ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΙΩ. ΜΕΤΑΞΑ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ’97 - Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ.
Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος.
Λαμία, 6 Μαϊου, 1897.
… Ημείς εβαίνομεν βραδεί βήματι. Το θέαμα του φεύγοντος εκείνου θεσσαλικού πληθυσμού ήτο απαίσιον. Πελώρια κάρρα με πλήρεις ξυλίνους τροχούς, συρόμενα υπό παμμεγίστων βουβάλων και περιέχοντα πάσαν την περιουσίαν και ενίοτε και τα βρέφη των χωρικών, εσύροντο βαρέα και τρίζοντα. Πλήθος αγελών, κτηνών και ανθρώπων διηυθύνοντο προς Λαμίαν. Ωραίαι παχείαι νεάνιδες, συντετριμμέναι υπό του κόπου και της δυστυχίας, ηκολούθουν, σκυμμέναι, την κατωφερή οδόν. Ήτο σπαρακτικόν θέαμα. Αλλά και στρατιώται πολλοί, διασπαρμένοι τήδε κακείσε, ηκολούθουν την προς Λαμίαν οδόν. Που επήγαιναν;
Τέλος, προς το εσπέρας, πριν ή δύση ακόμη ο ήλιος, εφθάσαμεν εις την Ταράτσαν, έξωθι της Λαμίας. Το μεγάλον τετράγωνον οικοδόμημαείχε καταληφθή υπό του ιππικού. Το άγημα είχε διασπείρει τους ίππους του εις αγρόν τινα παρά το οικοδόμημα τούτο. Μέγα γήπεδον γυμνόν εξετείνετο υψηλότερον του αγρού τούτου. Εκεί ήσαν ολίγοι στρατιώται και εν κάρρον με τας αποσκευάς μας, ήσαν και αι ιδικαί μου εκεί. Αλλ’ ο Γιάννης με το δέμα των σκεπασμάτων μου είχε απολεσθή, ουδείς τον είχε ίδη από του Δομοκού.
Επέζευσα και παρέδωσα τον ίππον μου εις ένα ιπποκόμον, εγώ δε διηυθύνθην προς τινα οικίσκον, όπισθεν πτυχής του εδάφους, όπου είχεν εγκαταστή ο Διάδοχος. Ανέφερα εις τον Πάλλην τα της αποστολής μου και τας ασαφείς περί εχθρού ειδήσεις, ας είχε λάβει ο Μακρής. Είτα επέστρεψα εις τον αγρόν όπου ήσαν οι ίπποι, και, μετά πολλάς περιπλανήσεις άνω και κάτω, κατώρθωσα να εύρω τεμάχιον σχοινίου δι’ ου ο ιπποκόμος να προσδέση τον ίππον μου εις τινα πάσσαλον και να φροντίση ούτω περί νομήςκαι της περιποιήσεώς του. Toκάρρον με τα πράγματά μας μετεφέρθη παρά τον οικίσκον του Διαδόχου. Αλλά, μεταβάς εκεί, διέταξα να μην εξαγάγουν τας αποσκευάς μου καθόσον δεν είχον εύρει εγκατάστασιν, άλλωςτε δε και άγνωστον τι θα συνέβαινε και πόσον βραχεία ίσως θα ήτο η διαμονή μας εκεί. Έπεσαν δε και μερικές ψεκάδες βροχής και εσκεπτόμην να μετασχηματίσω το όχημα εις καλυπτόν, δια μιας βελέτζας, και να το μεταχειρισθώ ως οίκημα.
Ήμουν κατάκοπος και επέστρεψα παρά τω οικίσκω του Διαδόχου, έλαβον ως αμοιβήν των κόπων μου παρά του Πάλλη τεμάχιον άρτου και κρέας ψητόν. Ο Δούσμανης δεν ήτο εκεί, μετέβη εις Λαμίαν διότι έπασχεν.Ούτω , ολίγιστοι είχομεν μείνει εκ των αξιωματικών του Επιτελείου. Ενώ όμως εσκεπτόμουν περί της διανυκτερεύσεώς μου, αίφνης φωναί ηκούσθησαν προς το μέρος όπου ο Διάδοχος συνωμίλει μετά του Πάλλη. Εξήλθον του οικίσκου εσπευσμένως. Αξιωματικός τις του Πεζικού ήλθεν ίνα αναφέρη εις τον Διάδοχον ότι ο εχθρός προσέβαλλε τας εις Δερβέν-Φούρκαν στρατεύματα, ότι το 4ον και το 5ον σύνταγμα ετρ’απησαν εις φυγήν και ότι τα στρατεύματα ταύτα κατήρχοντο ήδη εις Ταράτσαν διά των στενοπών της Αντίνιτσας. Ο Διάδοχος δε, μεγαλοφώνως, δριμέως επετίμησε τον αξιωματικόν τούτον, διότι ώφειλε να μην εγκαταλείψη την μονάδα την οποίαν διώκει, ίνα σπεύση, πρώτος πάντων, να αναφέρη εις αυτόν, ενώ δεν είχε τοιούτο καθήκον.
