Μύθοι και αλήθειες για τις ΑΠΕ (Αρθρο του Χρήστου Αλεξανδρή)
Πριν μια 20ετία όταν ακόμη βρίσκονταν σε εμβρυακό στάδιο ο δημόσιος διάλογος για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ο συνήθης προβληματισμός των επιστημόνων εκείνης της εποχής κατέληγε στη διαπίστωση ότι οι κλιματολογικές συνθήκες στην Ελλάδα ήταν ιδανικές και ευνοούσαν αφάνταστα την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που όλοι συμφωνούσαν πως πάνω σε αυτές τις πράσινες επενδύσεις θα μπορούσε να στηριχθεί ένα νέο παραγωγικό μοντέλο βιώσιμο και ανταγωνιστικό, διασφαλίζοντας αφενός την επιβίωσή μας, αφετέρου την οικονομική και κοινωνική ευημερία.
Η αλήθεια είναι ότι αργήσαμε να συνειδητοποιήσουμε τα τεράστια οφέλη ενός μεγάλου μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας.
Μείναμε προσκολλημένοι στα ορυκτά καύσιμα. Δεν υπήρξε από τους ιθύνοντες μια συστηματική προσπάθεια σωστής και αντικειμενικής ενημέρωσης των πολιτών και κυρίως των ανθρώπων της υπαίθρου ώστε να πειστούν ότι το μέλλον της χώρας συνολικά και κάθε τόπου ξεχωριστά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με μια συλλογική προσπάθεια για μια καθαρότερη οικονομία που θα παράγει και θα καταναλώνει ενέργεια από τον Ήλιο και τον αέρα.
Για πολλά χρόνια επικράτησαν ανορθολογικές απόψεις, που διαδίδονταν από στόμα σε στόμα και μέσα από μια φάμπρικα ψευδών ειδήσεων χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση, δημιουργήθηκε ένα κίνημα αντίστασης στις επενδύσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με το εντελώς παραπλανητικά επιχειρήματα και ψεύδη ότι καταστρέφουν το περιβάλλον και ότι ευθύνονται για πλημμύρες και πυρκαγιές. Τα ορυκτά καύσιμα ευθύνονται για τη κλιματική αλλαγή, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δαιμονοποιούνται ; Κάτω από αυτό το πέπλο της παραπληροφόρησης και με την Πολιτεία να χάνει τη μάχη της ενημέρωσης, αποκρύπτονται συστηματικά τα οφέλη και τα πλεονεκτήματα αυτού του μεγάλου μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας.
Ο μεγαλύτερος εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα, αλλά η πεποίθηση. Και σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, πρέπει να απαλλαγούμε από την πεποίθηση ότι τα ορυκτά καύσιμα, είναι απαραίτητα για τη μελλοντική ευημερία της κοινωνίας. Σήμερα δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλους δισταγμούς και ολιγωρίες στην υλοποίηση μιας πράσινης πολιτικής.
Την αφορμή για το σημερινό άρθρο έδωσε η πρόσφατη επίσκεψη στη Λαμία της υφυπουργού Περιβάλλοντος Αλεξάνδρα Σδούκου και τα όσα συζητήθηκαν στη συνάντησή της με τους Δημάρχους της Φθιώτιδας και τον Περιφερειάρχη Στερεάς, αλλά και η τελευταία δήλωση του υπουργού Περιβάλλοντος Θεόδωρου Σκυλακάκη ότι η χώρα πρέπει να γίνει παραγωγός πράσινης ενέργειας.
Η ενεργειακή κρίση θέτει όλους προ των ευθυνών τους.
Οι προβληματισμοί που αναπτύσσονται σήμερα στο δημόσιο διάλογο δεν αφορούν το εάν πρέπει να παράγουμε ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, αλλά μέσα από ποιές διαδικασίες και ευθύνη όλων μας θα μπορέσουμε αφενός να πετύχουμε το στόχο της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας που έχουμε συνυπογράψει ως χώρα και αφετέρου πως τα οφέλη αυτών των επενδύσεων σε αιολικά και φωτοβολταϊκά θα διαχυθούν σε όλη την οικονομία και την κοινωνία. Και επειδή γίνεται μια μεγάλη συζήτηση στα μέσα ενημέρωσης και στο διαδίκτυο για το κόστος ζωής και την ακρίβεια των προϊόντων, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι οι χώρες στην Ευρώπη και στον κόσμο που αντιμετωπίζουν από καλύτερη θέση την ενεργειακή κρίση προστατεύοντας τα εισοδήματα και την ευημερία των πολιτών της, είναι αυτές που τα προηγούμενα χρόνια επένδυσαν στην πράσινη οικονομία και στην παραγωγή καθαρής ενέργειας. Η Δανία παράγει το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που χρειάζεται από τις ανεμογεννήτριες.
