’ ένα χωριό, ένα αντρόγυνο. Φτωχό το νοικοκυριό τους και βαριά και αβάσταχτη η ζωή τους. Μ’ ένα χωραφάκι σχεδόν μπαΐρι, που πότε-πότε κάρπιζε, ένα γαϊδουράκι, μια κατσίκα με τα κατσικάκια της κι κάμποσα ορνίθια στο κοτέτσι τους, παλεύαν να τα βγάλουν πέρα στη ζωή.

   Η γυναίκα του νοικοκύρη ήταν πολύ βασανισμένη και φαρμακωμένη. Κρυφό μαράζι είχε και μυστικό σαράκι κατέτρωγε τα σωθικά της. Δεν είχε αποκτήσει παιδί. Και νύχτα-μέρα δυνάμωνε τις προσευχές της στον Χριστό να της χαρίσει ένα παιδί. Συχνά-πυκνά πήγαινε πρόσφορα στην Εκκλησία, άναβε κεράκια και λαμπάδες, οδοιπορούσε στου χωριού το εξωκκλήσι της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας κι άναβε τα καντηλάκια της, σάρωνε τον άγιο χώρο της, πότιζε τα δένδρα της, φρόντιζε τα λουλούδια της και δίπλωνε τα παρακάλια της να της δώσει ο Χριστός ένα παιδί που τόσο λαχταρούσε.

   Κι ο Χριστός που τα βλέπει και τ’ ακούει όλα, είδε τη δυνατή πίστη και την καθαρή καρδιά της γυναίκας, την ελέησε και η γυναίκα κίνησε έγκυος. Σε λίγους μήνες, κοντά στα Χριστούγεννα, θα κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της.

   Εκείνα τα χρόνια του μύθου και των παραμυθιών, ο Χριστός κατέβαινε στη γη, στα χωριά, μίλαγε με τους ανθρώπους που ήταν καθαροί, πιστοί και καλόψυχοι.

   Κάθε χρόνο, Παραμονή Χριστουγέννων, την Άγια Νύχτα, ο Χριστός πήγαινε μουσαφίρης σε κάποιο σπίτι των χωριών.

   Εκείνο το βράδυ το Χριστουγεννιάτικο, εκείνης της χρονιάς που η γυναίκα κίνησε έγκυος, ο Χριστός θέλησε να πάει μουσαφίρης στο φτωχόσπιτο του αντρόγυνου. Χτύπησε την πόρτα και ο νοικοκύρης του άνοιξε. Τον καλωσόρισε, τον καλοδέχτηκε και τον έβαλε κοντά στο τζάκι για να πυρωθεί. Του έβαλε κιόλας να φάει κάτι νηστίσιμο, ότι η καμπάνα των Χριστουγέννων δεν είχε σημάνει ακόμα. Μια χωριάτικη φασολάδα του έβαλε να φάει, βρασμένη στο τζάκι, στη θράκα και στη χόβολη. Χριστός επείνασε κι ο νοικοκύρης του έδωσε να φάει, Χριστός εδίψασε κι ο νοικοκύρης τον πότισε κρύο νεράκι της πηγής του χωριού, όπως κελεύει και η ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως. Ύστερα ο νοικοκύρης του έστρωσε του Χριστού σε μιαν ακρούλα στο καμαράκι του να ξαπλώσει και να κοιμηθεί.

   Στην άλλη άκρη της καμαρούλας ήταν λεχώνα ξαπλωμένη η γυναίκα του νοικοκύρη. Είχε γεννήσει, δυο μέρες πριν, ένα αγοράκι κι ήταν ακόμα ανήμπορη και πονεμένη. Μέσα της όμως ήταν χαρούμενη κι ευτυχισμένη και δόξαζε τον Χριστό που της χάρισε αυτό το χριστουγεννιάτικο δώρο, το μωρό. Η γυναίκα δεν κοιμόταν. Ξαγρυπνούσε και περίμενε να ’ρθούν οι Μοίρες για να μοιράνουν το παιδί της.

   Κι εκεί κοντά στα μεσάνυχτα της Άγιας Νύχτας, νάτες οι τρεις Μοίρες ήρθαν και στάθηκαν πάνω απ’ το κεφάλι του μωρού. Κατέβηκαν απ’ τη σκεπή, από τα πάτερα και γυροβολιάσαν τη λεχώνα και το παιδί.

   Η γυναίκα τις άκουγε να μιλάνε και να γράφουν τη Μοίρα και την τύχη του παιδιού της. Η μία έλεγε: “Να πέσει ο δέντρος να τον σκοτώσει, όταν θα γίνει γαμπρός!” Η άλλη έλεγε : “Να τον φάει το μαύρο σκυλί της νύφης, όταν θα γίνει γαμπρός!” Και η τρίτη έλεγε: “Να πνιγεί στο ποτάμι, όταν θα γίνει γαμπρός και θα πάει να πάρει τη νύφη!”

