Καρυά Φθιώτιδας, «το ελληνικό Μαουτχάουζεν»
Είναι ένας από τους λιγότερο γνωστούς τόπους της ναζιστικής θηριωδίας.
Η Καρυά Φθιώτιδας, τόπος καταναγκαστικών έργων της Βέρμαχτ.
Μια σπουδαία έκθεση σε Βερολίνο και Αθήνα ρίχνει φως.
Πηγή: dw.com
Κείμενα: Δήμητρα Κυρανούδη, Βερολίνο
Ανταποκρίτρια της Ελληνικής Σύνταξης της DW στο Βερολίνο.
«Ήταν κόλαση εκεί πέρα. Μόνο χτυπήματα, συνεχή χτυπήματα, και γρήγορη δουλειά… Οι πέτρες ήταν σαν λεπίδες» Σαμ Κοέν, 1922-2014
«Στον καθένα μας δόθηκε ένα άδειο κονσερβοκούτι για να τρώμε και ένα άλλο για να κατουράμε, γιατί δεν μας επιτρεπόταν να βγαίνουμε από τους στρατώνες τη νύχτα» Σαμ Ναχμίας, 1920-2016
Καρυά Φθιώτιδας, 1943. Ένα άγνωστο κεφάλαιο της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα γράφτηκε εκεί, ένα κεφάλαιο αποτρόπαιας καταγκαστικής εργασίας, που συνδέεται άρρηκτα και με τον αφανισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και το Ολοκαύτωμα. Εκεί η Βέρμαχτ, προσπαθώντας να διασφαλίσει διόδους ανεφοδιασμού, έστησε έναν από τους πιο φριχτούς τόπους μαρτυρίου στην Ελλάδα, που εξαφανίστηκε από τις σελίδες της ιστορίας και την μνήμη.
Στην Καρυά, περίπου 400 με 500 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης μεταφέρθηκαν και εξωθήθηκαν σε κάτεργα. Έσκαψαν κυριολεκτικά με τα χέρια τους ένα βουνό για να κατασκευάσουν μια σιδηροδρομική παρακαμπτήριο που θα διευκόλυνε τα ναζιστικά στρατεύματα. Πολλοί πέθαναν εκεί και όσοι επέζησαν, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών τον Αύγουστο του 1943, μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο θανάτου Άουσβιτς-Μπίρκεναου, περνώντας κατά τραγική ειρωνεία πάλι από τη Θεσσαλονίκη.
Την ιστορία της Καρυάς και των ανθρώπων που μαρτύρησαν εκεί φέρνει στο φως μια νέα ελληνογερμανική έκθεση με τίτλο «Καρυά 1943. Καταναγκαστική Εργασία και Ολοκαύτωμα», που παρουσιάζεται μέχρι τον Μάρτιο του 2025 στο Κέντρο Τεκμηρίωσης Ναζιστικής Καταναγκαστικής Εργασίας του Βερολίνου, το οποίο επίσης στεγάζεται σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας των ναζί που βρισκόταν γερμανική πρωτεύουσα.
Από τα μέσα Οκτωβρίου η έκθεση παρουσιάζεται και στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα, σε συνεργασία με το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδας. Μια σημαντική, εύληπτη και καλοδουλεμένη έκθεση, που φωτίζει σκοτεινές σελίδες της ευρωπαϊκής ιστορίας, έχοντας ως στόχο να προσελκύσει και νεότερο κοινό, μαθητές και φοιτητές.
Όλα ξεκίνησαν σε ένα παλαιοπωλείο
Η ιστορία της Καρυάς ήρθε στο φως μέσα από ένα φωτογραφικό άλμπουμ, το οποίο τυχαία ανακάλυψε σε μια αντικερί στο Μόναχο, ο Ανδρέας Ασσαέλ, μηχανικός και ερευνητής, γιος του επιζώντος του Ολοκαυτώματος Φρέντυ Ιωσήφ Ασσαέλ από τη Θεσσαλονίκη. Τον συναντήσαμε στα εγκαίνια της έκθεσης για την Καρυά στο Βερολίνο στις αρχές Σεπτεμβρίου. Μιλώντας στην DW ανέφερε: «Όλα ξεκίνησαν από το το 2002 με μια τυχαία ανακάλυψη σε ένα γερμανικό αντίκμαρκτ (παλαιοπωλείο). Βρήκα ένα άλμπουμ, το οποίο κατάλαβα ότι αφορούσε το χειρότερο εργοτάξιο της Ελλάδας επί γερμανικής κατοχής. Ήξερα ότι αυτό ήταν το χειρότερο παρόλο που γι αυτό το εργοτάξιο δεν έχει γραφτεί τίποτα πέρα από μισή σελίδα σε ένα βιβλίο, στο In memoriam».
