Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Ο Προβατάρης, ο Σατανάς και ο Χριστός

Γράφει ο Δημήτρης Καραθεοδώρου

 

 

Στα παλιά τα χρόνια, στα χρόνια των παραμυθιών ήταν στα δικά μας χώματα ένας προβατάρης που είχε ένα κοπάδι πρόβατα σε μια στάνη, κι εκεί κοντά σ’ αυτήν ένα μικρό καλύβι για τον εαυτό του. Αγαπούσε πολύ τα ζωντανά του και πάσχιζε να τα περιποιείται, να τα νοιάζεται και να τα φροντίζει απλόχερα νύχτα - μέρα. Να τα βόσκει, να τα ταΐζει, να τα ποτίζει, να τα αρμέγει, να τα οδηγεί στον σκάρο και στον στάλο, να καθαρίζει τον οβορό δηλ. τον βορβορότοπο της στάνης σαν νέος Ηρακλής που καθάρισε την κόπρο τού Αυγεία, να τα σιγονανουρίζει με τη φλογέρα του σ’ ένα μουσικο - μυστικό αίσθημα, πλημμυρισμένο ολόγυρα, και εν τέλει να τα βλέπει χαρούμενα να ησυχάζουν, να κλείνουν τα ματάκια τους και να καταλαγιάζουν.


   Μπελαλήδικη, σκληρή και βασανιστική η εκτροφή, η νομή και η συντήρηση των προβάτων, γι’ αυτό και ο προβατάρης, επειδή ήταν νέος άντρας, δότομος, δηλ. σε ηλικία τής παντρειάς, είπε να λάβει γυναίκα, να νοικοκυρευτεί, να κάνει οικογένεια και να έχει ένα χέρι βοηθείας στην κουραστική δουλειά του.
   Κούνια που τον κούναγε... Κακή η τύχη, κακή και η παντρειά. Η γυναίκα τού προβατάρη ήταν κακότροπη, στριμμένη, ανάποδη και ξινή. Παλαβή για τα σίδερα. Δεν έκανε ούτε μια φορά αυτό που της έλεγε ο άντρας της, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Πνεύμα αντιλογίας, αγύριστο κεφάλι, κουνημένη στο μυαλό. Ήταν δαιμονισμένη!
   Μια μέρα είπε ο προβατάρης στη γυναίκα του: “Γυναίκα, κοίτα μην πας και κάτσεις πάνω στο στόμα τού πηγαδιού, εκεί όπου βγάζουμε νερό και ποτίζουμε τα ζωντανά μας, γιατί τα σανίδια του έχουν σαπίσει, και μπορεί να πέσεις μέσα στο πηγάδι και να πνιγείς. Σου το λέω, σε ικετεύω να μην πας”.
   Η γυναίκα έκανε, όπως πάντα, ακριβώς το αντίθετο. Πήγε κι έκατσε πάνω στο σκέπαστρο του πηγαδιού. Τα σαπισμένα σανίδια σπάσανε, υποχώρησαν. Και η γυναίκα βγάζοντας κραυγή μεγάλη, έπεσε μέσα στο πηγάδι.


