Καζαντζάκης Νο 2
Αφού ο Καζαντζάκης ιχνηλάτισε σχεδόν όλη την Ελλάδα σε πόλεις μοναστήρια και χωριά ξεκίνησε να ταξιδεύει σε ξένες χώρες. Άρχισε από την γειτονική Ιταλία.
Κάποιο απόγευμα μπήκε σε ένα μικρό χωριό στην Καλαβρία, κοντά στο Καταντζάρο, ψιλόβρεχε πάλι και τα σκυλιά μυρίστηκαν ξένο χνώτο κι άρχισαν να αλιχτάνε. Κοίταζε δεξιά-αριστερά να βρεί μια πόρτα, ένα καταφύγιο για να περάσει την βραδιά του και να κοιμηθεί.
Τότε είδε σε μία μακρόστενη αυλή στο βάθος ανοιχτή μια πόρτα κι από μέσα να κάθεται μια Γριά μαυροντυμένη. Μπροστά στο τζάκι. Προχώρησε, μπήκε μέσα και είπε καλησπέρα στην οικοδέσποινα. Η Γριά δεν απάντησε, δεν φοβήθηκε ούτε και γύρισε να τον κοιτάξει, λες και δεν υπήρχε μπροστά της ο επισκέπτης.
Ο Καζαντζάκης έβγαλε το σακάκι του και το κρέμασε μουσκεμένο σε μία καρέκλα μπροστά στη φωτιά για να στεγνώσει. Η Γριά, ούτε ματιά, ούτε μιλιά, συδαύλιζε με ένα σίδερο τη φωτιά για να φουντώσει.
Στον τοίχο κολλητά ήταν ένα τσιμεντένιο μιντέρι. Εκεί πήγε και έγειρε το κορμί του ο συγγραφέας μας για να κοιμηθεί. Η νύχτα δεν άργησε και σε λίγο τα βλέφαρα του πρωταγωνιστή μας βάρυναν και τον πήρε ένας ύπνος βαρύς και γλυκός σαν μέλι.
Η γριά και η νύχτα μείνανε ασυγκίνητες, έτσι που ο Καζαντζάκης νόμισε προς στιγμήν πως η γριά είχε μάλλον σαλέψει. Οι ώρες κύλισαν γρήγορα, η βροχή έξω σταμάτησε και το χάραμα έφτασε θριαμβευτικά και χαρμόσυνα.
Πέρασε την πόρτα του σπιτιού και σταμάτησε πάνω στα βλέφαρα του συγγραφέα μας. Εκείνος ξύπνησε, τέντωσε λίγο το κορμί του για να ξυπνήσει καλά και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
Η γριά έδειξε κι αυτή να ξύπνησε από το φώς της μέρας και σε λίγο έφερε στον απρόσκλητο μουσαφίρη της μία τσανάκα με γάλα και ψωμί φρέσκο και σταρένιο όλο νοστιμιά. Κουβέντα καμία.
Ο Καζαντζάκης το καταβρόχθισε σε ελάχιστο χρόνο κι άρχισε να φοράει το σακάκι του που στο μεταξύ είχε στεγνώσει τελείως. Η γριά πάλι δεν έβγαλε μιλιά από το στόμα της, μόνο κατάλαβε πως ο νυχτερινός επισκέπτης κάτι προσπαθούσε να της πεί.
Ο συγγραφέας μας αισθάνθηκε μέσα του την ανάγκη να βρεί τρόπο να ευχαριστήσει την Γριά για την ζεστή και τόσο ανθρώπινη φιλοξενία της. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε από μέσα τα περισσότερα χρήματα που είχε και τα πρότεινε στην μαυροφορεμένη γυναίκα.
Η Γριά τον κοίταξε γρήγορα στα μάτια, έκανε μισό βήμα πίσω και του έσπρωξε με αποφασιστικότητα το χέρι προς τα πίσω, λέγοντας αυτή τη φορά με σίγουρη φωνή: Άντε στο καλό παιδί μου, εγώ μόνον ξέρω τι μου προσέφερες όλη νύχτα απόψε, από την μέρα που πέθανε ο άνδρας μου-πάνε κάμποσα χρόνια τώρα, από τότε έχω να κάνω τόσο γλυκό και ήρεμο ύπνο όλη την νύχτα.
Άντε στο καλό!
Ο Καζαντζάκης δεν άντεξε, βούρκωσε, φίλησε σταυρωτά τη γριά, βγήκε στο δρόμο και χάθηκε στα σοκάκια του χωριού!
Νίκος Καζαντζάκης
Για την αντιγραφή
Φοίβος Ιωσήφ



Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

