Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Νίκος Καββαδίας: Στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα

Ούτε ουραγός ούτε μιμητής

Βιάστηκε να πεθάνει ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975). Έγραψε και λίγο: τρεις συλλογές ποιημάτων («Μαραμπού» 1933, «Πούσι» 1947 και το μεταθανάτιο «Τραβέρσο» 1975), ένα μόλις μυθιστόρημα («Βάρδια» 1954). Απουσίαζε και μεγάλα διαστήματα λόγω… ναύλου από το λογοτεχνικό «παζάρι» της Αθήνας. Δεν είχαν προχωρήσει τότε και οι… δημόσιες σχέσεις: έβγαζες ένα βιβλίο και το ’στελνες σε μερικούς επώνυμους, και σε περισσότερο γνωστούς και φίλους, δωρεάν. Από κει και πέρα, η τύχη ή το εκρηκτικό ταλέντο ή η πρωτοτυπία έκαναν τα υπόλοιπα.

 

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.12.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Καββαδίας στάθηκε «τυχερός»: με τον τίτλο της πρώτης συλλογής του «Μαραμπού» (που έγινε και το λογοτεχνικό… παρατσούκλι του), αλλά και με το αποπνέον μυρωδιές κατραμιού, θάλασσας και εξωτικής «αμαρτίας» περιεχόμενο, χτύπησε διάνα επάνω στη φλέβα του πνεύματος φυγής από τον ασφυκτικό κλοιό της Ελλάδας, της Ψωροκώσταινας του Μεσοπολέμου, φλέβα που είχαν διατηρήσει ποιητικά ο αδιέξοδος και αυτοκτόνος Καρυωτάκης και, σ’ ένα άλλο επίπεδο, ο «Ευρωπαίος» και κοσμοπολίτης Κώστας Ουράνης. Το 1933, ανάμεσα στις πρώτες εμφανίσεις του Γιώργου Σεφέρη («Στροφή» 1931) και του Γιάννη Ρίτσου («Τρακτέρ» 1934), το ομώνυμο «δίδυμο» Καββαδίας – Μαραμπού γίνεται αστραπιαία γνωστό τουλάχιστον στους «κύκλους», διότι τότε οι λογοτέχνες είχαν «στέκια», συναντιόνταν σχεδόν καθημερινά και η ακαριαία επιτυχία οφείλεται και στην προσωπικότητα του Ν. Κ., ιδιαίτερα όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τα πρώτα υπερωκεάνεια ταξίδια του.

 

 

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.3.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Με την κριτική δεν τα πήγε καθόλου καλά: αυτό ακριβώς που στάθηκε η αιτία της, ευτυχισμένης γενικά, μελοποίησης των στίχων του και της σημερινής απήχησης των τραγουδιών που γεννήθηκαν απ’ αυτούς ιδιαίτερα στη νεολαία, δηλαδή η μουσικότητά τους, το ταιριαστό πάντρεμα παραδοσιακής λυρικής μορφής και εξωτικού περιεχομένου, κρίθηκε το ’33, παραμονές της εισβολής στην Αθήνα του Συρρεαλισμού (Εμπειρίκος ’35), σαν «ξεπερασμένο πράγμα», άσχετο με το μοντερνισμό που μας κατέκλυε εκ Δύσεως. Εύκολα, λοιπόν, οι κριτικοί υποτίμησαν τον Καββαδία, που τον κατέταξαν στους ήσσονες ουραγούς των… προηγηθέντων «φυγολάγνων».

 

 

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.3.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Έτσι ο Κ. Θ. Δημαράς τον «ξεπετάει» με τα εξής: «Ο Ν. Κ. με τη συλλογή Μαραμπού έφερε απλώς μια επίταση της γραμμής την οποία είχε χαράξει ο Κώστας Ουράνης: η ποίηση της νοσταλγίας και του μακρινού λιμανιού· ας προστεθεί σ’ αυτή και μία δόση καρυωτακισμού»! (Γιατί όχι και μια φτυαριά χώμα για οριστικό θάψιμο; ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω με όλον τον προσήκοντα σεβασμό…) Ο Λίνος Πολίτης τού αναγνωρίζει τουλάχιστον «κάτι» (όπως και στον εξίσου σημαντικό Αλέξανδρο Μπάρα, που έφυγε, περίπου άκλαυστος, πριν από λίγες μέρες, άλλος μουσικότατος ποιητής βοσποριανής αυθεντικότητας μοναδικής, με φωνές υπέροχες…): «στα χρόνια γύρω στα 1935, ποιητές όπως ο Ν. Κ. ή ο Αλ. Μπ., συνεχίζοντας ουσιαστικά τη γραμμή Ουράνη και Καρυωτάκη και συνδυάζοντας (ιδίως ο δεύτερος) εμπειρίες από τον Καβάφη, πλουτίζουν την ποίησή μας με κάποια νεότερη προσωπική προσφορά».