   Ο προβατάρης άκουσε την κραυγή της κι έτρεξε στο πηγάδι.  Και τι να δει; Η γυναίκα του είχε βρει τον Σατανά, τον διάολο που τόσον καιρό την βασάνιζε. Η γυναίκα είχε πέσει πάνω στο κεφάλι τού Σατανά και τον κρατούσε από τα κέρατα. Ο προβατάρης φώναξε: “Γυναίκα, κράτα τον γερά, να μη σου φύγει. Άκουσέ με και μένα μια φορά. Άκουσέ με, θα πνιγείς”. Εκείνη έκανε το δικό της. Άφησε τον Σατανά και πνίγηκε στον πάτο τού πηγαδιού. Ο Σατανάς αναρριχήθηκε στα τοιχώματα του πηγαδιού και βγαίνοντας απάνω είπε στον προβατάρη που είχε μπλέξει άσχημα μ’ αυτά τα διαβολικά γεγονότα και καμώματα: “Άνθρωπε, θα γίνεις πλούσιος, γιατί με έσωσες. Θα μπω στο σώμα τής κόρης τού βασιλιά και θα την σφίγγω. Θα έχει πόνο αβάσταχτο. Θα έρθουν γιατροί από παντού αλλά δεν θα κάνουν τίποτα. Θα γίνουν θύματα του βασιλιά. Θα έρθεις κι εσύ και θα ξαπλώσεις πάνω στην κοιλιά της. Θα μου πεις να βγω και μόλις ακούσω το σύνθημά σου, θα βγω από την κοιλιά της και ο βασιλιάς θα σε χρυσώσει”.
   Ο προβατάρης θέλοντας και μη συμφώνησε. Ο Σατανάς έφυγε και μπήκε στην κοιλιά τής βασιλοπούλας. Όλα έγιναν, όπως τα είχε προβλέψει ο παγκάκιστος. Δυο μέρες πέρασαν και η αυλή τού βασιλιά είχε γεμίσει κεφάλια γιατρών και αίμα. Ήρθε, λοιπόν, και ο προβατάρης. Οι φρουροί τού παλατιού δεν τον άφηναν να μπει. Ο βασιλιάς άκουσε τη φασαρία και διέταξε τον προβατάρη να δει αμέσως την άρρωστη κόρη του. Εκείνος τής έβγαλε τα ρούχα, ξάπλωσε πάνω της, στην κοιλιά της, και ψιθύρισε: “Ήρθα, βγες, άκου το σύνθημα: Βγες, Σεϊτάνη, βγες, / σου μιλάει ο προβατάρης˙/ και αν δεν βγεις από την κόρη, / θα σε βγάλουν οι μαστόροι”.


   Η βασιλοπούλα σταμάτησε τα βογγητά και μέχρι το βράδυ είχε συνέλθει. Ο βασιλιάς ήθελε τον σωτήρα τής κόρης του να τον χρυσώσει. Ο προβατάρης δεν δέχθηκε να πάρει τίποτα. Του αρκούσε που γλύτωσε απ’ αυτά τα διαβολικά γεγονότα και καμώματα.
   Ο δύστυχος δεν ήξερε... Σε κάμποσες μέρες τον επισκέφτηκε ο Σατανάς και πάλι και του είπε: “Θα ξαναμπώ στο σώμα τής βασιλοπούλας, αλλά αυτή τη φορά δεν θα βγαίνω. Κι ο βασιλιάς θα σε αποκεφαλίσει”. Αυτά είπε ο Σατανάς κι έφυγε. Ο προβατάρης τρομοκρατήθηκε κι έπεσε του θανατά. Άρχισε τις μετάνοιες και τις προσευχές. Και ενώ έλεγε και ξανάλεγε “Χριστέ μου, σώσε με”, άκουσε στο καλύβι του να του χτυπάν την πόρτα.
   Ήταν το γεροντάκι τής διπλανής στάνης, ο μπαρμπα-Χρήστος. Του είχε φέρει μπόλικη χορτόπιτα νηστίσιμη και λαχανοντολμάδες, ότι ήταν η νηστεία των Χριστουγέννων και έπρεπε να φάνε κάτι λαδερό για να στυλωθούν και να νταγιαντίσουν στις δύσκολες μέρες που ακολουθούν, ώς τα Χριστούγεννα.
   Τον ευχαρίστησε ο προβατάρης τον μπαρμπα-Χρήστο αλλά του είπε ότι δεν πάει τίποτα κάτω. Είναι πολύ στενοχωρημένος, καλύτερα να πεθάνει. Το γεροντάκι τον ρώτησε τι έχει; Κι εκείνος του είπε το και το. Το γεροντάκι τον πήρε στην αγκαλιά του και του μίλησε μ’ αυτά τα λόγια: “Βαρύ το πάθημά σου. Μόνο ο Χριστός νικάει τον Σατανά. Και ο Χριστός που σε λίγες μέρες γεννιέται για τη σωτηρία και την αγάπη τού κόσμου θα σε βοηθήσει. Όταν δεν θα ξέρεις τι να κάνεις, πες: “Χριστέ μου, τι να κάνω;” Κι ο Χριστός θα σε βοηθήσει. Θα ακούσεις τη φωνή του να σε οδηγεί. Εμάς τους τσοπαναραίους μάς προστατεύει και μας αγαπά ο Χριστός. Κι εσένα, παλικάρι μου, θα σε προστατέψει ο Χριστός. Γιατί είσαι καλός και τίμιος και αγαπάς τα ζωντανά του. Η μοίρα επιφυλάσσει πολλά σε όλους μας. Όποιος μπλέκει με το κακό, ξεμπλέκει μόνο αν χυθεί αίμα ή αν έχει τον Χριστό βοηθό. Άκου μια ιστορία που την άκουσα κι εγώ απ’ τους παππούδες μου για να γαληνέψει και να γλυκάνει η ψυχή σου στο μαρτύριο που περνάς: Όταν γεννήθηκε ο Χριστός, η Παναγία και ο Ιωσήφ κοιτάγαν πώς να ζεστάνουν το μωρό παιδί. Χρειάζονταν λίγη φωτιά μα πού να την γυρέψουν. Κάπου μακριά σε μια στάνη βλέπει ο Ιωσήφ μια φωτιά. Κινάει και πάει για τη φωτιά. Είχε κοντοζυγώσει στη στάνη αλλά δυο μεγάλα σκυλιά ορμήξαν καταπάνω του. Το ένα τον άρπαξε από τον λαιμό, το άλλο από τα πόδια κι έλεγες από τη λύσσα  τους δεν θα γλυτώσει και θα τον κομματιάσουν. Ο Ιωσήφ τα χάιδεψε λίγο κι εκείνα άρχισαν τα σκέρτσα και τα παιχνίδια τους. Τράβηξε για τη στάνη και για τη φωτιά. Ο τσοπάνος που τα είχε όλα δει με τα σκυλιά, πιάνει την γκλίτσα του και την σβουρίζει με δύναμη ίσα καταπάνω στον Ιωσήφ. Η γκλίτσα όμως αλλαξοδρόμησε και δεν τον χτύπησε. Μονάχα ένα αεράκι τον χτύπησε και συνέχισε τον δρόμο του για τη στάνη. Ο δρόμος όμως έκλεισε. Ένα μεγάλο κοπάδι πρόβατα μπήκε μπροστά του. Πάτησε πάνω τους και προχώρησε. Εκείνα στεκόνταν, χωρίς να προγκάνε.


