ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ Ι. ΜΕΤΑΞΑ - Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897 ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ
Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος
Καρπενήσι, 14 Αυγούστου 1897
Μετά τεταραγμένον ύπνον και ενοχλιτικώτατα όνειρα, εξύπνισα πολύ πρωί και νιφθείς εφρόντισα δια τα άλογα. Είχον αναπαυθή καλά, κατωρτώθη να ευρεθή και ολίγη κριθή και οι ιπποκόμοι επήγαν να τα ποτίσουν.
Η πρωινή θέα, εκ του κωνικού λοφίσκου του Καστριού, ήτο εξαίσια. Ανάμεσον της σκιεράς Οίτης και των ανωμάλων ράχεων της Όθρυος, ηνοίγετο η κοιλάς προς την θάλασσαν, όπου ευρυνόμενος ορίζων ερρόδιζεν εκ του πλησιάζοντος να ανατείλη ηλίου, δροσερά δε αύρα κατήρχητο μετά του ρεύματος του ποταμούεκ των παρά τον υψηλόν Τυμφρηστόν συνενουμένων ορέων, τα οποία εσκίαζεν η απερχομένη νυξ, οι αστέρες εξηφανίζοντο εις το φως της ημέρας και από καιρού εις καιρόν εκελάδουν τα πτηνά επί των περί ημάς σπανίων δένδρων.
Την 6.35’ εξεκινήσαμεν. Η οδός ηκολούθει δια της πεδιάδος και εσχημάτιζε πελωρίαν χορδήν εις το προς βορράν καμπυλούμενον τόξον της Όθρυος μεταξύ Μοχλούκας και Γιαννιτσούς. Ήτο ανώμαλος, εκ των ρευμάτων τα οποία κατά τας πλημμύρας σαρώνουν το χαμηλόν αυτής κατάστρωμα. Διήλθομεν το Μακρώσι, τροχάζοντες, και τέλος την 7.35’ εφθάσαμεν εις Βαρυμπόπην και επεζεύσαμεν εις την πλατείαν αυτής. Η μεγάλη κωμόπολις είχεν αφυπνισθή, και οι ολίγοι μένοντες κάτοικοι περιεφέροντο εις την πλατείαν.
Αφού επίομεν καφέ, ανεχωρίσαμεν την 7.45’ και, δια καλής οδού, ηκολουθήσαμεν τας υπωρείας της Όθρυος και 8.35’ εφθάσαμεν εις το 37ον από Λαμίας χιλιόμετρον, όπου ο Σακελλάρης κατέχει μικρόν χάνι μεταξύ των δένδρων. Εκείθεν δε εξηκολουθήσαμεν την πορείαν μας επί των τελευταίων κλιτύων της Όθρυος, κάτωθεν των οποίων ηνοίγετο ευρεία, ευρυτάτη η κοίτη του Σπερχειού, όστις όμως, μικρόν ρυάκιον την εποχήν ταύτην, διέτρεχε πάντα τα σημεία της κοίτης του δια μεγάλων καμπυλών, μεταπηδών από της μιας εις την άλλην όχθην.
Την 9.15’ διήλθομεν την θέσιν Κουκκιά, όπου η κοιλάς του Σπερχειούστενεύει, και την 9.45’ εφθάσαμεν εις το Χάνι Κίτσου, πλησίον του χωρίου Σκόρδα, το οποίον εκρύπτετο από τα όμματά μας όπισθεν καταφύτων ράχεων.
Επεζεύσαμεν λοιπόν και ανεμένομεν τον καφέ, θεωρούντες την γραφικήν ταύτην κοιλάδα του Σπερχειού, στενήν πλέον και πλήρη λόφων καταφύτων από πλατάνους και δρυς και βαθειών χαραδρών.
Την 10.5’ αναχωρήσαμεν, ακολουθούντες , επί της αριστεράς όχθης της στενής χαράδρας δι’ ης έρρεεν ο ποταμός τας καταφύτους κλιτύας της Όθρυος, καλήν οδόν εσπαρμένην δια πολλών χανίων, και διελθόντες την 10.20’ το 46ον χιλιόμετρον , εφθάσαμεν την 10.55’, μεταξύ 49ου και 50ου χιλιομέτρου, εις την καλήν επί του Σπερχειού γέφυραν.
