Να δημιουργήσουμε καλύτερες εκπαιδευτικές διαδρομές
Γράφει ο
Γιώργος Ηλ. Στεργίου
MSc Εκπαιδευτικός Π.Ε. 70
Η έρευνά για τον ευεργετικό ρόλο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποκαλύπτει τη χρήση της ως βασικού εργαλείου κοινωνικού ελέγχου, ταυτόχρονα, αμφισβητεί τις παραδοσιακές αφηγήσεις ως θετικές για την ατομική και κοινωνική συγκρότηση.
Η Agustina Paglayan είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο. Στο βιβλίο της αποκαλύπτει πώς τα συστήματα πρωτοβάθμιας http://webmail.lamiakos-typos.gr/ - NOPεκπαίδευσης πρωτίστως αναπτύχθηκαν και επεκτάθηκαν όχι για να καλλιεργήσουν την κριτική σκέψη αλλά για να διαχειριστούν εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, διαμορφώνοντας πειθήνιους πολίτες.
Το σημαντικό και εύστοχο ερώτημα που θέτει στο βιβλίο της είναι : μπορούμε να επανεφεύρουμε τη μαζική εκπαίδευση όχι ως εργαλείο κοινωνικής υπακοής, αλλά ως μέσο πραγματικής ενδυνάμωσης για όλες και όλους ;
Οι κυβερνήσεις ιστορικά προωθούν αυτές τις κοινωνικές αφηγήσεις, με τους πολιτικούς να παρουσίαζαν την εκπαίδευση ως μέσο αποτροπής του χάους, της βίας και της ανυπακοής, χαρακτηρίζοντας συγκεκριμένους πληθυσμούς ως "άγριους" ή χωρίς ηθικές αξίες και παρουσιάζοντας την εκπαίδευση ως δύναμη εκπολιτισμού και κοινωνικοποίησης.
Παρατηρήται ότι, η ιδεολογική σωφρονιστική κατήχηση δεν λειτουργεί πάντα ομαλά και δεν πετυχαίνει τους στόχους της. Οι δάσκαλοι, οι γονείς ή οι κοινότητες εφόσον δεν τις θεωρούν χρήσιμες ,εναντιώνονται και βρίσκουν τρόπους να αντισταθούν. Σημαντικό μεταξύ άλλων πολλών είναι το παράδειγμα της Χιλής.
Η Χιλή βίωσε μαζικές μαθητικές διαμαρτυρίες το 2006, τη λεγόμενη «Επανάσταση των Πιγκουίνων». Χιλιάδες μαθητές βγήκαν στους δρόμους απαιτώντας καλύτερη και πιο δίκαιη εκπαίδευση. Οι διαμαρτυρίες οδήγησαν σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν την ποιότητα και τη δικαιοσύνη στην εκπαίδευση.
Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι, για να αποτρέψουν την έλξη του κομμουνισμού, οι ηγέτες της Φινλανδίας αναγκάστηκαν να βελτιώσουν πραγματικά την εκπαίδευση, καθιστώντας την πιο ισότιμη, επιστημονική και προσανατολισμένη στη διδασκαλία χρήσιμων γνώσεων και δεξιοτήτων. Αντί για κατήχηση, επικεντρώθηκαν στην ποιότητα, την αυτονομία των εκπαιδευτικών και την εμπιστοσύνη. Είναι σαν η απειλή να χάσουν πολιτικό έδαφος από τους κομμουνιστές να τους ώθησε να επενδύσουν σε ένα ισχυρό, ενδυναμωτικό εκπαιδευτικό σύστημα για όλους.