   Σε λίγο έφτασε ο Ιωσήφ κοντά στον τσοπάνο με την φωτιά. Τον χαιρέτησε και του ’πε: “Καλέ μου άνθρωπε, δώσ’ μου λίγη φωτιά που την χρειαζόμαστε”. Η φωτιά ήταν χωνεμένη, κόκκινα κάρβουνα όλη, χωρίς δαυλιά. Ο τσοπάνος που ήταν πονηρός τού είπε γελώντας: “Να, πάρε όση θες. Μέρος να σου βάλω, εγώ δεν έχω. Πάρε, με τα χέρια σου, αν μπορείς, και άντε στο καλό”. Ο Ιωσήφ έσκυψε στη φωτιά, πήρε στα χέρια του κάμποσα καρβουνάκια, τ’ άπλωσε πάνω στα ρούχα του και κίνησε να φύγει.
Σ’ ευχαριστώ άνθρωπέ μου, και να ’σαι καλά και συ και τα ζωντανά σου.
Ποιος είσαι ξένε; Τι είναι αυτά που βλέπω; Τα σκυλιά μου ορμάν απάνω σου και δεν σε κατασπαράζουν, σου σβουρίζω την γκλίτσα μου και δεν σε πετυχαίνει, πατάς απάνω στα πρόβατα και δεν προγκάνε, πιάνεις τη φωτιά με τα χέρια σου, την απλώνεις στα ρούχα σου και δεν σε καίει, ποιος είσαι λοιπόν; Πες μου.
Έλα μαζί μου και θα δεις.
   Πάνε στη σπηλιά και ο τσοπάνος βλέπει την Παναγία με τον Χριστό πάνω στο αχυρένιο στρωματάκι του να τουρτουρίζει από το κρύο. Βγάζει από πάνω του την προβιά που φορούσε και την απλώνει γύρω από το παιδί, μήπως και ζεσταθεί λιγάκι.
   Και τότε ανοίγουν οι ουρανοί και τ’ άλλα του μάτια. Τα μάτια τής ψυχής του. Και βλέπει τους αγγέλους να ανεβοκατεβαίνουν στους ουρανούς και να φέρνουν τη χαρούμενη είδηση “Χριστός γεννήθηκε και θα σώσει τον κόσμο!”


