Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

«Οι επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού πριν την Μικρασιατική Καταστροφή»

Γράφει η Ευαγγελία Δημοπούλου,

Ιστορικός - Αρχαιολόγος


 

 

Μετά τη μάχη στον Σαγγάριο ποταμό ο ελληνικός στρατός βρισκόταν καθηλωμένος σε θέση άμυνας στη ζώνη γύρω από το Εσκί Σεχιρ - Κιουτάχεια - Αφιόν Καραχισάρ, για ένα ολόκληρο χρόνο. Η πλευρά των Τούρκων  απέρριπτε τις προτάσεις των Δυνάμεων της Αντάντ για ειρήνη, αφού απαιτούσε τη συνθηκολόγηση και αποχώρηση του ελληνικού στρατού από το τουρκικό έδαφος, ενώ παράλληλα κέρδιζε χρόνο προετοιμάζοντας την αντεπίθεσή της. Ταυτόχρονα, οι παρασκηνιακές ενέργειες του Κεμάλ απέδωσαν, αφού ήρθε σε  μυστική συμφωνία με τους Γάλλους -συμμάχους των Ελλήνων- και υπέγραψαν τη Συνθήκη της Αγκύρας, στις 20 Οκτωβρίου του 1921. Κατ’ ουσία με τη Συνθήκη της Άγκυρας,  ακυρώθηκε η συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία , αφήνοντας εντέχνως άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων βοηθώντας τους, αφού απέκτησαν πλέον και αεροπλάνα.

Στις 5 Απριλίου 1922 η Ιταλία εκκένωσε τις κτήσεις της στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, ουσιαστικά εξαναγκάζοντας έτσι, τον ελληνικό στρατό να στείλει μέρος των στρατευμάτων για την κατάληψή του με αποτέλεσμα να υπάρξει διάσπαση δυνάμεων και υπερέκταση. Τον Μάιο του 1922 ο διοικητής της στρατιάς Αναστάσιος Παπούλας υπέβαλε την παραίτηση του, αφού διαφώνησε με την πολιτική της κυβέρνησης στη Μικρά Ασία και πιο συγκεκριμένα με τον Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη και αντικαταστάθηκε από τον Γεώργιο Χατζανέστη.

Έπειτα από ένα χρόνο αδράνειας είχε καταστεί σαφές πως ήταν αδύνατο ο Κεμάλ να νικηθεί δια των όπλων, τουλάχιστον υπό τις παρούσες συνθήκες, ενώ η παραμονή των στρατευμάτων στη Μικρά Ασία χωρίς κανένα εδαφικό ή στρατηγικό κέρδος συνέχιζε να αποδυναμώνει οικονομικά το Ελληνικό κράτος και να εκθέτει τη χώρα διεθνώς, ενώ το μέλλον προδιαγράφονταν δυσοίωνο για την εξωτερική πολιτική της χώρας μας.  Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση σε μια τελευταία προσπάθεια να παγιώσει τις κτήσεις της στην Ανατολή, αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος να αναγνωριστούν διπλωματικά ως οι κυρίαρχοι της Δυτικής Μικράς Ασίας ήταν να καταλάβουν τη Κωνσταντινούπολη, η οποία βρισκόταν υπό την κατοχή και τον έλεγχο της Αντάντ.  Η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε πως με αυτήν την ενέργεια θα ωθούσε τις Μεγάλες Δυνάμεις σε συμβιβασμό. Την ιδέα αυτή είχε προτείνει σε επιστολή προς τη κυβέρνηση ο Ιωάννης Μεταξάς τον Απρίλιο του 1921, αλλά έως τότε την απέρριπταν ως έσχατη λύση.

Σε συνεννόηση με τους κυβερνώντες ο διοικητής Χατζανέστης παρά το γεγονός ότι ο στρατός βρισκόταν ήδη σε υπερέκταση, επέτρεψε στα τέλη Ιουνίου τη μεταφορά τριών συνταγμάτων και δυο ταγμάτων από την Ανατολία στη Θράκη, όπου ενίσχυσαν την ελληνική παρουσία εκεί αλλά ταυτόχρονα αποδυνάμωσαν το ήδη αποδυναμωμένο μικρασιατικό μέτωπο. Ο Γεώργιος Μπαλτατζής, είχε ήδη ενημερώσει τους αντιπροσώπους των συμμαχικών δυνάμεων στην Αθήνα, πως μόνο μια ελληνική κατοχή της Οθωμανικής πρωτεύουσας, Κωνσταντινούπολης θα έφερνε την ειρήνη, ενώ ως  ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης ορίστηκε η 16η Ιουλίου 1922.