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κορυφαίος μαρξιστής κριτικός Μάρκος Αυγέρης ούτε καν αναφέρει, έστω σαν όνομα, τον… προλετάριο ναυτεργάτη (ασυρματιστή) ποιητή Καββαδία, στην Εισαγωγή του στη «Νεοελληνική Ποίηση Ανθολογημένη» (Τόμος δ’ – Νέοι Χρόνοι), ενώ ο Μάριο Βίττι, στη «Γενιά του Τριάντα», θέλει τη «σημερινή αισθητική αποτίμηση» του Ν. Κ. και του Μπάρα «λιγότερο γενναιόδωρη από την προτίμηση που διατυπώθηκε τη στιγμή του πρώτου ξαφνιάσματος». […] Τέλος, ο άτυχος «Κόλιας» έτσι τον φώναζαν οι οικείοι— δεν ανθολογείται στην ωστόσο επαρκέστατη, οκτάτομη «Μεταπολεμική Πεζογραφία» (εκδ. Σοκόλη), για τη μοναδική «Βάρδια» του, ενώ ο Αλέξ. Αργυρίου δεν μνημονεύει ούτε καν την έκδοσή της μαζί με τ’ άλλα πεζογραφήματα του έτους 1954. Μαθαίνουμε μόνο πως το βιβλίο δεν πήρε το ’55 το «Έπαθλο Ουράνη», αποκλείστηκε μάλιστα από τις ψηφοφορίες ο Ν. Κ., διότι θεωρήθηκε… «παλιός»! […] Βέβαια ο Καββαδίας είχε προσυπογράψει τη διαμαρτυρία των Σικελιανού, Θεοτοκά, Δημαρά, Μελαχροινού, Φτέρη κ.ά. (15.6.1946) για τα «έκτακτα μέτρα» της Δεξιάς, που σήμαναν την έναρξη του εμφυλίου β’, και το ’48 δεν είχε προσχωρήσει στην «Εθνική Εταιρεία» του Μυριβήλη. Αυτά πλήρωνε…

 

Φλυάρησα; Για να πω πόσο βρίσκω πως ο Καββαδίας αδικήθηκε. Μπορεί να επηρεάστηκε από μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά δεν υπήρξε ούτε ουραγός ούτε μιμητής. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η ποίησή του είναι βαθύτατα και ιδιότυπα μουσικότατη και πρωτοποριακά υπαρξιακή· η πεζογραφία του πάλι, κοινωνικά αιχμηρότατη και πάλι πρωτοποριακά τολμηρά ρεαλιστική. Ευτυχώς, αυτά τα στοιχεία έχουν αναστήσει τον εύκολα «θαμμένο» Κ. στα χρόνια μας, και πολύ χάρηκα που ο καλός οίκος «Άγρα» κυκλοφορεί τα «Άπαντά» του, αρχίζοντας από τη συλλογή «Πούσι» (με προμετωπίδα ένα πολύχρωμο μικρό αριστούργημα του Τσαρούχη) και το μυθιστόρημα «Βάρδια». […]

 

Τα βιβλία να τ’ αγοράσετε. Στο «Πούσι», συλλογή-κλειδί, ανάμεσα στο «Μαραμπού» και το στερνό «Τραβέρσο», θα βρείτε όλα τα ποιήματα που ’χετε ακούσει από τον Θάνο Μικρούτσικο, τη Μαρίζα Κωχ, τον Κώστα Καράλη κ.ά. […] Τραγούδια-συνόψεις μικρών τραγουδιών, όπως αυτή η «Εσμεράλδα», αφιερωμένη στον Σεφέρη, που τελειώνει με αυτό το τετράστιχο:

«Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν  και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές  στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα  που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές».

 

Η «Βάρδια», μυθιστόρημα – ποίημα – απομνημόνευμα, είναι η καθημερινότητα του μάταιου ταξιδιού ελληνικού σαπιοκάραβου στην άγρια θάλασσα της Κίνας. Κουβαλάει οπλισμό για τους «εθνικιστές», το 1949. Θα βρει το λιμάνι προορισμού βομβαρδισμένο κι εγκαταλειμμένο. Θα ανοιχτεί ξανά στη θάλασσα… Τις ατελείωτες ώρες της βάρδιας καπετάνιος, θερμαστής, ασυρματιστής (ιδίως ο τελευταίος, που λέγεται και Νίκος, είναι ασφαλώς ο ίδιος ο Κ.) αφηγούνται πιθανές και απίθανες ιστορίες, ανέκδοτα αστεία ή φρικιαστικά, τα περισσότερα τυλιγμένα στον ερωτισμό των ναυτικών και των λιμανιών, στις φαντασιώσεις και τα πάθια και παθήματά τους. Το κυριότερο στη «Βάρδια» —το παρατηρεί και ο Σωνιέ, που ασφαλώς θα βασανίστηκε για να τον μεταφράσει (σ.σ. το μυθιστόρημα του Καββαδία, μεταφρασμένο στη γαλλική, κυκλοφόρησε το 1989)— είναι ο λόγος του Κ. Σ’ αυτόν τον «μιλητό», τον καθημερινό, τον βαπορίσιο λόγο εδράζεται η ιδιαιτερότητα του βιβλίου. Και σ’ ένα άλλο στοιχείο: στις διαρκείς εξομολογήσεις του ασυρματιστή-συγγραφέα, που κομμάτι κομμάτι αφήνουν να εννοηθεί η ύπαρξη μιας «τεράστιας ενοχής» —λέει ο Σωνιέ— ανυπόφορης, ανομολόγητης, που είναι ίσως και το «ψυχαναλυτικό μυστικό» του Κ. Ας μη μπούμε, όμως, σε σκολιές ατραπούς (σ.σ. σκολιά οδός ή ατραπός είναι η δύσκολη πορεία, που απαιτεί προσπάθεια και κόπο). Διαβάστε το βιβλίο!

*Κείμενο του διακεκριμένου δημοσιογράφου, λογοτεχνικού κριτικού και μεταφραστή Κώστα Σταματίου (1929-1991), που έφερε τον τίτλο «Η θάλασσα ως τόπος εργασίας και τρόπος φυγής…» και είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» στις 15 Μαρτίου 1990.

 

Ο Κώστας Σταματίου

Ο κεφαλλονίτικης καταγωγής Νίκος Καββαδίας, ναυτικός, ποιητής και πεζογράφος, γεννήθηκε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας το 1910 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1975.

 

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.12.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

 ΠΗΓΗ ΙΝ GR

 
Ειδήσεις Σήμερα:

    

 

randomness