Εκεί απεχαιρετήσαμεν τον γηραιόν ποταμόν της Φθιώτιδος και, ακολουθούντες την οδόν, εισεδύσαμεν εις την στενήν και απόκρημνον κοιλάδα του Καψιώτικου, διερχόμενοι κατά μήκος την αριστεράν αυτής κλιτύν, υπό πελώρια δένδρα, θαυμάζοντες το καταπράσινον δάσος, το οποίον καλύπτον τας απέναντι ράχεις, κατήρχετο μέχρι του βάθους, όπου έρρεε το μικρόν του Σπερχειού παραποτάμιον.
Διηυρύνετο όμως βαθμιδόν η μακρά χαράδρα, την οποίαν θα εθαυμάζαμεν περισσότερον εάν ο ήλιος δεν μας έλουεν διά κυμάτων όχι μόνον φωτός, αλλά και καλοκαιρινής θερμότητος, η οποία μας ηνάγκασε την 11.15’ να πεζεύσωμεν εις το Χάνι του Ποντικού, προς μεγάλην ανακούφισιν των κουρασμένων αλόγων, δια τα οποία εφρόντισα κατά πρώτον, και έπειτα δια τον από πολλού διαμαρτυρόμενον στόμαχόν μου.
Δεν επέπρωτο όμως να τον ικανοποιήσω καλά, και θα ηκολουθούμεν τους γαστρονομικούς κανόνας, δια των οποίων η Εκκλησία προετοιμάζει την εκδήλωσιν της προς την Παναγίαν λατρείας, εάν δεν ευρίσκετο ολίγον τυρί και δεν διέβαινεν εις δυστυχής γάιδαρος φορτωμένος σταφύλια και χειμωνικά.
Εφάγαμεν λοιπόν προχείρως και έπειτα εξηπλώθημεν εις τα έξωθεν του χανίου θρανία. Εκοιμήθην ελαφρά, ότε δε εξύπνησα μεγάλα λευκα νέφη εκυλίοντο προς Ανατολάς, φαινόμενα δια του ανοίγματος της κοιλάδος. Βεβαίως επρομηνύετο βροχή, το οποίον ήτο αρκετά δυσάρεστον.
Τας 2.55’ εξεκινήσαμεν και εις το 53ον χιλιόμετρον συνηντήσαμεν το Χάνι Πανίτσου, το οποίο εφαίνετο καλλίτερον εκείνου που εσταματήσαμεν. Διήλθομεν τροχάζοντες προ αυτού και εκείθεν ηρχίσαμεν ανερχόμενοι τας κλιτύας του αυχένος της Λάσπης. Η οδός είχεν ισχυράν κλίσιν και, δια πολλών ελιγμών, μας έφερεν εις το χωρίον Κάψη, εις το 59ον χιλιόμετρον, όπου εσταματήσαμεν την 4.20’ μ.μ. εις ένα χάνι, έξωθεν του οποίου το άτι του συνοδού χωροφύλακος, ερισθέν προ πολλού από της θέας της φορβάδος μου-καίτοι το είχομεν μακράν πάντοτε- μας έκαμε μεγάλας αταξίας και ολίγον έλειψε να ξεθυμάνη επί του εκτομία ίππου του Δούσμανη.
Ο ουρανός, προς ανατολάς, φαινόμενος δια του ανοίγματος των ορέων ήτο σκεπασμένος υπό σκοτεινών νεφών, η τρικυμία εμαίνετο, ωθούμενη βραδέως προς ημάς, ηκούετο μακράν η βροντή. Σιωπηλοί ανηρχόμεθα την ελικοειδή και ανωφερή αμαξιτήν, την αρκετά εφθαρμένην, δια πλείστων εφθαρμένων γεφυριδίων διερχόμενοι.
Η τρικυμία διηυθύνετο προς ημάς και η βροντή ηκούετο ευκρινεστέρα. Το τρίτον σχεδόν του ουρανού ήτο κατασκότεινον υπό των νεφών. Πολλάκις εστρεφόμην δια να βλέπω το θέαμα τούτο και να εξακριβώσω εάν επλησίαζε προς ημάς, δια το οποίον ανησύχουν. Η εκφραστική δ’ αυτή παντομίμα ηρέθιζε τα νεύρα του ευοργήτου, αλλ’ αξιαγαπήτου λοχαγου.
Αλλά τι θαυμασία φύσις! Από της Κάψης σχεδόν ήμεθα εντός πυκνού δάσους σκοτεινών ελάτων, καταπρασίνων καστανεών, μεγάλων κέδρων.
