Μια μικρή απόδραση από τα δυσάρεστα επίκαιρα
Γράφει η Αρχοντούλα Ζωγραφοπούλου - Τσιάμη
Μικρός ο τόπος κι άγονος με σπίτια ολιγοστά, όμως παράγκες αρκετές με τσίγκο σκεπασμένες. Με πάτωμα από χώμα κι άχυρο εκεί καλοστρωμένο κι ένα κλωνάρι απ’ έλατο για σκούπα κρεμασμένο.
Όλοι φτωχοί, δεν έχουνε τίποτα να κεράσουν, όμως κανείς δεν τους κακολογεί, απ’ όπου κι αν περάσουν.
Το φαγητό τους λιγοστό, ό,τι παράγει ο τόπος, μα περισσεύει η χαρά και ο καλός τους τρόπος.
Κόκκινον ήλιο βλέπουνε εκεί το πρωινό τους και μια μαγεία ειλικρινά ζούνε το δειλινό τους.
Το αυγό το φρέσκο γεύονται, καθώς το γαλατάκι και το σταυρό τους κάνουνε σαν έχουν και ψωμάκι.
Πόνος κι αρρώστιες για αυτούς περνούνε με βοτάνια, νεράκι κρύο πίνουνε κει κάτω στα πλατάνια.
Στολίδια δε φορούν εκεί δεν έχουν πού να πάνε, μες τις αυλές χορεύουνε όπου και τραγουδάνε.
Δυο φορεσιές, μια γιορτινή και μια για κάθε μέρα, την ηρεμία χαίρονται και καθαρό αέρα.
Στο πανηγύρι του χωριού ακούνε το νταούλι σαν κάθονται στης εκκλησιάς εκείνο το πεζούλι.
Δεμένη όλη η φαμελιά σ’ όλα τα δύσκολά τους, για στήριγμα στα γηρατειά έχουνε τα παιδιά τους.
Εκεί ο παππούς και η γιαγιά τότε που γιοματίζουν, εκεί με καθαρή συνείδηση την Άρτα φοβερίζουν.
Για αυτούς μόνο η γειτονιά είναι η δύναμή τους που όλα τα μοιράζονται μέχρι και το ψωμί τους.
Πάντα μαζί στην εκκλησιά και στο σχολειό αντάμα και στο νεκροταφείο τους για να πνιγούν στο κλάμα.
Μικρός ο τόπος κι άγονος μα εκείνοι ευτυχισμένοι κι από την άσωτη ζωή σίγουρα γλιτωμένοι.