Πέτρινες Καλύβες
Γράφει η
Γιώτα Τριανταφύλλου
Πέτρινες Καλύβες
Τι την έκανα την ψυχή;
Την μοίρασα στη δυσπιστία του χρόνου!
Στους περαστικούς!
Σε λύπες σωστά διαλεγμένες τη χάρισα.
Κι ήρθαν μνήμες...
Πεθαμένη ανάμνηση, πάλι να ζήσω!
Καβαλάρης άνεμος, διαβαίνει τον θνητό καιρό
δίπλα στις πέτρινες καλύβες.
Μιλά.
Σιωπώ!
Να μάθει...
Να του πω για εκείνες —
γιατί τις έχτισα.
Τις έχτισα να κρύψω τη χαρά,
όσα κρυφά λαχτάρησα στα παιδικά όνειρά μου.
Δάκρυσαν τα μάτια του απ' την
λυγισμένη περηφάνια.
Γέλασε η ψυχή,
του έγνεψε να περάσει.
Μια μόνη στιγμή έφτασε,
να τις κάνει χαλάσματα.
Σκόρπισαν τα όνειρα στους δρόμους,
φτερούγισαν σε μέρες που γερνάνε.
Προσπέρασε η ψυχή
κι άλλαξε.
Έγινε πέτρα,
στοιβαγμένη σε τοίχους.
Θύμηση τόσο μακρινή.
Ωστόσο, ακόμη ζει.