Ήταν η ησυχία πριν από την καταιγίδα.

Με ένα βλέμμα μπορούσε να αποτυπώσει τρόμο, εξουσία ή κατάρρευση. Ήταν η ενσάρκωση της αυστηρής, ακίνητης ερμηνείας: το πρόσωπό του δεν εξέφραζε το συναίσθημα — το συγκρατούσε, και ο θεατής έβλεπε αυτή τη μάχη να συμβαίνει μπροστά στην κάμερα.

Σε περισσότερες από 100 ταινίες και σε μια καριέρα επτά δεκαετιών, κινήθηκε ανάμεσα στα έπη των σαμουράι και στα πιο σκοτεινά ψυχολογικά δράματα της ιαπωνικής μεταπολεμικής εποχής.

 

Από τα ερείπια του πολέμου στη σκηνή

Ο Νακαντάι γεννήθηκε το 1932 στο Τόκιο. Μεγάλωσε σε μια πόλη που είχε διαλυθεί από τους βομβαρδισμούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη γενιά του, η ανάγκη για ανασυγκρότηση δεν ήταν ιδέα — ήταν καθημερινότητα.

Μετά τον πόλεμο, στράφηκε στο θέατρο και εκπαιδεύτηκε στο κίνημα Shingeki, που εισήγαγε στα ιαπωνικά πλατό ένα νέο, ρεαλιστικό τρόπο ερμηνείας, μακριά από την υπερβολή και τα σύμβολα του παραδοσιακού Καμπούκι. Εκεί έμαθε να «ζυγίζει» το σώμα και τη σιωπή.

 

Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ήταν σχεδόν αστεία ως προς το μέγεθος: τρία δευτερόλεπτα στο «Οι Επτά Σαμουράι» (1954) του Κουροσάβα. Ο Νακαντάι απλώς περνά από έναν δρόμο.

Ο Κουροσάβα τον έβαλε να επαναλάβει το περπάτημα ξανά και ξανά.

Ο Νακαντάι αργότερα δήλωσε: «Αν δεν ήταν εκείνη η σκηνή των τριών δευτερολέπτων, ίσως να μην είχα καριέρα.»

Η αναμέτρηση με τον Τοσίρο Μιφούνε

Στα ‘60s, δύο άντρες κυριαρχούν στον ιαπωνικό κινηματογράφο.

Ο Τόσιρο Μιφούνε: έκρηξη ενέργειας, άγριο ένστικτο.

Ο Τατσούγια Νανκατάι: ακρίβεια, σιωπηλή υποβόσκουσα δύναμη.

Στις ταινίες «Yojimbo», «Sanjuro» και «Samurai Rebellion», ο ένας απέναντι στον άλλον, οι μονομαχίες τους δεν ήταν απλώς σκηνές δράσης, αλλά συγκρούσεις φιλοσοφίας.

Ο Μιφούνε ήταν η φωτιά.

Ο Νακατάι ήταν το ατσάλι που δεν έσπαγε.

Το βλέμμα ενός βασιλιά που καταρρέει

Το 1985, ο Ακίρα Κουροσάβα αποφασίζει να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ, αλλά όχι ως θεατρική τραγωδία. Το «Ran» είναι μια αποκαλυπτική γεωγραφία της ανθρώπινης κατάρρευσης. Τα χρώματα, οι κινήσεις, ο άνεμος, τα πυκνά σύννεφα σκόνης — όλα λειτουργούν σαν μια τεράστια σκηνή που περιμένει τον άνθρωπο να χαθεί μέσα της. Στο κέντρο της ιστορίας στέκεται ο Τατσούγια Νακαντάι.

 Ο Νακαντάι δεν παίζει έναν βασιλιά που γερνά. Παίζει έναν άνθρωπο που χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Οι κινήσεις του είναι μετρημένες, σχεδόν τελετουργικές. Το σώμα του παραμένει ακίνητο, συχνά άκαμπτο, σαν άγαλμα μπροστά σε θύελλα. Όσο όμως ο κόσμος του διαλύεται, τα μάτια του αλλάζουν. Ανοίγουν λίγο περισσότερο σε κάθε σκηνή, σαν να καταλαβαίνει ξαφνικά πόσο μικρή είναι η ισχύς που νόμιζε ότι κατείχε. Ο Κουροσάβα επέμενε στη σιωπή. Του ζητούσε να μην αντιδρά με κινήσεις, αλλά με βλέμμα.