Ο προς την δύσιν του πλησιάζων ήλιος εφώτιζε πλαγίως και εχρωμάτιζε διαφοροτρόπως τα δένδρα και τας κορυφάς των βουνών, καθίστα δε σκοτεινότερον το μολυβδόχρουν χρώμα του συννεφίνου παραπετάσματος, το οποίον εκάλυπτε πέραν την κοιλάδα του Σπερχειού και εξηφανίζετο εις τα σκοτεινά βάθη του ανατολικού ορίζοντος.
Εις τον αυχένα της Λάσπης, καλούμενον Σταυρό, όθεν αρχίζει ημιονική οδός προς Κρίκελον κατευθυνομένη, εφθάσαμεν την 6ην μ.μ. Εκεί δε επεζεύσαμεν και κατήλθομεν πεζή διά μονοπατίου συντομεύοντος την οδόν, αφίσαντες τους χωροφύλακας να οδηγήσουν τους ίππους διά της αμαξιτής.
Και η κλιτύς την οποίαν κατηρχόμεθα ήτο πλήρης δένδρων, απέναντι δ’ αυτής εξετείνετο ετέρα, επίσης φυτευμένη, εις τους πρόποδας της οποίας εφαίνετο το χωρίον Λάσπη.
Η τρικυμία είχε κρυβή όπισθεν του αυχένος, ηκούομεν δ΄αυτήν βροντώσαν όπισθεν του εξ ορέων μεσοτοίχου, ανώ άνωθέν μας εξετείνετο ηλιόλουστος ουρανός. Εβαδίζαμεν ευχαρίστως διότι ήτο αρκετή δροσιά, ψύχος δύναμαι να είπω, και την 6.35’ εφθάσαμεν εις το χάνι Λάσπης, παρά το 79ον εκ Λαμίας χιλιόμετρον .
Την 6,53’μ.μ. ξεκινήσαμεν εκείθεν, διερχόμενοι επί θαυμασίας οδού, διά μέσου ωραιοτάτου δάσους πλατάνων και άλλων δένδρων, τα οποία πολλαπλώς εσκίαζον την οδόν, καλύπτοντα αυτήν διά πρασίνου θόλου. Έκθαμβοι εμείναμεν προ τοιαύτης αψίδος καλυπτούσης ξυλίνην γέφυραν, διά κυανού βαμμένην, πέραν της οποίας εξετείνετο ο θόλος, σκοτεινότερος.
Εύμορφοι δε χωρικαί διήρχοντο την οδόν, διευθυνόμεναι προς το χωρίον.
Διηνύομεν ούτω σιωπηλοί τα χιλιόμετρα, ενώ η νυξ μας κατελάμβανε, και βαθμηδόν το σκότος κατέστη βαθύ. Διήλθομεν τελευταίως το 77ον χιλιόμετρον, υπολογίζαμεν δε 78 μέχρι Καρπενησίου, και όμως το τελευταίον καθίστατο ατελείωτον. Δεν εγνωρίζομεν πλέον που ευρισκόμεθα. Επί κλιτύων πλησίον ημών, εν μέσω του βαθέος σκότους, εφαίνοντο ζωηρά τινα μεμονωμένα φώτα-ποιμένων ίσως. Τέλος διελθόντες καμπήν τινα, είδον αιφνιδίως προ ημών σωρείαν φώτων.
Ήτο το Καρπενήσι. Επεζεύσαμεν την 8.20’ μ.μ. εις το χάνι, όπου μάτην ανεμένομεν τον Ιατρίδην, φίλον του Δούσμανη. Ο λοχαγός του είχε παραγγείλει και ελογαριάζομεν επί της φιλοξενίας του. Αλλά δεν εφάνη. Ώστε ηναγκάσθημεν να φάγωμεν εντός της ακαθάρτου αιθούσης του χανίου επί ακαθάρτου τραπέζης ελεεινόν ζωμόν φακής, εληές, ντομάτες-κρύα, τέλος φαγητά.
Σημειώσεις - Μοχλούκα, προεπαναστατικός οικισμός του Δήμου Μακρακώμης.
Η σημερινή Μακρακώμη ονομαζόταν Βαρυμπόπη μέχρι το έτος 1916. Είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας πολίχνης των Αινιάνων: Μακρά Κώμη.
Το χωριό Λάσπη μετονομάσθηκε σε Άγιο Νικόλαο το έτος 1951.
Το Χάνι του Πανέτσου, το έτος 1884