   Πετάχτηκε απάνω η μάνα από το φόβο της και την τρομάρα της κι άρχισε να κλαίει, να θρηνεί και να στηθοκοπιέται, να τραβάει τα μαλλιά της να τα ξεριζώσει, να χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο, να σχίζει με τα νύχια της, να σχίζει με τα νύχια της το πρόσωπό της, να σταυροκοπιέται και να καλεί τον Χριστό να την ελεήσει, να την συγχωρέσει και να την σώσει.

   Από τις τρομερές φωνές της ξύπνησε ο άντρας της και πάλευε να την ησυχάσει. Ένα κακό όνειρο ήταν, της έλεγε, και πέρασε και πάει. Ο Χριστός που γεννιέται αυτήν την ώρα θα σώσει τον κόσμο, το παιδί μας κι εμάς. Εκείνη δεν ησύχαζε με τίποτα. Ο πανικός την είχε παραλύσει και την έκανε να βυθίζεται ολοένα και πιο πολύ στον πόνο και στην τρέλα.

   Κι ο Χριστός  που τα είχε δει και τ’ ακούσει όλα, πήγε κοντά στο προσκεφάλι της γυναίκας και της είπε να μη φοβάται. Σαν έρθει εκείνη η ώρα, να τον καλέσει για κουμπάρο και τότες κάτι μπορεί να γίνει. Η γυναίκα γαλήνεψε και τον ρώτησε :

   “Πού και πώς θα σε βρω;” Ο Χριστός της είπε :

   Σαν έρθει εκείνη η ώρα, να κάνεις τρία πρόσφορα για την Εκκλησία και ν’ ανάψεις τρία κεριά μπρος στην παλιά αχειροποίητη εικόνα μου, στο τέμπλο της Εκκλησίας και να πεις :

   “Έλα Χριστέ μου, έλα κουμπάρε να στεφανώσεις!”

   Ο Χριστός ευχαρίστησε τους νοικοκυραίους για το φιλόξενο βράδυ, ευλόγησε το παιδάκι κι έφυγε για τους ουρανούς.

   Πέρασαν τα χρόνια, το παιδί μεγάλωσε, έγινε άντρας, λεβέντης σωστός. Αρραβωνιάστηκε ένα ωραίο κορίτσι απ’ το γειτονικό χωριό και τώρα στα επερχόμενα Χριστούγεννα ήρθε η ώρα να γίνει ο γάμος του και να παντρευτεί, Η μάνα του παιδιού δεν είχε ξεχάσει τα λόγια του Χριστού και το τάμα της. Έφερε τα τρία πρόσφορα στην Εκκλησία, άναψε και τα τρία κεριά μπροστά στην αχειροποίητη εικόνα του Χριστού και είπε : “Έλα Χριστέ μου, έλα κουμπάρε να στεφανώσεις το παιδί μου!”

   Τα Χριστούγεννα έφτασαν. Κίνησε ο γάμος κι ο Χριστός ήρθε ουρανοκατέβατος. Ήξερε τι θα πάθει ο γαμπρός κι έστειλε έναν δικό του άνθρωπο στο σπίτι της νύφης να δέσει το σκυλί στο στάβλο. Ακόμα άλλαξε το μονοπάτι που θα πήγαιναν στο διπλανό χωριό.

   Κίνησε ο γάμος, η πομπική συνοδεία, το ψίκι. Με τον Χριστό κουμπάρο μπροστά-μπροστά, καβάλα στο άσπρο άλογό του και τον γαμπρό πλάι του. Λίγο πιο πίσω τα μπρατίμια (οι βλάμηδες) να κρατάνε το φλάμπουρο (λάβαρο της γαμήλιας τελετής). Κι εκεί κοντά ο πατέρας του γαμπρού κι η μάνα με τη νυφιάτικη κουλούρα της πεθεράς, τη μοσχοβολισμένη και ολοκέντητη, την πλουμιστή με τις ζαχαροζυμωμένες και παντοδύναμες Μοίρες να χαράζουν το ριζικό αυτού του γάμου. Και μαζί τους οι φίλοι, οι χωριανοί, το συγγενολόι, τα βιολιά, τα λαούτα, οι τσαμπούνες, τα κλαρίνα, τα γαμήλια τραγούδια. Κίνησε ο γάμος και πάνε να πάρουνε τη νύφη.

   Σε λίγη ώρα η πομπική ακολουθία έφτασε στο ποτάμι. Το ποτάμι είχε φουσκώσει. Θεόρατα κύματα νερού υψώνονταν και παράσερναν τα πάντα. Δεν σε άφηναν να περάσεις. Σε κατάπιναν και σ’ έπνιγαν αμέσως. Τότες ο Χριστός που ήξερε τι θα συμβεί ανέβασε στο άλογο του τον γαμπρό και πήγε να περάσει το ποτάμι. Απέναντι περίμενε η νύφη τον γαμπρό. Στάθηκε αδύνατον. Το άλογο του Χριστού “κοκκάλωσε” στην ακροποταμιά και δεν υπάκουε στην εντολή του Χριστού να διαβεί το αγριεμένο ποτάμι.