   Ο πρώτος άνθρωπος, αγαπητό μου παιδί, που είδε τον Χριστό, ήταν τσοπάνος. Του ’δωσε την προβιά του και τη φωτιά του για να ζεσταθεί. Γι’ αυτό ίσαμε τώρα όλοι οι τσοπαναραίοι είναι ευλογημένοι από τον Χριστό, μ’ όλο το βιος τους και τα κοπάδια τους”. 
   Όμορφη η λαϊκή ιστορία τού μπαρμπα-Χρήστου αλάφρωσε την καρδιά τού προβατάρη. Γαλήνεψε και γλύκανε η ταραχή του και πίστεψε ότι με τον Χριστό βοήθεια θα νικήσει τον Σατανά.
   Και βλέποντας το γεροντάκι την καλή διάθεση του νεαρού βοσκού τού είπε: Άκου ακόμα και μια πολύ μικρή ιστορία που θα σε κάνει πολύ δυνατό και χαρούμενο: “Την παραμονή τα Χριστούγεννα ο Χριστός δεν πάει στα σπίτια, γυρνά μέσα σε στάβλους, στάνες και μαντριά και μιλά με τα βόδια και τα πρόβατα. Τη βραδιά που γεννήθηκε τον κυνηγούσαν οι στρατιώτες τού Ηρώδη, από ακούσματα που είχαν από τους Μάγους τής Ανατολής, να τον σφάξουν. Η αγιότη του για να γλυτώσει το μαχαίρι πήγε και εχώθηκε μέσα σ’ ένα στάβλο που ’χανε για τα βόδια˙ όση ώρα έκατσε κειδά κρυμμένος ζεσταινόντανε από την αναπνοή των βοδιών, που ανακατέψανε το φαΐ τους και τον κρύψανε, για να μην τον βρουν οι στρατιώτες τού Ηρώδη. Από κει έφυγε και πήγε σε μια στάνη, κι εκρύφτηκε κάτω απ’ την ουρά ενός αρνιού. Το πρόβατο μόλις ένιωσε πως είναι ο Χριστός εκατέβασε την ουρά του και τον έκρυψε.
Ε πρόβατο, του λεν του Ηρώδη οι σφαγείς, μπας και πέρασε από δω ο Χριστός;
Ίσια  κάτω πέρασε τώρα και πάει.
   Γι’ αυτό βλέπεις, παλικάρι μου, τα πρόβατα κι έχουν πλατιά ουρά και γερμένη όλη κάτω. Σαν το αγαπημένο κριάρι τού Κύκλωπα που έκρυψε τον πολύτροπο Οδυσσέα.
   Από εκείνη τη βραδιά, κάθε χρόνο την παραμονή τα Χριστούγεννα, ο Χριστός κάνει τη βόλτα του στα ζωντανά του κι αφήνει τα σπίτια”.
   Αυτά είπε το γεροντάκι, ο μπαρμπα-Χρήστος, ασπάστηκε τον προβατάρη, τον καληνύχτισε κι έφυγε για το δικό του το καλύβι και τον δικό του τον καημό.
   Ο προβατάρης άκουγε και ξανάκουγε μέσα του τη δεύτερη λαϊκή ιστορία - ωραία κι αυτή - και με το μυαλό του πολέμαγε να την ερμηνεύσει. Γαλήνευε η ψυχή του και γλύκαινε η ταραχή του, δυνάμωνε η πίστη του ότι με τον Χριστό βοηθό θα νικήσει τον Σατανά.
Κι έφτασε η παραμονή των Χριστουγέννων. Πολύ πρωί ο βασιλιάς διέταξε τον προβατάρη να παρουσιαστεί στο παλάτι. Η κόρη του είχε αρρωστήσει ξανά. Και πίστευε πως αυτός μοναχά, ο προβατάρης, θα μπορούσε να την κάνει καλά.


