ΤΑ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΡΑΒΑ
Γράφει ο Ηλίας Σπυρόπουλος
Συνταξιούχος εκπαιδευτικός
✓ Αντλώντας και σήμερα κάποια ενδιαφέροντα από την καθημερινότητα, ας τα σχολιάσουμε, ας μας προβληματίσουν και ας γίνουν αφορμή να καταθέσουμε και δικές μας θέσεις και απόψεις.
✓ Ο θάνατος του τέως πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη πριν λίγες ημέρες έδωσε αφορμή να γυρίσουμε πίσω είκοσι και περισσότερα χρόνια. Τότε, που ο αποθανών ήταν εν ενεργεία πρωθυπουργός. Ακούστηκαν και τα υπέρ, ακούστηκαν και τα κατά και ο καθένας μας ανάλογα με την πολιτική του τοποθέτηση, όπως συμβαίνει στον τόπο μας, κατέθεσε τις απόψεις του και τα πιστεύω του.
Ακούστηκαν και έπαινοι, αλλά και κατηγορίες, που δεν πρέπει να λέγονται τη στιγμή που ο θανών οδεύει προς την τελευταίαν του κατοικίαν.
Ο γράφων δεν θα πάρει θέση διότι είναι της γνώμης, ότι κάθε δημόσιο πρόσωπο, ηθελημένα ή και αθέλητα θα χρεωθεί και με παραλείψεις καιμε μειονεκτήματα και με ενέργειες, που δεν είναι αρεστές σε μεγάλη μερίδα πολιτών.
Απλά θα τονίσει, ότι το πέρασμα του χρόνου και η Ιστορία, θα μας οδηγήσουν σε πιο ασφαλή συμπεράσματα.
Θα ασχοληθεί όμως με κάτι άλλο επίκαιρο στο οποίο διίστανται οι απόψεις των πολιτών. Εγράφη σε εφημερίδα και μ’ αυτό θα ξεκινήσουμε, ότι επιθυμία του θανόντα παλαιότερα ήταν να γίνει αποτέφρωση της σωρού του.
Τα τελευταία χρόνια άλλαξε γνώμη και άφησε εντολές να κηδευτεί με όλους τους κανόνες της ορθοδόξου πίστης μας και να γίνει κανονικά η ταφή του.
Δεν ζητούσε λαϊκό προσκύνημα, αλλά επιθυμούσε μια απλή κηδεία, χωρίς υπερβολές, όπως γίνεται με τον κάθε απλό πολίτη.
Ας δούμε λοιπόν που διίστανται οι απόψεις των πολιτών και πού γέρνει η ζυγαριά.
Η στήλη που αφουγκράζεται την καθημερινότητα καταθέτει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων Ορθοδόξων τάσσεται κατά της καύσης των νεκρών. Και να τι ακούγεται και πού εστιάζεται η γνώμη όλων. Ο αποχαιρετισμός των νεκρών μας σύμφωνα με τη θρησκευτική μας παράδοση είναι ιερός και δύσκολα παρακάμπτεται.
Το να επιλέξει κανείς να ταφεί με πολιτική κηδεία άψαλτος, να ριχτεί στην πυρά και να σκορπιστεί η στάχτη του στα κύματα και συγγενείς και φίλοι να πιουν τον πικρό καφέ και το κονιάκ στη μνήμη του γύρω από μία φωτογραφία του, αυτό δεν είναι αποχαιρετισμός.
Αυτό το γύρω από μία φωτογραφία είναι κάτι στο πουθενά.
Ο αποχαιρετισμός χωρίς προσευχή, χωρίς σταυρό, χωρίς μία λέξη για αντίο, χωρίς καμιά ελπίδα στο ψυχικό μας είναι, δεν είναι χαιρετισμός. Στο όνομα της δήθεν ατομικής ελευθερίας του καθενός μας και στο που θέλει να διατίθεται το σώμα του καταργούμε έθιμα, παραδόσεις, πιστεύω, που μας έρχονται από την αρχαιότητα και συνεχίστηκαν με άλλο τελετουργικό από την Ορθόδοξη πίστη.
Εάν ανατρέξουμε στην Ιστορία μας και κάνουμε συγκρίσεις με το τώρα, θα διαπιστώσουμε ότι αντέξαμε και δεν αλλοιωθήκαμε, ούτε μεταλλαχτήκαμε τα 400 χρόνια της τουρκικής υποτέλειας. Θρησκεία, γλώσσα, ήθη, έθιμα παραδόσεις μας κράτησαν ένα γένος ομοιογενές.