Για τον Ανδρέα Ασσαέλ το λεύκωμα με τις 400 φωτογραφίες, 80 εκ των οποίων απεικόνιζαν Έλληνες Εβραίους στα καταναγκαστικά έργα της Καρυάς, ήταν ένα αίνιγμα, αν και οι φωτογραφίες από μόνες τους ήταν φρικιαστικές: κοκκαλιασμένα σώματα να σηκώνουν ογκόλιθους κι ένα ολόκληρο βουνό που έπρεπε να μετακινηθεί. Κάτω από τον ελληνικό ήλιο που φώτιζε τα πιο ειδεχθή εγκλήματα των ναζί.
Μετά από ανάλυση των φωτογραφιών που κράτησε χρόνια, κατάφερε να τις κατηγοριοποιήσει και να τις ταυτοποιήσει φτάνοντας όχι απλώς στην εταιρεία που είχε αναλάβει το έργο για λογαριασμό της Βέρμαχτ και στον Γερμανό αρχιμηχανικό αλλά και στον άγνωστο μέχρι τότε Γερμανό διοικητή της Καρυάς, τα ίχνη του οποίου, αλλά κυρίως τα εγκλήματα που διέπραξε στην Ελλάδα, είχαν εξαφανιστεί.«Η Καρυά ήταν το ελληνικό Μαουτχάουζεν» λέει χαρακτηριστικά στην DW ο Ανδρέας Ασσαέλ, εκφράζοντας ταυτόχρονα πικρία για το γεγονός ότι για χρόνια στην Ελλάδα υπήρχε άγνοια έως αδιαφορία για το σκοτεινό αυτό κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας. Ελπίδα του είναι η Καρυά να γίνει κάποια μέρα επίσημα «μαρτυρικός τόπος», μνημείο της ναζιστικής θηριωδίας στην Ελλάδα.
«Ο παππούς δεν μιλούσε ποτέ για την Καρυά»
Κομβικής σημασίας στην έρευνα του Ασσαέλ υπήρξε η μαρτυρία ενός επιζώντος, του Σαμ Ναχμία, τον οποίο ο Ασσαέλ συνάντησε το 2004.
Τότε μίλησε για πρώτη φορά στη ζωή του για την επίγεια κόλαση της Καρυάς, ένα βαθύ τραύμα που ποτέ δεν εκμυστηρεύθηκε στην ίδια του την οικογένεια. Στην εκδήλωση του Βερολίνου βρέθηκε ο εγγονός του Σαμ Ναχμία, Αλμπέρτος Σασών με την κόρη του και δισέγγονη του Ναχμία, Έρρικα Σασών.
«Σαν οικογένεια μάθαμε για την κράτηση του παππού Σαμ Ναχμία στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας της Καρυάς το 2004, όταν ο παππούς ήταν ήδη 84 ετών. Τότε ο Ανδρέας Ασσαέλ τον αναζήτησε για να του δείξει φωτογραφίες από το στρατόπεδο» λέει στην DW. Η εξιστόρηση του Ναχμία στον Ασσαέλ ήταν αναλυτική και ανατριχιαστική. Μετά από αυτή τη συνομιλία και παρά το ότι η οικογένειά του ζήτησε να μάθει περισσότερα, ο Σαμ Ναχμίας δεν είπε ποτέ ξανά τίποτα για την Καρυά μέχρι τον θάνατό του.
Για την νεαρή μαθήτρια Έρρικα Σασών η διατήρηση της μνήμης του παππού της αποτελεί χρέος: «Αισθάνομαι πολύ χαρούμενη που ο κόσμος επιτέλους θα μάθει για την Καρυά και τα καταναγκαστικά έργα. Πιστεύω ότι η γενιά μου, έχουμε την υποχρέωση να μιλάμε γι αυτά για να μην ξεχαστούν αλλά και για να μην επαναληφθεί ποτέ κάτι αντίστοιχο».
