Θεού θέλοντος Μπήκαμε στη Σαρακοστή
Γράφει η Αρχοντούλα Ζωγραφοπούλου-Τσιάμη
Πέρασαν οι Αποκριές που όλος ο ελληνικός λαός περίμενε να ξεδώσει από τα πολλά φορτία που κουβαλάει, καθώς και η Καθαρή Δευτέρα με τα Κούλουμα, αυτή την αμετακίνητη συνήθεια, αυτό το έθιμο, όπως και η χαρά παιδιών ακόμα και μεγάλων με το σήκωμα του αετού. Όπου μπήκαμε πια οριστικά στη μακριά σαρακοστή των πενήντα ημερών ως την Ανάσταση του Χριστού μας.
Ήρθε η Σαρακοστή αυτή η μακριά για να μας θυμίσει, πως πέραν από τη θρησκευτική μας πορεία μέχρι την Πασχαλιά, πως υπάρχουν και άλλα πράγματα που πρέπει να μπουν στις προτεραιότητές μας. Όπως, πως πρέπει να κοιτάξουμε με ολάνοιχτα τα μάτια μας, πως από πολλούς συνανθρώπους μας λείπει το φως. Και πως υπάρχει σκοτεινιά, που εμείς πρέπει να πάρουμε ενεργή θέση.
Σαν χριστιανοί και ορθόδοξοι και σαν στην κυριολεξία άνθρωποι «αν είμαστε» πρέπει να βρεθούμε κοντά τους, να τους συμπαρασταθούμε με το κατά δύναμη φυσικά.
Ας συνειδητοποιήσουμε πως υπάρχει πολύς πόνος γύρω μας και πως πρέπει να μην απέχουμε από πονεμένους ανθρώπους κι ολομόναχους που η ανάσα τους βγαίνει μετ’ εμποδίων.
Και που τους πιάνει πανικός στη σκέψη πως θα έρθουν χρονιάρες μέρες, εκεί που θα χάνονται μέσα στις αναμνήσεις τους, καλές ή κακές. Ναι, πρέπει να τρέξουμε κοντά τους, να μη λάμπουμε δια της απουσίας μας. Ούτε με ψευτοπροφάσεις πως αγοράσαμε αγρόν.
Τις ευχές μας τις δίνουμε, τις προσευχές μας τις κάνουμε, αλλά παράλληλα είναι αναγκαία και τα φιλανθρωπικά μας έργα. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν αυτή μας την εκστρατεία, τη φιλανθρωπική, διώχνοντας τα μποφόρ και τα ρίχτερ που ταρακουνούν τους ανθρώπους της διπλανής μας πόρτας και πιο πέρα. Με μια επίσκεψή μας κοντά τους, θέλουμε να αισθανθούμε το άγγιγμα ψυχής για να καλμάρουν και να παραδοθούν στα χέρια μας, να νιώσουν πως ζουν και πως δεν είναι μόνοι τους.
Και οπωσδήποτε να μην ξεχάσουμε να σταθούμε δίπλα στους πενθούντες και στους βαρυπενθούντες, σ’ εκείνες τις μάνες, τις τραγικές φιγούρες που έχασαν νέα τα παιδιά τους άδικα. Σ’ αυτές τις άτυχες μητέρες που με το χάσιμο του παιδιού τους έβαλαν στο στόμα τους το πικρό κινίνο που δε θα λιώνει ποτέ και που η πίκρα του θα φτάνει στην καρδιά τους.
Ας ανοίξουμε λοιπόν κάποιες ή έστω κάποια από αυτές τις πόρτες κι ας μη φοβόμαστε δε θα μας κολλήσει ούτε η φτώχεια των φτωχών, ούτε η πείνα των πεινασμένων, ούτε το κλάμα τους, ούτε το παράπονο της εγκατάλειψης, ούτε ο πόνος τους, γιατί όλα αυτά είναι αντικολλητικά.
Το σίγουρο είναι πως με κάθε φιλανθρωπική μας πράξη νιώθουμε αλαφρωμένοι και χαρούμενοι κι έτσι «καθαρά την καρδία» να φτάσουμε χαρούμενοι στο Πάσχα, στην Ανάσταση του Κυρίου.