   Ο προβατάρης πήγε στο παλάτι αλλά αρνήθηκε να δει την άρρωστη βασιλοπούλα. Θες η ευθύνη, θες η αγωνία, θες τι αποτέλεσμα θα έχει, του προκάλεσαν έναν δισταγμό. Δεν ήταν όμως στο χέρι του να κάνει ό,τι θέλει. Έτσι πήγε στην άρρωστη βασιλοπούλα που παιδευόταν και πάλι και σφάδαξε από τον πόνο τού Σατανά. Τον παρακάλεσε να βγει έξω από το σώμα τής βασιλοπούλας. Εκείνος όμως διάολος ασάλευτος. Δεν έβγαινε έξω, δεν έκανε τίποτα. Τότε θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει το γεροντάκι και είπε: “Χριστέ μου, τι να κάνω;” Και αμέσως άκουσε μέσα του μια φωνή τού Χριστού να τον οδηγάει: “Πες στον βασιλιά, το βραδάκι να καλέσει όλους τους οργανοπαίχτες τού βασιλείου του να ’ρθούν στο παλάτι, γιατί αλλιώς η κόρη του θα πεθάνει”.
   Ο προβατάρης έκανε, όπως του είπε ο Χριστός. Ζήτησε από τον βασιλιά να ’ρθούν στο παλάτι όλοι οι οργανοπαίχτες. Το βραδάκι όλοι οι οργανοπαίχτες ήταν στο παλάτι τού βασιλιά. Τότε ο προβατάρης είπε: “Χριστέ μου, τι να κάνω;” Η φωνή τού Χριστού βγήκε από το στόμα τού προβατάρη και είπε: “Πιάστε κάτι απαλό, όχι ευχάριστο, κάτι σαν πένθιμο, ας πούμε”. Ο Σατανάς ρώτησε τι είναι αυτή η μουσική, η βουή. Κι ο προβατάρης απάντησε και πάλι με τη φωνή τού Χριστού: “Είναι το φάντασμα της δαιμονισμένης γυναίκας μου, κι αν δεν βγεις από το σώμα τής βασιλοπούλας, θα της πω πού είσαι και θα σε πιάσει πάλι από τα κέρατα. Με τη διαφορά ότι τώρα δεν θα σε σώσω”. Ο Σατανάς βγήκε, και η κόρη τού βασιλιά έγινε καλά. Ο προβατάρης αρνήθηκε το χρυσάφι το βασιλικό. Δεν τον ένοιαζε πια τίποτα. Αρκεί που είχε ξελευθερωθεί απ’ τα κακά δαιμόνια. Ήταν ένας νυχτωμένος στρατοκόπος που άστραψε φως των Χριστουγέννων μέσα του και τον ανέβαζε ώς τον έβδομο ουρανό. Άστραψε φως των Χριστουγέννων και γνώρισε ο προβατάρης τον εαυτό του. Είχε αγάπη για όλον τον κόσμο. Ήθελε να κάνει το καλό και να βλέπει το καλό να νικάει.
   Είχε νυχτώσει πια κι ήθελε να φύγει γρήγορα για τη στάνη του και το καλύβι του. Ήθελε να φτάσει όσο γινόταν γρηγορότερα στη στάνη και στα πρόβατά του. Γιατί ερχόταν σε λίγες ώρες η Άγια Νύχτα. Και την Άγια Νύχτα ο Χριστός δεν είναι στα σπίτια. Είναι στις στάνες, στους στάβλους, στα μαντριά και ρωτάει τα ζωντανά πώς περνάνε. Αν είναι χορτάτα, αν πεινάν, αν είναι ζεστά, αν είναι παγωμένα, αν έχουν περίσσια την τροφή, αν είναι νηστικά αφημένα, και παραπονεμένα. Βιαζόταν ο προβατάρης να φτάσει στη στάνη του και στα πρόβατά του για να τους βάλει μπόλικη τροφή στις ταΐστρες τους, προπάντων όμως να περάσει στα κέρατά τους ή στον λαιμό τους το χριστόψωμο για να ξαναζεστάνουν τον μικρό Χριστό με την αναπνοή τους.
   Τι έμαθαν τον αφέντη τους οπόγλειφαν στα γέννα / και το θυμούνται χρονικής, παιδιά, τα βλογημένα˙ / κι αν δεν το γλείψουν το ψωμί, την ώρα αυτή βελάζουν, / σαν γνωστικά ανακράζουν.
   Εκείνη την Άγια Νύχτα, ο προβατάρης την πέρασε στη στάνη του. Τα ζωντανά του χοροπηδούσαν απ’ τη χαρά τους που ο αφέντης αυτή την Άγια Νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη, τους έφερε το χριστόψωμό τους. Και τα ‘βλέπε χαρούμενος αχόρταγα να το μυρίζουν, να το γλείφουν, να το ξαναζεσταίνουν με τη θεία αναπνοή τους, όπως τότε που ζέσταναν τον μικρό Χριστό. Ουράνια ειρήνη και γαλήνη στη στάνη. Η φύση πέρα ώς πέρα ακινητούσε. Η νομοτέλειά της πήγαινε να χαλάσει. Όλη η πλάση υποκλινόταν ταπεινά στον Λυτρωτή τού κόσμου και δεν υπήρχε παρά μόνον για Εκείνον. Μια βούβαση βαθιά στη γη και στα ουράνια πάστρα. Θεοδρόμος Αστήρ ανατέλλει. Νέα φάτνη ετοιμάζεται και ευαγγελίζεται.


