Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ : ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΙΩ. ΜΕΤΑΞΑ - Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ’97 ΔΙΑΔΟΧΟΣ

Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος.

 

Εμίρμπεη, 8 Μαϊου 1897

Το χωρίον σύγκειται εκ δύο οικιών – εξ ων εις την μίαν, περιβαλομένη υπό πενιχρού κήπου, κατώκει ο Διάδοχος, και εις την άλλην εμείς - ενός μεγάλου οικοδομήματος, μετά παραρτημάτων, εις το άλλον άκρον - της πλατείας απέναντι  ημών (όπου ενεκατέστη το τηλεγραφείον και η χωροφυλακή), μιας πτωχής εκκλησίας, και πλήθους αθλίων καλυβών -  είναι, επομένως, τσιφλίκι.  Κείται επί επιπέδου και γλοιώδους πεδιάδος και είναι γυμνόν δένδρων, περιβάλλεται δε επί μεγίστης εκτάσεως υπό σιτοφόρων αγρών…

Ίππευσα, λοιπόν και διηυθύνθην εις Λαμίαν. Διασχίσας δε την πόλιν, πλήρη στρατιωτών  και κατάκλειστον, έφθσα εις Ταράτσαν, και εύρον τον Δημόπουλον εις το μεγάλον τετράγωνον οικοδόμημα.

Ανήλθον σαθράν κλίμακα και εισήλθον εις υπερώον τι, όπου του μετέδωκα τας διαταγάς ας εκόμιζον, «- Και αν οι Τούρκοι μας επιτεθούν και ουδεμίαν δίδουν προσοχήν  ούτε εις λευκήν σημαίαν ούτε εις ανακωχήν ;» -«Τότε θα αντισταθήτε» τω απήντησα. –« Έχετε τοιαύτην διαταγήν ;» -«Όχι, απεκρίθην, αλλά αι διαταγαί ας κομίζω είναι μέτρα προς πρόληψιν  παρεξηγήσεως, αν δεν συμβή ο,τι μου λέγετε, τότε δεν είναι πλέον παρεξήγησις» Τω υπεσχέθην να φροντίσω να του σταλούν και ανεχώρησα…

Εκείθεν δεν ηδυνάμην να μεταβώ προς Μπεκί, καθόσον η Δαϊτσά κατείχετο υπό εχθρικών αποσπασμάτων. Επέστρεψα λοιπόν πάλιν εις Λαμίαν, ειδοποιήσας καθ’ οδόν τον διοικητήν του 5ου συντάγματος και το Ζαφειράκην, όστις μου είπεν ότι πρέπει να ειδοποιήσω και τον υποστράτηγον διότι αυτός δεν ευρίσκετο εις καλάς μετ’ αυτού σχέσεις.

Διελθών την Λαμίαν πλήρη στρατιωτών, κατήλθον εις την μεγάλην οδόν Καρπενησίου, έκαμψα προς δυσμάς και εβάδισα προς Μπεκί. Ήδη μεγάλα σύννεφα είχον καλύψει τον ουρανόν, έβρεχε δε ραγδαίως ότε, περί την μεσημβρίαν, έφθσα εις Μπεκί, αφήσας την οδόν παρά τινα βρύσην.

Εις Μπεκί άφησα τον ίππον μου υπό τι παράπηγμα με τον ιπποκόμον μου, και εισήλθον εις καλόν τι οίκημα, όπου διέμεινεν η διοίκησις του εκεί τάγματος.

Ο διοικητής εκοιμάτο, εξύπνησα τον γραμματέα του και τον ειδοποίησα περί της εντολής μου. .. έφαγα τεμάχιον άρτου , εξήλθον του Μπεκί και ηκολούθησα παλιν την μεγάλην οδόν , διευθυνόμενος προς Λιανοκλάδι.

Συνήντων καθ’ οδόν ομάδας Γαριβαλδινών φορτωμένων χήνας και όρνιθας, προερχομένας εκ  λεηλασιών.  

Τέλος, περί τας 2 ½  έφθασα εις Λιανοκλάδι. Επέζευσα λοιπόν υπό την σκέπην μαγαζίου τινός.

Ευρίσκετο δε εκεί ο Ι. Δημητρακόπουλος, ανθυπολοχαγός του πεζικού, εις άλλος ανθυπολοχαγός και εις Γαριβαλδινός - Αθηναίος, όσις έστρεφεν άνωθεν αστρακιάς ισχνήν τινα όρνιθα.

Το Λιανοκλάδι ήτο εγκαταλελλειμμένον, πολαί οικίαι και μαγαζεία ήσαν ανοικτά  και διηρπαγμένα, εφαίνετο δε εις το εσωτερικόν  των η φοβερά καταστροφή την οποίαν είχον κάμει οι αντάρται και οι Γαριβαλδινοί.  Ηκούοντο εις τα πέριξ συχνοί πυροβολισμοί- είσαν στρατιώται και αντάρται  φονεύοντες βόδια ή πρόβατα, ως μου είπεν χωρικός τις παρατυχών εκεί.

Παρά του χωρικού τούτου έμαθα ότι εις τον Στύρφακα δεν ήσαν ιδικά μας στρατεύματα, ούτε εις το Ζέλι, και ότι το τουρκικόν ιππικόν είχε κατέβει εις Στύρφακα.  