   Τότες ο Χριστός κάλεσε τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και του είπα να κοιτάξει τη μοίρα του γαμπρού. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είπε : “Ως εδώ ήταν!” Τότες ο Χριστός καλεί τους γονείς της νύφης να δώσουν μερικά χρόνια από τα δικά τους στον γαμπρό τους για να σωθεί και να στεφανωθεί την κόρη τους. Στάθηκε αδύνατον. Τα πεθερικά του γαμπρού είπαν :

   “Α, μπα, δεν γίνεται! Να δώσουμε εμείς τα χρόνια μας; Όσα μας μέλλει να ζήσουμε, θα τα ζήσουμε. Κι αυτός ο γαμπρός αν του μέλλει να χαθεί, αν του σώθηκε το λάδι στο καντήλι του, αν είναι η Μοίρα του να πεθάνει, ας πεθάνει! ”

   Τότες ο Χριστός κάλεσε τη νύφη, που ήταν στην απέναντι όχθη του ποταμιού, να δώσει τα μισά της χρόνια για να περάσει ο άντρας της και να την στεφανωθεί. Η νύφη είπε : “Δίνω τα μισά, αλλά κρατάω κι ένα παραπάνω για τον εαυτό μου!”

    Μ’ αυτή τη συμφωνία, το ποτάμι ησύχασε και τα θεόρατα, φουσκωμένα κύματα του νερού έγιναν ρυάκια. Ο Χριστός κι ο γαμπρός και το άλογο κι όλη η πομπική ακολουθία πέρασαν στην απέναντι πλευρά. Πήραν τη νύφη και τον γαμπρό και τους πήγαν στην Εκκλησία του χωριού της νύφης, για να τους στεφανώσει ο Χριστός. Και τους στεφάνωσε με δόξα και τιμή.

   Μετά τα στέφανα ο Χριστός έφυγε. Είχε να πάει και σ’ άλλα χωριά που τον είχαν ανάγκη. Το νέο αντρόγυνο τράβηξε για το σπίτι της νύφης. Δεν πρόλαβαν καλά-καλά να μπουν στην αυλή του σπιτιού και αμολιέται ένα κατάμαυρο κακό σκυλί ίσα καταπάνω στον γαμπρό να τον κατασπαράξει και να τον θανατώσει. Τραβιέται ο γαμπρός προς τα πίσω για να προφυλαχτεί και να σωθεί, κοπανάει απάνω σ’ ένα γέρικο δέντρο, σωριάζεται το δέντρο, καταπλακώνει τον γαμπρό και τον σκοτώνει. Και η νύφη να κλαίει, να θρηνεί, να πιάνει μοιρολόι:

Άχου φουρτούνα στην καρδιά, άχου σεισμός στα φρένα

να πέσει ο ήλιος μου σβηστός, τ’ αστέρια ραϊσμένα!

  Και η μάνα να οδύρεται, την κλάψα ν’ αποσώνει:

Με ποιαν υπομονή να ζω, να μην εβγεί η ψυχή μου

αξάφνου μ’ έτοιο θάνατο να χάσω το παιδί μου;

  Τα γραμμένα δεν ξεγράφονται. Τα γραμμένα άγραφα δεν γένονται, ακόμα κι αν έχεις τον Χριστό κουμπάρο!

 •••••••••š›

     Να ’ταν άραγε γραμμένον, αγαπητοί αναγνώστες, όταν γεννηθήκαμε, εγώ να καταγράψω και να συντάξω το παρόν κείμενο.  Και σεις να το αναγνώσετε με συγκίνηση, ίσως και αγάπη ; Ποιος το ξέρει; Λόγια της Μοίρας που πρέπει όλοι να προσέχουμε, να τα τιμάμε και να τα σεβόμαστε!

   Μέρες Χριστουγέννων που είναι, χρειάζεται και μια ατμόσφαιρα μύθου, μιαν ατμόσφαιρα μεταφυσικού. Το μεταφυσικό στοιχείο πάντα μας μαγεύει κοντά στο φυσικό.

   Καλά Χριστούγεννα, Καλές Γιορτές, Καλή Χρονιά, μακριά από απανωτές αναποδιές κι απανωτά κακά. Οι Μοίρες να σας μοιράζουν όλα τα καλά τους. Να απολαμβάνετε τα αγαθά των κόπων σας και της αγαπημένης οικογένειάς σας, για να κρατιέστε και να διαπρέπετε, όσο γίνεται, στη ζωή.

Γραμμένον να ’ν στους ουρανούς χρόνους πολλούς να ζείτε,

χαρές πολλές να έχετε, παιδόγγονα να δείτε

 

----------------------

 

Η νυφιάτικη κουλούρα ήταν ειδική παραγγελιά για το παρόν κείμενο,

στο ΓΕΡΟΔΗΜΟΣ BAKERY, Στυλίδα

Βοήθησε και το ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΦΩΤΟ, που : Φωτογραφίζει και αθανατίζει

 

 

--------------------------

 

Βιβλιογραφία

P. Decharme : “Χρήσιμα Βιβλία”, Αθήναι 1959, σελ. 296

 

    

 

randomness