Το σχέδιο προέβλεπε την ταχεία κατάληψη της νοητής γραμμής που ένωνε τη λίμνη Δέρκων με το Μπουγιούκ Τσεκμετζέ και την ταχύτατη προέλαση προς την Κωνσταντινούπολη. Με την επικείμενη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης αυξήθηκε πολύ η πίεση προς τους κεμαλικούς. Ο Άγγλος Βουλευτής Γκλην πήρε τηλεγράφημα από τον Άγγλο στρατηγό Τάουνσεντ από την Άγκυρα που ανάφερε ότι ο «Κεμάλ είναι διατεθειμένος διαπραγματευτεί ειρήνην» σε περίπτωση που οι Έλληνες καταλάμβαναν τη Πόλη. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ τόνιζε ότι: "...η Ελλάς ζήτησε από τους Συμμάχους την άδεια να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν οι Έλληνες σε θέση να το κάνουν και μόνη δε η απειλή της επιχείρησης κατετάραξε τους Τούρκους στην Άγκυρα...".

Ωστόσο, ενώ η ελληνική κυβέρνηση υπολόγιζε στη σχετική αδιαφορία των συμμάχων μπροστά στο σχέδιο τους, καθώς τα συμμαχικά στρατεύματα στην ουδέτερη ζώνη ήταν λιγοστά σε σχέση με τα ελληνικά. Οι τελευταίοι σύσσωμοι και κυρίως η Γαλλία και η Ιταλία απαγόρευσαν την εισβολή των Ελληνικών στρατευμάτων, δίνοντας στα λιγοστά συμμαχικά στρατεύματα την εντολή να υπερασπιστούν τη Πόλη δια των όπλων . Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης ήταν εφικτή καθώς ο ελληνικός στρατός είχε ν’ αντιμετωπίσει μόλις 8.000 άνδρες των συμμαχικών δυνάμεων.

Ο Βρετανικός τύπος αποδοκίμασε τη στάση της Αντάντ και των κυβέρνήσεών τους, χωρίς ωστόσο κάποιο αποτέλεσμα. Τελικά στις 18 Ιουλίου αποφασίστηκε η οριστική εγκατάλειψη του σχεδίου καθώς η κυβέρνηση δε θέλησε να βρεθεί αντιμέτωπη με την οργή των Μεγάλων Δυνάμεων, ρίχνοντας ταυτόχρονα το ηθικό όλων των Ελλήνων και ιδίως αυτών που βρίσκονταν στο Μικρασιατικό μέτωπο.  Ταυτόχρονα, οι σχέσεις της Ελλάδας με τις δυνάμεις τις Αντάντ είχαν γίνει πιο τεταμένες από ποτέ, καθώς από άλλοτε συμμαχικές τώρα είχαν φτάσει στο παραπέντε να συγκρουστούν έξω από τη Κωνσταντινούπολη.

 

 

Το χαρτονόμισμα των πεντακοσίων δραχμών με παράσταση της Αγιά Σοφιάς σχεδιάστηκε το 1921 από την American Banknote Company και παραδόθηκε το 1923

 

 

Βιβλιογραφία:

ΧΡ. ΕΜ. ΑΓΓΕΛΟΜΑΤΗ, «ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ - ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ» (ΕΣΤΙΑ, 1971 - 3Η ΕΚΔ.)
Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΤΑΤΟΣ, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1833-1949)», Τόμος Ι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014
MICHAEL LLEWELLYN SMITH, «ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ», Μ.Ι.Ε.Τ. 2009
Π. ΠΑΝΑΓΑΚΟΣ, «ΣΥΜΒΟΛΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ 1912-1922», Έκδοση 1960

    

 

Απόψεις

Tους κάλυψε όλους ο Σταϊκούρας !@ Tην συμβολή τριών κυβερνήσεων στην υλοποίηση του οδικού άξονα Ε-65 εξήρε με την ομιλία του στη χθεσινή τελετή παράδοσης του...

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.
randomness