   Ιδού επέστη ο νέος καιρός, ο της Γεννήσεως, και τόπος ην ουδείς τω καταλύματι· αλλ’ ως τερπνόν παλάτιον η στάνη τού προβατάρη. Χριστός εγεννήθη την πριν πεσούσαν αναστήσων εικόνα.
   Και η πεσούσα εικόνα τού προβατάρη ανέστη. Ήρθε η καλή του τύχη. Και η καλή του τύχη - σε λίγες μέρες - έφερε και την καλή παντρειά. Ο προβατάρης έλαβε νέα γυναίκα και με τη Μελισσούλα του, όπως την έλεγε, προχώρησαν στο μυστήριο του γάμου. Κουμπάρος, το γεροντάκι ο μπαρμπα Χρήστος, και για το τρικούβερτο γλέντι ήρθαν να παίξουν και να τραγουδήσουν και οι οργανοπαίχτες. Όχι τραγούδια πένθιμα, όπως στο παλάτι τού βασιλιά, αλλά τραγούδια τής χαράς, του χορού, του γλεντιού, του έρωτα και της ζωής και της αγάπης. Για να ζήσει χαρισάμενη ζωή αυτό το καλορίζικο - χαιράμενο ζευγάρι. Με τα προβατάκια τους και με τα παιδάκια τους …

Ευλογημένα, αγαπητοί αναγνώστες, να είναι τα φετινά σας Χριστούγεννα και ο νέος σας χρόνος καλοτάξιδος και ευκολοδιάβατος, όσο η ζωή και οι καταστάσεις το επιτρέψουν. Να αντέχετε το βάρος από τα μελλούμενα, ρουφώντας την άκρα σιγαλιά τού Μαλιακού μας, και στην κοίμηση του δειλινού, η ψυχή σας να παίρνει αντίκρυ απ’ τα βουνά τής Όθρης μας μιαν αλαφράδα, αν η μέρα σας ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη. Χρόνια σας Πολλά…

Σημείωση 1: Το Χριστόψωμο ήταν Σπέσιαλ παραγγελιά για το παρόν κείμενο. Ήταν μια δημιουργία από το ΓΕΡΟΔΗΜΟΣ BAKERY ΣΤΥΛΙΔΑ
Σημείωση 2:  Το φωτογραφικό υλικό έχει ληφθεί από αγγλικό βιβλιαράκι ‘’A SIMPLE LIFE OF OUR LORD’’ (Η απλή ζωή τού Κυρίου μας) 1958.

Φωτογραφίες

    

 

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.
randomness