Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Πότε φωτογραφίστηκε για πρώτη φορά η Ακρόπολη;

Η ιστορία της αρχαιολογικής φωτογραφίας από τη γέννησή της ως την έλευση της ψηφιακής εκδοχής της παρουσιάζεται στη βραβευμένη μελέτη της αρχαιολόγου Μυρτιάς Χέλνερ

Τα Προπύλαια της Ακρόπολης απεικονίζονται στην πρώτη, πιθανότατα, γνωστή φωτογραφία από την Ελλάδα που τραβήχτηκε το 1839, με τον Παρθενώνα και τους Στύλους του Ολυμπίου Διός να ακολουθούν.

 Η πρώτη σωζόμενη πανοραμική άποψη της Ακρόπολης – πολύτιμο τεκμήριο τόσο για τον ίδιο τον Βράχο και τα μνημεία του, όσο και για την πόλη των Αθηνών – είναι μια διπλή δαγγεροτυπία του 1842, διαστάσεων 24,1×9,5 εκ. η καθεμία, που εστιάζει στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης και της γειτονιάς των Αναφιώτικων.

Οι καλοτυπίες δε που τράβηξε ο Γάλλος Εζέν Πιό το 1852 έχοντας στο επίκεντρο τον Ιερό Βράχο, τρία χρόνια αργότερα, στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού βραβεύονται με το μετάλλιο Α’ τάξης και ο δημιουργός τους αναδεικνύεται ως ένας από τους πρώτους που εμπορεύεται ταξιδιωτικές φωτογραφίες.

Σελίδες από μια ιστορία που είναι άγνωστη εν πολλοίς, καθώς θεωρείται – και όχι άδικα – ειδικού ενδιαφέροντος. Η μελέτη, ωστόσο, της αρχαιολόγου Μυρτιάς Χέλνερ «Ιστορία της αρχαιολογικής φωτογραφίας στην Ελλάδα» (εκδ. ΟΤΑΝ), η οποία απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου – Κριτικής 2024 και περιλαμβάνει πρόλογο του ακαδημαϊκού και ομότιμου καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Μανόλη Κορρέ, δεν καλύπτει απλώς ένα κενό στη βιβλιογραφία. Εστιάζει στην αρχαιολογική φωτογραφία (της οποίας η ιστορία δεν έχει μελετηθεί εξίσου διεξοδικά με εκείνη της φωτογραφίας στην Ελλάδα εν γένει) από τη γέννησή της ως την έλευση της ψηφιακής εκδοχής της.

«Κρύβει» μέσα στις 572 σελίδες, πλάι στις εξειδικευμένες τεχνικές πληροφορίες και ζητήματα αισθητικής, ενδιαφέροντα στοιχεία για τον μέσο αναγνώστη, που συνδέουν την αρχαιολογική φωτογραφία με τα μνημεία και την εποχή τους. Του επιτρέπει να γνωρίσει πρόσωπα – κάποια γνωστά στο ευρύ κοινό όπως ο Φρεντ Μπουασονά και άλλα όχι, αλλά με σπουδαία συμβολή, όπως o καινοτόμος Γκέστα Χέλνερ του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (1962-1984) που χρησιμοποίησε άγνωστο ως τότε στην Ελλάδα φωτογραφικό εξοπλισμό και υπήρξε «ο πρώτος που απαλλάχτηκε οριστικά από τον εξπρεσιονισμό των προκατόχων του». Να απολαύσει ανεκδοτολογικά στοιχεία και να κατανοήσει πώς οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι κοινωνικές αλλαγές τροποποιούν το βλέμμα του φωτογράφου και τον ωθούν να προσεγγίσει με διαφορετικό τρόπο το θέμα του, είτε πρόκειται για ένα μνημείο, είτε για έναν αρχαιολογικό χώρο ή για ένα μεμονωμένο εύρημα.

 

Το πρώτο φωτογραφείο

Τέτοιες στιγμές είναι η «γνωριμία» με τον Φίλιππο Μαργαρίτη, ο οποίος ανοίγει το πρώτο φωτογραφείο στην Αθήνα το 1848 διατηρώντας το μονοπώλιο και γίνεται ο πρώτος Έλληνας φωτογράφος που όχι μόνο λαμβάνει μέρος στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1855 αλλά βραβεύεται για τη φωτογράφιση των αναγλύφων του Παρθενώνα. Και με τον Κωνσταντινουπολίτη Κωνσταντίνο Αθανασίου, ο οποίος ανοίγει δικό του φωτογραφείο στην Αθήνα το 1877 και είναι ο πρώτος που ασχολείται αποκλειστικά με την απεικόνιση αρχαίων μνημείων.

