Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Δίκτυο Ορεινών Κοινοτήτων Οίτης: Στρατηγική πρόταση βιώσιμης ορεινής διακυβέρνησης

Γράφει
η Ελισάβετ Πρέζα
Διδάκτωρ του weΤμήματος
Μηχανικών Χωροταξίας,
Πολεοδομίας και Περιφερειακής
Ανάπτυξης (ΤμΜΧΠΠΑ)
του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

 

 

Η Οίτη, μοιρασμένη ανάμεσα στους νομούς Φθιώτιδας και Φωκίδας, ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους ορεινούς όγκους της Ρούμελης, αποτελεί για τη Στερεά Ελλάδα έναν φυσικό και πολιτισμικό πυρήνα σπάνιας αξίας. Ο πυρήνας της έχει θεσμοθετηθεί ως Εθνικός Δρυμός από το 1966, ενώ ο ευρύτερος ορεινός όγκος περιλαμβάνει τρεις περιοχές του Δικτύου Natura 2000, γεγονός που επιβεβαιώνει την εξαιρετική οικολογική της σημασία για την Κεντρική Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, ο ορεινός χώρος της Οίτης μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για έναν νέο επαναπροσδιορισμό της ορεινότητας και της σχέσης μας με τα χωριά και τα τοπία που φθίνουν. Η περιοχή καταγράφει εδώ και δεκαετίες δημογραφική συρρίκνωση, αποδυνάμωση της παραγωγικής βάσης και θεσμική περιθωριοποίηση. Ως αποτέλεσμα, οι ορεινές κοινότητες της Οίτης χάνουν σταδιακά ανθρώπινο κεφάλαιο και λειτουργικό ρόλο, γεγονός που ενισχύει τον κίνδυνο μετατροπής της ορεινότητας σε στατικό πολιτισμικό υπόλειμμα χωρίς αναπτυξιακή προοπτική — φαινόμενο που ευθυγραμμίζεται με τις ευρύτερες τάσεις περιφερειακής ανισότητας της ελληνικής ορεινής υπαίθρου.
Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων απαιτεί τη μετάβαση από αποσπασματικές παρεμβάσεις σε ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο πλαίσιο στρατηγικού σχεδιασμού, ικανό να αναστρέψει τις συσσωρευμένες διαρθρωτικές πιέσεις που υφίστανται οι ορεινές κοινότητες. Η έλλειψη θεσμοθετημένων μηχανισμών διακυβέρνησης, ανθεκτικών δικτύων συνεργασίας και σταθερής πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία περιορίζει τη δυνατότητα συντονισμένης δράσης και αποδυναμώνει την αναπτυξιακή προοπτική της περιοχής. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων προϋποθέτει τη συγκρότηση ενός θεσμικά κατοχυρωμένου μοντέλου πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, ικανού να ενοποιεί τα διαθέσιμα τοπικά και υπερτοπικά κεφάλαια, να ενισχύει την αντιπροσωπευτικότητα των ορεινών περιοχών στα κέντρα λήψης αποφάσεων και να θεμελιώνει ένα συνεκτικό και προσαρμοστικό πλαίσιο μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού προγραμματισμού για την Οίτη.
Με αυτά τα δεδομένα, η πρόταση για τη δημιουργία Δικτύου Ορεινών Κοινοτήτων Οίτης συγκροτείται ως μια ολοκληρωμένη στρατηγική απάντηση στις διαρθρωτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ορεινές κοινότητες. Το Δίκτυο προτείνεται ως διαπεριφερειακό σχήμα συνεργασίας Φθιώτιδας–Φωκίδας, θεμελιωμένο στη λειτουργική ενότητα του ορεινού χώρου και όχι στα υφιστάμενα διοικητικά όρια.
Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη συγκρότηση θεσμοθετημένου μηχανισμού οριζόντιας συνεργασίας, ο οποίος θα συνδέει την τοπική αυτοδιοίκηση, τους τοπικούς φορείς, τους συλλόγους, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τις υπηρεσίες περιβαλλοντικής διαχείρισης σε ένα κοινό πλαίσιο σχεδιασμού, υλοποίησης και παρακολούθησης δράσεων. Κεντρικός του στόχος είναι η αξιοποίηση της ορεινότητας ως αναπτυξιακού πόρου υψηλής προστιθέμενης αξίας και όχι ως διαρθρωτικού μειονεκτήματος.
Η φιλοσοφία του Δικτύου βασίζεται στην αρχή ότι η ανάπτυξη των ορεινών περιοχών οφείλει να προκύπτει από την ενεργοποίηση των ίδιων των κοινοτήτων, την ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου και τη συγκρότηση σταθερών συνεργασιών. Όταν οι μικρές ορεινές κοινότητες δρουν συλλογικά, αποκτούν ισχυρότερη φωνή, ενισχύουν την πρόσβασή τους σε χρηματοδοτικά εργαλεία και μπορούν να σχεδιάσουν κοινές παρεμβάσεις στους τομείς της αγροδιατροφής, του αγροτουρισμού, της διαχείρισης τοπίου και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η Οίτη μπορεί να λειτουργήσει ως πεδίο εφαρμογής ενός νέου υποδείγματος βιώσιμης ορεινής διακυβέρνησης: ενός εργαστηρίου όπου η τοπική γνώση συναντά την επιστημονική τεκμηρίωση και η συνεργασία υποκαθιστά την απομόνωση, δημιουργώντας συνθήκες απασχόλησης, ενίσχυσης της επισκεψιμότητας, ανάπτυξης νέων επιχειρηματικών μορφών και ουσιαστικής ένταξης της περιοχής στον ευρωπαϊκό χάρτη βιώσιμων ορεινών περιφερειών.
Η συγκρότηση ενός τέτοιου Δικτύου συνδέεται άμεσα με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή προσέγγιση της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και της συμμετοχικής, εδαφικά προσανατολισμένης ανάπτυξης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί συστηματικά την οριζόντια συνεργασία μεταξύ κοινοτήτων και την ολοκληρωμένη διαχείριση του ορεινού χώρου, μέσα από εργαλεία όπως το LEADER/CLLD, τα διακρατικά προγράμματα Interreg, καθώς και τις στρατηγικές για τις ορεινές περιοχές της ΕΕ., όπου η διατοπική σύμπραξη αποτελεί βασικό μηχανισμό ενίσχυσης της ανθεκτικότητας ορεινών και αγροτικών περιοχών.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ορεινότητα έχει μετατοπιστεί από την περιθωριοποίηση στην ενεργό πολιτική στόχευση, αντιμετωπιζόμενη ως πεδίο πράσινης μετάβασης, κοινωνικής καινοτομίας και ενδογενούς ανάπτυξης. Ενδεικτικά, δίκτυα όπως το Alpine Network of Protected Areas, το UNCEM (Ιταλία), το SAB (Ελβετία) και το EsMontañas (Ισπανία) αποδεικνύουν ότι η αποτελεσματική ορεινή διακυβέρνηση δεν προκύπτει από την απλή μεταφορά πεδινών μοντέλων, αλλά από προσεγγίσεις που λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη κοινωνικοοικονομική δομή και τους περιορισμούς των ορεινών συστημάτων. Μέσω της συλλογικής διαχείρισης πόρων, της ενίσχυσης της τοπικής ταυτότητας και της ενεργού συμμετοχής των κοινοτήτων, τα δίκτυα αυτά λειτουργούν ως καταλύτες ανασυγκρότησης, αναβάθμισης υπηρεσιών και ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής.