Κενά μνήμης και μεταπολεμικές σιωπές
Όπως αναφέρει στην DW ο ιστορικός Αλέξης Ντετοράκης εκ των επιμελητών της έκθεσης: « Η Καρυά, όπως και οι άλλες τοποθεσίες με στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας Εβραίων εντός Ελλάδος είναι άγνωστες. Παρέμειναν άγνωστες μεταπολεμικά εν μέρει γιατί οι επιζώντες ήταν ελάχιστοι και βέβαια γιατί η εμπειρία του εκτοπισμού στο Άουβιτς και το γεγονός της εξόντωσης και της μαζικής δολοφονίας του πληθυσμού κατά κάποιο τρόπο επισκίασε την καταγκαστική εργασία εντός Ελλάδας». Όπως σημειώνει, πρόκειται για μια άγνωστη ιστορία σε πολλά επίπεδα «άγνωστη σε τοπικό επίπεδο, άγνωστη γενικά στη συλλογική μνήμη της χώρας αλλά άγνωστη και εντός της μνήμης της εβραϊκής κοινότητας της Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης».
Για ένα υποτιμημένο κεφάλαιο των ναζιστικών εγκλημάτων και της κατοχής κάνει λόγο και ο Ιάσονας Χανδρινός, ιστορικός και επίσης εκ των υπεύθυνων της έκθεσης.
«Η έρευνα για το εργοτάξιο της Καρυάς φωτίζει ένα από τα δεκάδες χιλιάδες σημεία, όπου διαπράχθηκαν ναζιστικά εγκλήματα την περίοδο του πολέμου. Σίγουρα δεν είναι κάποιο μοναδικό σημείο στον χάρτη του Εθνικοσοσιαλισμού και του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι όμως παραδειγματικό για την Ελλάδα και αφορά μια εμπειρία που είναι αρκετά ξεχασμένη, για να μην πω υπομελετημένη και τελείως αγνοημένη στην Ελλάδα, αυτή της εβραϊκής καταναγκαστικής εργασίας. Θα έλεγα ότι είναι μια υποσημείωση του Ολοκαυτώματος που αξίζει και να μελετάται και να κοινοποιείται σε όσο το δυνατόν πιο ευρύ κοινό».
Όπως παρατηρεί, και στη Γερμανία μεταπολεμικά τα ναζιστικά εγκλήματα που διαπράχθησαν στην Ελλάδα ήταν άγνωστα. Τουλάχιστον στις πρώτες γενιές, όπως αναφέρει στην DW, ήταν οι «σιωπές» που κυριάρχησαν και η άρνηση της αναμέτρησης με το ναζιστικό παρελθόν, γιατί η κληρονομιά του πολέμου ήταν «δυσβάσταχτη». Αλλά και «η έλλειψη διάθεσης να εξακριβωθούν τα εγκλήματα και οι θύτες». Όπως σημειώνει, από τις 350 περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα, για τις οποίες σχηματίστηκαν δικογραφίες, καμία ποτέ δεν έφτασε στο δικαστήριο. Για τον Ιάσονα Χανδρινό, αντίστοιχες έρευνες που διαλευκάνουν τα εγκλήματα του ναζισμού, που ασχολούνται με την γενοκτονία των Εβραίων έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα σήμερα; «Πρέπει διαρκώς να επανερχόμαστε σε αυτά τα θέματα αρκεί, κατά τη γνώμη μου, να συμπληρώνονται με παραπομπές στα συλλογικά αντανακλαστικά που χρειαζόμαστε σήμερα, όπως η υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών, η συλλογική διεκδίκηση, ο αντιφασισμός, η αλληλεγγύη στα θύματα, αξίες δηλαδή που υποχωρούν στην εποχή μας και πρέπει οπωσδήποτε να τονώσουμε».
Η Έκθεση «Καρυά 1943. Καταναγκαστική Εργασία και Ολοκαύτωμα» είναι αποτέλεσμα έρευνας και συνεργασίας του Κέντρου Τεκμηρίωσης Ναζιστικής Καταναγκαστικής Εργασίας που υπάγεται στην Τοπογραφία του Τρόμου στο Βερολίνο σε συνεργασία με το Ίδρυμα Μνήμης Δολοφονημένων Εβραίων της Ευρώπης και του Ευρωπαϊκού Μουσείου Ελλάδας. Συμμετέχουν επιστημονικά το Πανεπιστήμιο του Οσναμπρούκ και το ΑΠΘ.
Το έργο τελεί υπό την αιγίδα της Ελληνίδας υπ. Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη και της Γερμανίδας υφυπουργού Πολιτισμού Κλαούντια Ροτ.