Όσο προχωρούν τα χρόνια και οι τεχνικές δυσκολίες ξεπερνιούνται δίνοντας τη θέση τους κυρίως σε αισθητικούς προβληματισμούς, η παρουσία των φωτογραφιών με αρχαιολογικό περιεχόμενο αυξάνεται αριθμητικά, ενώ πλέον σήμερα, χάρη και στην ψηφιακή τεχνολογία, αποτελούν μαζί με το γραμμικό σχέδιο τις δύο κυριότερες οπτικές μεθόδους τεκμηρίωσης στην επιστήμη της αρχαιολογίας, καθώς η ανασκαφική φωτογραφία οπτικοποιεί τη φθορά – όπως σημειώνει η Μυρτιά Χέλνερ – και η εξέλιξη της ανασκαφικής φωτογραφίας σχετίζεται και με την εξέλιξη της αρχαιολογικής επιστήμης. Υπό αυτές τις συνθήκες οι ξένες αρχαιολογικές σχολές αποκτούν δικό τους εξοπλισμό. Οι αρχαιολόγοι αναλαμβάνουν συχνά τον ρόλο και του φωτογράφου, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι το αρχαιολογικό περιοδικό της Γαλλικής Σχολής Αθηνών (BCH) φιλοξένησε το 1878 μόλις 12 καρέ, το 1900 ο αριθμός τους ανήλθε στα 80. Αντιστοίχως το φωτογραφικό αρχείο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου το 1891 διέθετε 1.500 γυάλινες πλάκες, το 1901 περί τα 7.000 αρνητικά και το 1912 περίπου 14.000 φωτογραφίες.

 

Νεκροί και αγάλματα

Η διαδρομή έχει πολλές και ενδιαφέρουσες οπτικές γωνίες, από τις οποίες η συγγραφέας προτρέπει τον αναγνώστη να την προσεγγίσει, ώστε να παρατηρήσει πλέον όχι μόνο το θέμα της εκάστοτε φωτογραφίας, αλλά τα όσα μαρτυρά ο τρόπος λήψης της και η τεχνική του καλλιτέχνη, παράμετροι που δεν συνδέονται μόνο με την αντίληψη του φωτογράφου και τα μέσα που διαθέτει, αλλά και τις ιδέες που επικρατούν σε κάθε εποχή.

Χαρακτηριστικό είναι το πώς συνδέει τη φωτογράφιση των γλυπτών με εκείνη των πορτρέτων. «Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι στις αρχές της φωτογραφικής εξέλιξης ιδιαίτερα δημοφιλή θέση κατέχει η νεκρική φωτογραφία. Η φωτογράφιση νεκρών έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη των αγαλμάτων. Πρόκειται, θα έλεγε κανείς, για ακίνητα ανθρώπινα ομοιώματα που φωτογραφίζονται», γράφει και επισημαίνει ότι η φωτογράφιση ζωντανών ανθρώπων είναι δυσκολότερη από εκείνη των αντικειμένων.

Στην αναλυτικότατη έρευνά της η αρχαιολόγος με ειδικότητα στη μελέτη φωτογραφικών αρχείων δεν παραλείπει να εντάξει στο βιβλίο της και μια σύντομη, αλλά μεστή σκιαγράφηση της ιστορίας της φωτογραφίας, όπως και να αναφερθεί και στην ανάγκη αποτύπωσης των ελληνικών αρχαιοτήτων πριν από την εφεύρεση της φωτογραφίας – ζητούμενο των ξένων ταξιδιωτών στην Ελλάδα σε όλες τις εποχές – μεταφέροντας μεταξύ πολλών άλλων την περιπέτεια του βρετανού ζωγράφου Εντουαρντ Ντόντγουελ, ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα στα πρώτα χρόνια του 19ου αι. και θέλησε να σχεδιάσει τα μνημεία του Ιερού Βράχου με τη βοήθεια της camera obscura: «Μια μέρα καθώς προσπαθούσα να σχεδιάσω τον Παρθενώνα ο Δισδάρης (σ.σ. τούρκος φρούραρχος) έκπληκτος με ρώτησε με φανερή ανησυχία τι σκάρωνα με αυτή την παράξενη μηχανή. Επιχείρησα να του εξηγήσω τοποθετώντας ένα άσπρο φύλλο χαρτιού και βάζοντάς τον να κοιτάξει μέσα στον θάλαμο. Μόλις είδε τον ναό να αντανακλάται πάνω στο χαρτί (…) φαντάστηκε πως το κατόρθωσα χάρη σε κάποια μαγική διαδικασία. Καθώς ξανακοίταξε διστακτικά μέσα στον σκοτεινό θάλαμο έτυχε να περάσουν μερικοί στρατιώτες του μπροστά στο αντανακλαστικό γυαλί της μηχανής. Και μόλις τους είδε να περπατούν πάνω στο χαρτί με αποκάλεσε γουρούνι, διάβολο και Βοναπάρτη. Και μου είπε ότι αν ήθελα μπορούσα να αποσπάσω από την Ακρόπολη και τον ναό και τις πέτρες, αλλά δεν θα μου επέτρεπε ποτέ να κλείσω με μάγια τους στρατιώτες του στο κουτί μου».

Ο Ντόντγουελ διαπιστώνοντας πως ήταν μάταιο παρά τις προσπάθειές του να του εξηγήσει πώς λειτουργούσε η camera obscura, τον απείλησε πως αν δεν τον αφήσει ήσυχο θα βάλει τον ίδιο στο κουτί και θα ήταν πολύ δύσκολο να ξαναβγεί. Πανικοβλημένος ο φρούραρχος αποτραβήχτηκε και ουδέποτε ξαναενόχλησε τον βρετανό επισκέπτη.

Premium έκδοση ΤΑ ΝΕΑ

 

 
 

    

 

Απόψεις

Γράφει ο Ηλίας ΣπυρόπουλοςΣυνταξιούχος εκπαιδευτικός ✓  Και τη σημερινή στήλη θα την απασχολήσουν θέματα επίκαιρα τα οποία θα αντλήσει από την καθημερινότητα,...

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.