Σε συνέντευξή του χρόνια αργότερα, ο Τατσούγια Νακαντάι αποκάλυψε ότι ο σκηνοθέτης τον έβαζε να περπατάει ξανά και ξανά μέσα στη σκόνη και τον άνεμο, όχι γιατί δεν ήταν σωστή η λήψη, αλλά γιατί ήθελε να τον «φθείρει». Ήθελε η κόπωση και η εξάντληση να περάσουν στο πρόσωπό του. Ο ίδιος ο ηθοποιός είχε πει: «Δεν ήταν ρόλος. Ήταν θυσία.» Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές σκηνές, ο βασιλιάς που υποδύεται δείχνει σαν άνθρωπος που έχει χάσει όχι μόνο την εξουσία, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.

 

Το αποτέλεσμα είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές ερμηνείες στην ιστορία του κινηματογράφου. Δεν βλέπουμε την τρέλα να έρχεται απότομα· τη νιώθουμε να εισχωρεί μέσα του, αργά, σιωπηλά, μέχρι που τον αδειάζει. Στο «Ran» δεν βλέπουμε απλώς την πτώση μιας αυτοκρατορίας. Βλέπουμε την πτώση ενός ανθρώπου που πίστεψε ότι μπορούσε να ελέγξει τους πάντες, εκτός από τον εαυτό του.

Ο Κουροσάβα είχε πει κάποτε για τον Νακαντάι: «Μπορεί να σωπάσει και να γεμίσει το κάδρο». Στο «Ran», το κάνει. Και το κάδρο δεν χωρά κάτι περισσότερο.

Το πιο σκληρό ταξίδι

Στην τριλογία «The Human Condition» (1959–1961) του Μασάκι Κομπαγιάσι, ο Νακαντάι υποδύεται έναν άντρα που μετατρέπεται από ιδεαλιστή σε στρατιώτη κι από στρατιώτη σε αιχμάλωτο πολέμου.

Είναι ένας ρόλος φτιαγμένος από ηθικά ναρκοπέδια.

Οι κριτικοί τον αποκάλεσαν «μία από τις μεγαλύτερες ερμηνείες στην ιστορία του σινεμά».

Ο Τσακ Στίφενς έγραψε: «Αν οι Επτά Σαμουράι ήταν επτά, ο Νακαντάι ήταν ο όγδοος.»

Έτσι του έμεινε και το προσωνύμιο: Ο Όγδοος Σαμουράι.

Μια σχολή, μια κληρονομιά

Το 1975, ίδρυσε την Mumeijuku στο Τόκιο: μια σχολή υποκριτικής για νέους ηθοποιούς.

Εκεί ο Νακαντάι δίδασκε όχι πώς να παίζουν έναν ρόλο, αλλά πώς να ζουν μέσα του.

Ήταν παντρεμένος επί 40 χρόνια με την ηθοποιό και συγγραφέα Τομόε Ριου, η οποία πέθανε το 1996.

Μετά τον θάνατό της, ο Νακαντάι αποσύρθηκε σταδιακά από τα φώτα, αλλά ποτέ δεν έπαψε να διδάσκει.

Έλεγε συχνά: «Ο ηθοποιός πρέπει να αναπνέει πριν μιλήσει. Όλα τα άλλα είναι θόρυβος.»

Το τέλος

Ο Τατσούγια Νακαντάι δεν αναζητούσε τη λάμψη. Δεν κυνηγούσε τη δόξα. Δεν έπαιζε με θόρυβο.

Κι έτσι έφυγε: σε σιωπή.

Η κληρονομιά του όμως είναι σίγουρα εκκωφαντική.

ΠΗΓΗ ΙΝ.GR