Η Ισλανδία καλύπτει τις ανάγκες της σε θέρμανση από τη γεωθερμική ενέργεια. Πολλές Πολιτείες στην Αμερική καλύπτουν τις ανάγκες τους από παραγωγή ηλιακής ενέργειας επενδύοντας σε μικρά και μεγάλα φωτοβολταϊκά. Στην Κόστα Ρίκα οι ανάγκες της χώρας σε ηλεκτρισμό καλύπτονται σχεδόν αποκλειστικά από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Φυσικά όλες αυτές οι επενδύσεις γίνονται με κανόνες και προδιαγραφές με χωροταξικό σχεδιασμό για να αποφεύγεται η άναρχη εξάπλωση και εδώ αναδεικνύεται ο ρόλος της πολιτείας και του κράτους με τις υπηρεσίες του.
Σε αυτό το δρόμο θα πρέπει να συνεχίσει να βαδίζει και η Ελλάδα, πολύ περισσότερο όταν αποδεδειγμένα ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, επιχειρήσεων και νοικοκυριών είναι το κόστος της ενέργειας, υψηλότερο από το αντίστοιχο κόστος για τους ανταγωνιστές των ελληνικών επιχειρήσεων κυρίως στους κλάδους της αγροτικής παραγωγής και των τροφίμων, με αποτέλεσμα τα προϊόντα να φτάνουν ακριβότερα στους καταναλωτές.
Αναγνωρίζουμε ότι η κάθε αλλαγή είναι δύσκολη για όλους μας. Για το κράτος, τις κυβερνήσεις, τους πολιτικούς, τους Δήμους, τις Περιφέρειες, τις επιχειρήσεις, τους ίδιους τους πολίτες. Συνήθως αντί να αναζητάμε αποδεικτικά στοιχεία μιας αντικειμενικής πραγματικότητας, βολευόμαστε με αυτό που ήδη υπάρχει και δεν κάνουμε τίποτα για να το αλλάξουμε. Βέβαια τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έκανε τολμηρά βήματα μπροστά.
Μετά πολλών εμποδίων γραφειοκρατικών και άλλων κατάφερε να απαλλαγεί από ένα νοσηρό κλίμα καχυποψίας που ήταν διάχυτο πριν μερικά χρόνια στην ελληνική κοινωνία, με αποτέλεσμα η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (φωτοβολταϊκά, αιολικά, υδροηλεκτρικά ) να σημειώσει εντυπωσιακή άνοδο.
Σήμερα βρισκόμαστε σε καλό δρόμο και η ηλιακή και αιολική ενέργεια έχουν αναπτυχθεί με μια ταχύτητα και σε τέτοια κλίμακα που λίγοι πίστευαν πως θα συνέβαινε πριν μερικά χρόνια. Βαδίζουμε στο σωστό δρόμο αλλά πρέπει ακόμη να γίνουν πολλά περισσότερα για να φτάσουμε στο στόχο της πράσινης καθαρής οικονομίας. Η ευθύνη όμως αυτή για την αλλαγή που χρειαζόμαστε βαραίνει τους πολιτικούς, τους Δημάρχους και τους Περιφερειάρχες που θα πρέπει να βγουν μπροστά και να ενημερώσουν τους πολίτες για τα πολλαπλά οφέλη των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Να τους πουν δηλαδή ότι πρόκειται για ανεξάντλητες πηγές ενέργειας που συμβάλλουν στη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.
Είναι καθήκον των Δημάρχων και Περιφερειαρχών που πιστεύουν στην αποκέντρωση των εξουσιών να σπάσουν το τείχος καχυποψίας που υπάρχει ακόμη σε ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας και να γίνουν οι σκαπανείς της αποκέντρωσης του ενεργειακού συστήματος, δίνοντας τη δυνατότητα κάλυψης των ενεργειακών αναγκών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διεκδικώντας ταυτόχρονα γενναία ανταποδοτικά οφέλη και ανακουφίζοντας τους Δήμους και τους πολίτες από το υψηλό ενεργειακό κόστος.
Σε μια κατ’ εξοχήν αγροτική Περιφέρεια, την σωστή και αντικειμενική ενημέρωση την έχουν ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλον οι παραγωγοί αγροτικών προϊόντων που πασχίζουν να επιβιώσουν σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο. Παραφράζοντας τη ρήση του Ιρλανδού κληρικού Τζόναθον Σουίφτ “ας μην επιτρέψουμε το ψέμα για τις ΑΠΕ να καλπάζει και η αλήθεια να ακολουθεί... κουτσαίνοντας”.
Χρήστος Αλεξανδρής
Δημοσιογράφος