Η ελληνική εμπειρία επιβεβαιώνει τη σημασία τέτοιων σχημάτων συνεργασίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Δίκτυο Ορεινών Κοινοτήτων Πίνδου, το οποίο ξεκίνησε ως άτυπη σύμπραξη προέδρων κοινοτήτων και εξελίχθηκε σε θεσμικό φορέα ικανό να σχεδιάζει, να χρηματοδοτεί και να υλοποιεί έργα, συμμετέχοντας σε ευρωπαϊκά προγράμματα, αναπτύσσοντας ήπιες υποδομές και προωθώντας πολιτικές προστασίας της πολιτιστικής ταυτότητας. Αντίστοιχα, η εμπειρία του Πάρνωνα στην Πελοπόννησο ανέδειξε τη δύναμη των τοπικών συνεργειών όταν αυτές στηρίζονται σε σταθερό θεσμικό πλαίσιο. Η μακρόχρονη συνεργασία μεταξύ των τοπικών φορέων και της Αναπτυξιακής Πάρνωνα Α.Ε. επέτρεψε τη σύνδεση περιβάλλοντος, πολιτισμού και οικονομικής αναζωογόνησης σε μία ολοκληρωμένη στρατηγική, η οποία οδήγησε στην ένταξη της περιοχής στο Δίκτυο Αποθεμάτων Βιόσφαιρας (UNESCO MAB Biosphere Reserves) — μια αναγνώριση ιδιαίτερα υψηλού θεσμικού κύρους — και μία από τις σημαντικότερες διεθνείς διακρίσεις για ορεινές και προστατευόμενες περιοχές.
Στην ίδια κατεύθυνση, η πρόσφατη εμπειρία του Ειδικού Αναπτυξιακού Προγράμματος Αγράφων προσφέρει ένα χρήσιμο ελληνικό πρότυπο ολοκληρωμένης ορεινής πολιτικής. Η Οίτη παρουσιάζει όλα τα δομικά χαρακτηριστικά που καθιστούν αναγκαία και εφικτή μια τέτοια προσέγγιση: ενιαίο οικολογικό σύστημα, κοινή πολιτιστική και κοινωνική συνέχεια, συμπαγή χωρική ενότητα ορεινών κοινοτήτων, καθώς και λειτουργική σύνδεση με τα κύρια αστικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής.
Επιπλέον, το εγκεκριμένο Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Στερεάς Ελλάδας (ΦΕΚ 299/ΑΑΠ/14-12-2018) αντιμετωπίζει τις ορεινές και αραιοκατοικημένες περιοχές ως χωρικές ενότητες που απαιτούν στοχευμένες πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης. Υπογραμμίζει τη διασφάλιση και αξιοποίηση του φυσικού και πολιτιστικού αποθέματος, την ανάδειξη του τοπίου ως αναπτυξιακού πόρου και την προώθηση ενός πολυκεντρικού και δικτυωμένου προτύπου χωρικής οργάνωσης, όπου οι μικροί οικισμοί λειτουργούν συνεργατικά. Παράλληλα, προβλέπει την ενίσχυση των ορεινών και μειονεκτικών ζωνών μέσω δράσεων που διασφαλίζουν προσβασιμότητα, υπηρεσίες και ενεργοποίηση του τοπικού πληθυσμού.
Σε αυτή τη στρατηγική κατεύθυνση, το προτεινόμενο Δίκτυο Ορεινών Κοινοτήτων Οίτης μπορεί να λειτουργήσει ως άμεσος εφαρμοστικός βραχίονας των κατευθύνσεων αυτών. Παρέχει τη θεσμική βάση για την ανάπτυξη μελλοντικών Ολοκληρωμένων Χωρικών Επενδύσεων (ΟΧΕ) και άλλων ολοκληρωμένων παρεμβάσεων στον ορεινό χώρο, ενισχύει τη διοικητική ετοιμότητα των ορεινών κοινοτήτων και συμβάλλει ουσιαστικά στη συγκράτηση του πληθυσμού και στη διαμόρφωση ενός συνεκτικού μοντέλου ορεινής ανάπτυξης για τη Στερεά Ελλάδα.
Με την υιοθέτηση του Δικτύου Ορεινών Κοινοτήτων Οίτης, η Στερεά Ελλάδα αποκτά ένα ολοκληρωμένο και επιχειρησιακά εφαρμόσιμο εργαλείο ορεινής πολιτικής, ικανό να συνδέει την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου με την παραγωγική ανασυγκρότηση και την κοινωνική συνοχή. Το Δίκτυο υπερβαίνει τα χαρακτηριστικά μιας τοπικής σύμπραξης, συγκροτεί πρότυπο σύγχρονης ορεινής διακυβέρνησης, ενισχύοντας τον ρόλο της Οίτης στο περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο και μετατρέποντας τον ορεινό χώρο από ζώνη υποχώρησης σε πεδίο βιώσιμης και δυναμικής ανάπτυξης.

 

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.