Επειδή όμως αι πληροφορίαι του ήσαν συγκεχυμέναι, τον έστειλα να μου εύρη τον πάρεδρον του χωρίου. Εν τω μεταξύ η βροχή εξηκολούθει και συνωμιλούμεν με τον Δημητρακόπουλον, όστις εφρόνει ότι το στράτευμα ήτο άριστον και ανδρείον  και ότι η αιτία του κακού ήτο η διοίκησις, δηλαδή ο Διάδοχος, η ομιλία μας κατέληξεν εις σφοδράν συζήτησιν… Απεφάσισα να μεταβώ εις Ζέλι, να βεβαιωθώ αν υπήρχον εκεί στρατεύματα και επιστρέφων, να διευθυνθώ προς Στύρφακα, αφού λάβω εις Ζέλι πληροφορίας.

Επλησάζον εκεί ότε είδον 400 μέτρα περίπου μακράν μου πέντε ιππείς, οίτινες μόλις είχον αφήσει την οδόν και διευθύνοντο εκ Ζελίου προς Στύρφακα.

Εσταμάτησα και παρετήρησα δια του τηλεσκοπίου μου, αλλά δεν ηδυνάμην να διακρίνω  καλως ένακα ηλίου.  Έλληνες ιππείς δεν ήσαν βέβαια - ώστε, ίσως ήτο εχθρική τις περίπολος.

Είπον εις τον ιππέα μου να ετοιμάση το όπλον του, εξήγαγον το περίστροφόν μου και διηυθύνθην τροχάζων προς αυτούς. Αυτοί με ανέμενον, τους επλησίασα , ήταν χωρικοί, οι οποίοι διηυθύνοντο και αυτοί προς Στύρφακα, ήτο το χωρίον των και μετέβαινον ίνα εξασφαλίσουν τον σίτον των.

Διήλθον δια του Ζέλι, το οποίον ήτο έρημον, άπαξ ο στρατός είχεν υποχωρήσει εις τας πρόποδας της Οίτης. Απεφάσισα να μεταβώ μετ’ αυτών εις Στύρφακα.

Ήσαν ένοπλοι, απετελούμεν επόμένως αρκετήν δύναμιν, αν ήθελεν είσθαι εχρικαί  περιπολίαι εις Στύρφακα.  Το χωρίον ήτο κενόν.  Οι εν αυτώ δύο άνθρωποι με επληροφόρησαν ότι εχθρικά αποσπάσματα είχον μεταβεί εις Δερβέν-Καρυάν, αλλ’ απεδιώχθησαν υπό των χωρικών.

Αφήκα λοιπόν τους χωρικούς.  Επέστρεψα τροχάζων και συνήντησα, μετ’ αρκετήν ώραν, την μεγάλην οδόν μεταξύ Λιανοκλαδίου και Μπεκί, εκείθεν δε κεντών διαρκώς τον καταπονημένον ίππον μου, έφθασα το εσπέρας εις Λαμίαν.  Επρόκειτο να παρέλθω ταύτην, ότε παρετήρησα εις το δυτικόν αυτής άκρον στρατόπεδον τινα, ήτο το 4ον σύνταγμα, το  οποίον είχε προφυλακάς μεταξύ Μπεκί και Ταράτσας. Έπρεπε να τω ειδοποιήσω.  Ανήλθον λοιπόν αποτομωτάτην τινά κλιτύν και εύρον τον Βρεττόν εντός ατμομύλου τινός.  Ήτο ωχρός και καταβεβλημένος. Τον ειδοποίησα περί της εντολής μου και τέλος ανεχώρησα.

Ότε εισήλθον εις την εκ Λαμίας προς Αλαμάναν οδόν και να εισέλθω εις τινα, ανατολικώς αυτής, ατραπόν,  χάριν συντομεύσεως του δρόμου. Μετ’ ολίγον, ένεκα του σκότους, έχασα τον δρόμον και έπεσα εντός αγρών.  Νετά μεγίστου κόπου διέσχιζον τας στάχεις, οίτινες ήσαν υψηλότεροι εμού και πλήρεις υγρασίας ένεκα της βροχής.

Είχα γίνει μούσκεμα. Επί πολλήν ώραν διηρχόμην κατ’ αυτόν τον τρόπον, τέλος, κατώρθωσα να εξέλθω.  Έπεσα όμως εις καλλιεργημένους αγρούς, διασχιζομένους υπό τάφρων και μετά μεγίστης δυσκολίας κατώρθωσα να διέλθω και να φθάσω εις  Εμίρμπεη.  

Ο ίππος μου ήτο άχρηστος εκ των κακουχιών. Έστρωσα το υπόσαγμα του ίππου μου. Θα σκεπασθώ με τον μανδύαν και τον μουσαμά μου. Ο σάκκος μου θα χρησιμεύση ως προσκεφάλαιον.  

Σημείωση: Mπεκί είναι η σημερινή κοινότητα Σταυρός.
Ατμόμυλος, πολύ πιθανώς είναι οι Μύλοι Κρόκου και Μουζέλη στην οδό Έσλιν.

 

Εύγλωτη και πικρή για την τύχη του ελληνοτουρκικού πολέμου είναι η γελοιογραφία του Σουρή, στο φύλλο του «Ρωμηού», στις 11 Οκτωβρίου 1897.