ΦΟΒΗΤΣΙΑΡΕΣ ΑΓΚΥΡΕΣ
Γράφει η
Γιώτα Τριανταφύλλου
ΦΟΒΗΤΣΙΑΡΕΣ ΑΓΚΥΡΕΣ
Πώς γίνονται ξένοι όσοι αγαπιούνται;
Ανοίγουν πανιά
σ’ υψωμένα κατάρτια,
Απλώνουν δίχτυα,
Να ξεγελάσουν τον πόνο.
Άγρυπνες νύχτες,
Ντύθηκαν άστρα,
Πήγαν να τους βρουν.
Φοβητσιάρες άγκυρες,
Της απειλής τα δώρα.
Ναύλωσαν βάρκες με κουπιά,
Έτρεξαν να σωθούν.
Κρύο ντύθηκαν τα όνειρά τους,
Άνεμος στην καρδιά τους.
Σαλπάρισαν στην κρύα νύχτα του χειμώνα.
Και τι χειμώνας;
Μέθυσος
Μονολογούσε
Έκλαιγε
Γελούσε.
Θύμωνε
Παρακαλούσε!
Έφευγε
Γυρνούσε!
Προορισμό είχαν την Ιθάκη.
Δεν έκλεισαν τα αυτιά τους.
Δεν πίστεψαν στον άγριο Ποσειδώνα.
Φοβέρες έγιναν οι αγκαλιές
Στη νύχτα του χειμώνα!
Ναυάγησαν τα όνειρα.
Βούλιαξαν στον πόνο.
Για μια Ιθάκη...
Για μια ζωή...
Για μια αγάπη...
Μόνος δεν έφτασε κανένας!