Με όλα τα καινούργια δήθεν του προοδευτισμού ανάμεσα και ο νέος τρόπος, καύσης νεκρών, η κατάργηση της θρησκευτικής κηδείας, με το τελετουργικό της και η αντικατάστασή της από την υψικάμινο και τα τόσα – τόσα καινούργια δρώμενα σε τούτον τον πολυπαθή τόπο, ένα στόχο έχουν.
Τη διάλυση των πάντων.
Ευτυχώς το μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, οι παλιότερες γενιές και πολύ μεγάλο μέρος της καινούργιας γενιάς, δεν ταυτίζονται μ’ αυτά στα οποία εκτενώς αναφερθήκαμε.
Ο γράφων συμφωνεί με τα σωστά και λογικά της κοινωνικής μας προόδου και καταθέτει ότι ο καθένας μας είναι ελεύθερος να κάνει, ότι θέλει τον εαυτό του, αλλά τάσσεται με αυτά που ζητά το μέγιστο μέρος του ελληνισμού, αυτά που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας και αυτά που μας κράτησαν ενωμένους στο διάβα των αιώνων. Ας μην διαλύσουμε παραδόσεις εκατονταετιών μέσα σε λίγα χρόνια κοινωνικών ανακατατάξεων.
✓ Συνταξιούχος μέλος του Συλλόγου Συνταξιούχων του Δημοσίου νομού Φθ/δος, μου τηλεφώνησε και με ρώτησε, αν ως μέλος του Δ/Σ του Συλλόγου μας γνωρίζω αν υπάρχει κάτι νεώτερο από την εκδίκαση των προσφύγων για τα ζητούμενα αναδρομικά.
Του έδωσα αρνητική απάντηση και ότι βρισκόμαστε σε αναμονή.
Τότε αυτός αγανακτισμένος σφόδρα μου είπε: «Δεν έχω άλλο πόρο ζωής και όταν συνταξιοδοτήθηκα με τη σύνταξή μου εγώ και η γυναίκα μου ζούσαμε αξιοπρεπώς. Με την μνημονιακή καταιγίδα και τα μέτρα του τότε υπεύθυνου πολιτικού κατεστημένου η σύνταξή μου μειώθηκε 35% και περισσότερο.
Από τότε και μετά αγχομαχώ να αντεπεξέρχομαι οικονομικά και από τις 20 του μηνός και μετά προσπαθώντας να τακτοποιώ όλες μου τις υποχρεώσεις σφίγγω στην τελευταία τρύπα το ζωνάρι και περιμένω να έλθει το τέλος του μήνα.
Επί 12 χρόνια υφιστάμεθα, με τον πληθωρισμό διαρκείς μειώσεις.
Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια δεν μπόρεσαν οι εκάστοτε κυβερνώντες να αποκαταστήσουν έστω και μέρος αυτής της κατάφωρης αδικίας. Ντροπή τους. Και θα σου πω και κάτι άλλο.
Ανήκω παλαιόθεν στο δεξιό, νυν κυβερνητικό χώρο και εκεί ψηφίζω. Τώρα αν είμαι στη ζωή και ξαναγίνουν εκλογές δεν πρόκειται να δουν τη ψήφο μου. Και επειδή και όλο το φάσμα της αντιπολίτευσης έχει τα μαύρα του χάλια, δεν πρόκειται να πάω καθόλου να ψηφίσω. Θα κάνω αποχή». Και ο γράφων του απάντησε:
«Σωστά όλα όσα μου είπες. Και συμφωνώ μαζί σου. Όμως δεν συμφωνώ στο θέμα της αποχής. Η ψήφος είναι το υπέρτατο καθήκον του δημοκρατικού πολίτη.
Όταν έλθει η ώρα, να το σκεφτείς, να κάνεις την κατά τη γνώμη σου καλύτερη επιλογή και να ασκήσεις το εκλογικό σου δικαίωμα. Έχεις καθήκον». Εδώ τελείωσε η συζήτησή μας. Τα συμπεράσματα ανήκουν στον αναγνώστη της στήλης.
✓ Μ’ αυτές τις ενδιαφέρουσες επισημάνσεις, συνυφασμένες και με τις δικές της θα κλείσει και η σημερινή στήλη ελπίζοντας, ότι και στην επόμενη παρουσία της θα έχει κάτι αξιόλογο να παρουσιάσει.