Ιστορικά, όταν τελειώνουν οι εμφύλιοι πόλεμοι,( μπορείτε να κάνετε και αναγωγές και στον ελληνικό ), η νικήτρια πλευρά χρησιμοποιεί την εκπαίδευση για να εδραιώσει την εξουσία της. Τα βιβλία ξαναγράφονται, οι εκπαιδευτικοί επιτηρούνται ώστε να επικοινωνούν «κατάλληλες» ηθικές και πολιτικές αξίες. Ο στόχος είναι συχνά η αποτροπή μελλοντικών εξεγέρσεων, καλλιεργώντας πιστούς πολίτες από την παιδική ηλικία. Αυτό συνέβη στην Ινδονησία τη δεκαετία του 1970, στη Ρουάντα μετά τη γενοκτονία του 1994 και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, έτσι όπως τεκμηριώνω στο βιβλίο.
Επιπλέον αν εξετάσουμε τη Συρία, μετά την σύνθετη και παρατεταμένη πολεμική σύγκρουση, είναι πιθανό ότι όποιος διατηρήσει την εξουσία θα χρησιμοποιήσει την εκπαίδευση για να εδραιώσει τη θέση του. Πρέπει να αναμένουμε προσπάθειες για ενστάλαξη υπακοής και πίστης, αντί για ενδυνάμωση της κριτικής σκέψης. Μετά από συγκρούσεις, η διεθνής βοήθεια συχνά εστιάζει στην ανοικοδόμηση σχολείων. Όμως, αν οι οικονομικοί υποστηρικτές ( βέβαια με το αζημίωτο ) δεν εξετάσουν τι διδάσκεται στα σχολεία, κινδυνεύουν να υποστηρίξουν συστήματα που ενισχύουν αυταρχικές ιδέες, αντί να προωθούν τη δημοκρατική ανασυγκρότηση.
Μελετώντας παρομοίως περιπτώσεις Δυτικοευρωπαϊκών κρατών στο οποίο ένα κυβερνών κόμμα φοβάται ότι θα χάσει ψηφοφόρους από έναν αντίπαλο κομματικό οργανισμό που υπόσχεται καλύτερα σχολεία, μπορεί να υιοθετήσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις για να προλάβει αυτή την απειλή. Υπάρχει μια κοινή παρανόηση ότι η κριτική ικανότητα ισοδυναμεί με επανάσταση.
Επειδή η κριτική σκέψη σημαίνει να μαθαίνουν οι μαθητές πώς να αναγνωρίζουν τις παραδοχές ενός επιχειρήματος, να αξιολογούν στοιχεία και να εξετάζουν διαφορετικές οπτικές. Κατανοούμε ότι δεν πρόκειται για καταστροφή των πάντων ή υποκίνηση βίας. Πρόκειται για την ανάπτυξη αυτόνομων ατόμων που μπορούν να ασχοληθούν ουσιαστικά με τα σύγχρονα κοινωνικά αλλά και οικογενειακά προβλήματα.
Πρόσφατα, αλλά και μέσα στον ιστορικό χρόνο, πολλές βίαιες εξεγέρσεις δεν έχουν οδηγηθεί από κριτικά σκεπτόμενες ανθρώπινες μάζες αλλά από ανθρώπους που δρουν υπό την επήρεια απόγνωσης, προπαγάνδας ή φανατισμού. Αντιθέτως, είναι πιθανό οι κοινωνίες εκείνες που καλλιεργούν περισσότερες δεξιότητες κριτικής σκέψης, να διαχειρίζονται τις κοινωνικές διαφωνίες πιο εποικοδομητικά. Χρειαζόμαστε συστηματική μελέτη αυτού του ερωτήματος αντί να υποθέτουμε απλώς ότι η διατήρηση της τάξης απαιτεί κατήχηση και πλύση εγκεφάλου. Είναι πιθανό η κριτική σκέψη να είναι καλύτερη από την κατήχηση για την προώθηση της ειρήνης και της τάξης. Εάν ισχύει κάτι τέτοιο, οι πολιτικοί σίγουρα θα ήθελαν να το γνωρίζουν.
