Γαλλία: Διπλή πίεση μετά τις εκλογές από την ΕΕ και τις αγορές για συγκράτηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του χρέους
Κάτω από διπλή πίεση για συγκράτηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του υψηλού χρέους της θα βρεθεί η Γαλλία μετά τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση θα σχηματιστεί.
Από τη μία πλευρά θα υπάρχει πίεση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την οποία θα πρέπει η νέα κυβέρνηση να διαπραγματευτεί ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που θα μειώνει σταδιακά το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ από 5,5% που ήταν πέρυσι και θα θέτει σε πτωτική τροχιά το χρέος, το οποίο κινείται πάνω από το 112% του ΑΕΠ.
Το νέο πρόγραμμα θα διαμορφωθεί με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, οι οποίοι προβλέπουν την θέσπιση ενός πλαφόν στις δημόσιες δαπάνες. Η Γαλλία έχει τεθεί από την Κομισιόν σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία για το πρόγραμμα, ή αν αυτό δεν εφαρμοστεί, θα διατρέχει τον κίνδυνο κυρώσεων.
Από την άλλη πλευρά, θα έχει να αντιμετωπίσει τις αγορές, οι οποίες είναι κατά κανόνα ο πιο σκληρός κριτής της δημοσιονομικής πολιτικής των χωρών. Οι αγορές έδειξαν τις διαθέσεις τους αμέσως μετά την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών από τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, καθώς ανησυχούν για δημοσιονομικό εκτροχιασμό μετά τις εκλογές.
Το spread των γαλλικών 10ετών κρατικών ομολόγων, δηλαδή η διαφορά της απόδοσής τους σε σχέση με αυτή των αντίστοιχων γερμανικών τίτλων, αυξήθηκε πάνω από τις 80 μονάδες βάσης την περασμένη εβδομάδα, στο υψηλότερο επίπεδο από την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη το 2012. Μετά το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των εκλογών την περασμένη Κυριακή, το spread μειώθηκε κάτω από τις 70 μονάδες βάσης, αλλά είναι υψηλότερο από τις 50 μ.β. που ανερχόταν πριν την προκήρυξη των εκλογών. Η υποχώρησή του οφείλεται στο ότι ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός, το κόμμα της Μαρίν Λεπέν, ήρθε πρώτο με ποσοστό 33%, χαμηλότερο όμως απ' ό,τι έδειχναν οι δημοσκοπήσεις, ενώ δημιουργήθηκε και ένα μπλοκ από τα υπόλοιπα κόμματα στον δεύτερο γύρο των εκλογών.
Σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg, οι επενδυτές θεωρούν ότι είναι πολύ δύσκολο ή απίθανο να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία η Λεπέν στον δεύτερο γύρο, να κερδίσει δηλαδή τουλάχιστον 289 από τις 577 έδρες της γαλλικής Βουλής.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι και το εναλλακτικό σενάριο θα είναι ένα δύσκολο σενάριο που μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικό αδιέξοδο. Και αυτό, επειδή τα άλλα κόμματα - του Μακρόν και των κεντρώων συμμάχων του αφενός και των αριστερών κομμάτων που συγκρότησαν το Νέο Εθνικό Μέτωπο - έχουν μεγάλες διαφορές στα προγράμματά τους.
Επομένως, με δεδομένο ότι δεν είναι δυνατόν, με βάση το σύνταγμα, να προκηρυχθούν νέες βουλευτικές εκλογές για ένα χρόνο, η όποια κυβέρνηση σχηματισθεί από το αντί - Λεπέν μέτωπο θα βασίζεται σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Αυτό παραδέχθηκε και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, ο σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος δήλωσε έτοιμος να αναλάβει επικεφαλής σε μία τέτοια κυβέρνηση.
Για τους επενδυτές μία τέτοια κυβέρνηση από το αντι- Λεπέν μέτωπο θα ήταν προτιμότερη από μία αυτοδύναμη ακροδεξιά ή αριστερή κυβέρνηση. Το αν θα μπορέσει, όμως, αυτή να ακολουθήσει μία στοιχειώδη δημοσιονομική προσαρμογή μένει να φανεί.
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope Ratings εκτίμησε ότι, είτε με αυτοδυναμία της Λεπέν είτε με μία Βουλή χωρίς αυτοδυναμία, θα καθυστερήσουν οι αναπτυξιακές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Γαλλία, με αποτέλεσμα να υπάρξει πίεση για υποβάθμιση του αξιόχρεου της.
Ο Scope θεωρεί ότι είναι πλέον εκτός πραγματικότητας το πρόγραμμα της απερχόμενης κυβέρνησης για μείωση του ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ το 2027.
Θεωρεί επίσης ότι οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά το εύρος και την πορεία της μεταρρυθμιστικής ατζέντας της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων της προόδου για την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, την Ένωση Κεφαλαιαγορών και το μέγεθος και των προτεραιοτήτων του επόμενου προϋπολογισμού της ΕΕ. Επιπλέον, είναι πιθανόν να δοκιμαστεί και η αξιοπιστία του νέου συμφώνου σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