Πράγματι, οι φυγάδες εφαίνετο ατάκτως κατερχόμενοι δια των εκ της Αντίνιτσας στενοπών εις Ταράτσαν. Ο Διάδοχος, κάτωχρος εξ οργής προ του θεάματος τούτου, διέταξε να ετοιμασθή μία ίλη και, διά της βίας και σπαθισμών, να τους συγκραήση και επιτρέψη την σύνταξίν των. Είναι η πρώτη φορά καθ’ είδα τον Διάδοχον ωργισμένον. Η οικρότης του θεάματος τον έκαμε να χάση την συνήθη αταραξίαν του. Απεφασίσθη να μεταβή το στρατηγείον εις Λαμίαν, άλλωςτε η κατάστασις καθίσταται από στιγμής εις στιγμήν κρισιμωτέρα. Κατά πάσαν πιθανότητα, ο εχθρός αύριον θα καταλάβη την Δερβέν- Φούρκαν. Ο Διάδοχος θα συνεννοηθή με την Κυβέρνησιν, καθόσον ο στρατός δεν είναι δυνατόν πλέον να συγκρατηθή.
Έδραμον λοιπόν και εφρόντισα να πισαχθή ο ίππος μου. Το γήπεδον είχον καταλάβει οι φυγάδες, εις ουδεμίαν υπείκοντες προσπάθειαν ανασυντάξεως. Πας δεσμός πειθαρχίας είχεν εκλείψει!
Επέστρεψα εις τον οικίσκον. O Διάδοχος είχεν αναχωρήσει. Διέταξα το κάρρον με τας αποσκευάς και τους υπηρέτας να μεταβή εις Λαμίαν και είτα έσπευσα προς τονίππον μου και ίππευσα.
Συνηντήθην τότε με τον Γουλιμήν, υστερήσαντα, και, μετά τινων άλλων αξιωματικών, διηυθύνθημεν εις Λαμίαν, όπου εφθάσαμεν μετ’ ολίγον.
Είχε νυκτώσει εντελώς. Εν τη πόλει επεκράτει αταξία εκ των φυγάδωνστρατιωτών και πλήθους προσφύγων. Εις την πλατείαν συνήντησα παρατεταγμένον το άγημα και τον Δούσμανην έφιππον.
Είχε προσδράμει, αγνοών τι συμβαίνει. Ο Διάδοχος μετέβει εις το τηλεγραφείον. Συνεφώνησα μετά του Δούσμανη να φροντίσω διάτους ίππους μας και συναντηθώμεν εκεί κατόπιν. Μετέβην μετά του αγήματος εις τι χανίον και εφρόντησα περί των ίππων μας, όσον ήτο δυνατόν εις τοιαύτην περίστασιν. Είτα μετέβην εις το τηλεγραφείον.
Ήτο ολίγος κόσμος εκεί : αξιωματικοί του Επιτελείου, ο νομάρχης και τινες υπάλληλοι.
Ο Διάδοχος συνεννοείτο μετά του πρωθυπουργού. Εξηπλώθην επί τινων δεμάτων, καθ’ όσον δεν ηδυνάμην πλέον να ανθέξω όρθιος.
Αι ειδήσεις είναι ότι η Κυβέρνησις προσέπεσεν εις τους πρεσβευτάς των Μεγάλων Δυνάμεων, οι πρέσβεις επενέβησαν – λέγουσι μάλιστα ότι ο Τσάρος ετηλεγράφησεν ο ίδιος εις τον Σουλτάνον – η ανακωχή εγένετο δεκτή υπό της Τουρκίας, και διαταγαί θα δοθώσι να παύσωσιν αι εχροπραξίαι. Ώστε η τραγωδία λήγει!