Σε ευρωπαϊκά κράτη όπως η Ολλανδία, μια μακρά παράδοση δημόσιας χρηματοδότησης αλλά ιδιωτικής διαχείρισης σχολείων εξισορροπείται από μια ισχυρή εθνική πολιτική επιθεώρησης που διατηρεί πρότυπα λειτουργίας. Με άλλα λόγια, η ιδιωτικοποίηση σε συνδυασμό με ισχυρή κρατική εποπτεία μπορεί να παράγει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Χωρίς αυτά, ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να μετατραπεί σε όχημα για κατήχηση ή συμβιβασμούς με στόχο το κέρδος αντί για θερμοκοιτίδα αριστείας και κριτικής σκέψης.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, γίνεται προσπάθεια πιλοτικής εισαγωγής του Διεθνούς Απολυτηρίου (ΙΒ) σε ορισμένα δημόσια λύκεια. Το αναλυτικό πρόγραμμα του Διεθνούς Απολυτηρίου (ΙΒ), γενικά τονίζει την κριτική σκέψη και τη διεπιστημονική μάθηση. Κατ' αρχήν, αυτό είναι ελπιδοφόρο. Αλλά είναι πολύ νωρίς για να εξάγουμε συμπεράσματα. Αν η Ελλάδα επενδύσει κατάλληλα, εκπαιδεύσει επαρκώς τους εκπαιδευτικούς και διασφαλίσει ότι οι αρχές του Διεθνούς Απολυτηρίου (ΙΒ), δεν θα υποβαθμιστούν, θα μπορούσε να προσφέρει πραγματικές ευκαιρίες στους μαθητές να αναπτύξουν ισχυρές δεξιότητες κριτικής σκέψης. Αν, όμως, γίνει βιαστικά ή αν οι γονείς δυσπιστήσουν προς τη μεταρρύθμιση ως ένα ακόμη στρατήγημα, μπορεί να αποτύχει να επιφέρει ουσιαστική αλλαγή. Η παρακολούθηση της εφαρμογής, η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, οι αντιλήψεις των γονέων και τα μαθησιακά αποτελέσματα με την πάροδο του χρόνου θα βοηθήσουν να κατανοηθεί αν η εισαγωγή του Διεθνούς Απολυτηρίου (ΙΒ), πραγματικά εμπλουτίζει το δημόσιο σύστημα και την κοινωνία συνολικά ή αν εξυπηρετεί μια άλλη πολιτική ατζέντα.
Θα ήταν χρήσιμο να μελετηθεί , υπό ποιες συνθήκες μπορούν να πραγματοποιηθούν ουσιαστικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις –μεταρρυθμίσεις που πραγματικά ενδυναμώνουν τους μαθητές ώστε να σκέφτονται κριτικά και να αξιοποιούν τις δυνατότητές τους !
Ένα σημαντικό επίσης ερώτημα το οποίο χρειάζεται να απαντηθεί είναι αν οι δεξιότητες κριτικής σκέψης απειλούν πραγματικά την κοινωνική σταθερότητα ή όχι. Αρκετοί πολιτικοί πιστεύουν πως η καλλιέργεια της κριτικής ικανότητας οδηγεί σε κοινωνικές συγκρούσεις. Υπάρχει όμως πραγματικά απόδειξη ότι αυτό ισχύει; Μήπως οι δεξιότητες κριτικής σκέψης δημιουργούν ολικά σκεπτόμενα άτομα δρώντα μέσα σε συγκροτημένα καλύτερες, και πιο ανθεκτικές κοινωνίες ;
Οι συζητήσεις αυτές είναι σημαντικές και κρίσιμες. Ασχολούμενοι με αυτές τις ιδέες ανοιχτά, μπορούμε να δημιουργήσουμε καλύτερες εκπαιδευτικές διαδρομές ,βέβαια όχι τέλειες, αλλά σίγουρα πιο ειλικρινείς και πιο ενδυναμωτικές από αυτές που έχουμε κληρονομήσει.