ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: Προβληματισμοί και ανησυχίες (Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος)
Το έτος 1949, ο σπουδαίος μας Νομπελίστας Έλληνας ποιητής, στην Άγκυρα, γράφει στον «Στον Δεύτερο Πρόλογο Στην Έρημη Χώρα», του Έλιοτ, για το ποιός, αλλά και τα αίτια της διαμόρφωσης της πνευματικής καλλιέργειας της κοινωνίας, την ευθύνη της πολιτείας, και αναχώματα για μια λελογισμένη και όχι για την άνευ όρων χρήση των μέσων μαζικής επικοινωνίας και της αντιγραφής ξενόφερτου τρόπου ζωής. Γράφει για την απαρχή και το ξεκίνημα και τις αιτίες που τον συγκλονίζουν. Απορώ πως θα ένοιωθε σήμερα με αυτόν τον σαρωτικό, τον σκόπιμα, τον εμβόλιμα και ιδιοτελή- εκ μέρους της Πολιτείας - τρόπο αλόγιστης χρήσης όλων των ειδών των μέσων επικοινωνίας, αλλά και για το ρόλο που θα έπαιζαν η ΠΑΙΔΕΙΑ-οι ΤΕΧΝΕΣ - η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – η ΓΩΣΣΑ και η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ στα σχολεία για την πνευματική ανέλιξη της κοινωνίας μας.
«…Ας κοιτάξουμε ακόμη τι μας υπαγορεύει η πείρα της καθημερινής μας ζωής. Είναι εύκολο πράγμα να λέμε: κείστε τις πόρτες, οι ξένοι θα μας μολύνουν, οι χθόνιοι θεοί μας δεν το θέλουν. Σύμφωνοι, αλλά πρέπει να είμαστε συνεπείς. Την πνευματική καλλιέργεια ενός λαού, δυστυχώς, δεν την φτιάνει μονάχα ο ποιητής, είτε κομίζει είτε όχι τα καινά δαιμόνια. Την φτιάχνουν ακόμη – και στην περίπτωση αυτή με τρόπο ολωσδιόλου ανεξέλεγκτο και ασύδοτο – ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, τα τηλέτυπα, τα διάφορα φτηνά ξενόφωνα ή ελληνόφωνα περιοδικά, τα φάρμακα, οι κονσέρβες, οι ρεκλάμες, οι προπαγάνδες κάθε λογής, τα μέσα του πολέμου και της ειρήνης, και τέλος η πολιτική ζωή του κόσμου μας που έχει πάθει τέτοιο συμφυρμό ώστε ένα γεγονός που γίνεται στη Σαγκάη ή στην Τεχεράνη να έχει άμεσο αντίχτυπο, όχι στον εγκέφαλο ενός εξαιρετικά διορατικού πολιτευομένου, αλλά στην καθημερινή ζωή του συνταξιούχου που κοιτάζει το περιβολάκι του στις Κουκουβάουνες. Να τ’ αποκλείσουμε όλα αυτά, σύμφωνοι. Αλλά φοβούμαι πως για να επιτύχουμε σ’ ένα τόσο υπέρογκο έργο, θα πρέπει να μετατοπίσουμε την Ελλάδα μας από το σταυροδρόμι που θέλησε η μοίρα της να είναι, σ’ εκείνη τη μετέωρη χώρα του Γκιούλιβερ, που ταξίδευε μέσα στα σύννεφα.
Γι’ αυτό, το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό. Με την πορεία που πήρε ο κόσμος μετατοπιστήκαμε ξαφνικά από μια θέση τοπικού ενδιαφέροντος σε μια θέση ενδιαφέροντος γενικού και είμαστε ένα από τα επίκεντρα της παγκόσμιας κρίσης. Αυτό δημιουργεί, ανάμεσα στον τόπο μας και στα μεγάλα κράτη της γης, επαφές τόσο επιτακτικές και τόσο διεισδυτικές που δεν μπορούσαμε καν να τις υποψιαστούμε πριν από μια ή δυο δεκαετίες. Είναι σχεδόν βέβαιο πως η απότομη αυτή μεταβολή υποχρεώνει το λαό μας ν’ απορροφά αλλότριες επιδράσεις σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι θα έπρεπε, και με τρόπο υπερβολικά βιαστικό. Αλλά θα έπρεπε να τονίσει κανείς αμέσως πως αν αυτό γίνεται, γίνεται με καταστρεπτικά αποτελέσματα σε περιοχές που δεν έχουν άμεση σχέση με τη λογοτεχνία και την τέχνη: ας συλλογιστούμε το πλήθος των ανθρώπων που τρέφονται μόνον από τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και το εβδομαδιαίο. Χωρίς αμφιβολία, από την άποψη αυτή ο κίνδυνος δεν είναι μικρός. Και δυστυχώς η μοίρα μας θέλησε να τον αντιμετωπίζουμε σχεδόν αβοήθητοι, γιατί χάσαμε πολύ καιρό και στο θέμα της παιδείας και στο θέμα της γενικής πνευματικής καλλιέργειας του τόπου. Έχει κανείς λ.χ. ένα πολύ καταθλιπτικό συναίσθημα όταν κοιτάζει πως φτάσαμε στα χρόνια που ζούμε, χωρίς να μπορέσουμε να χαράξουμε μια δημιουργική γραμμή για τη γλώσσα μας, αυτό το θεμέλιο του πνευματικού μας οργανισμού.
Είναι κρίμα. Αλλά το κακό δεν θα μπορέσουμε να το πολεμήσουμε με ρητορείες δεισιδαιμονίας ή κλείνοντας τα μάτια σε γεγονότα που γίνονται τόσο κοντά τριγύρω μας. Το δίλλημα είναι αμείλικτο: είτε θ’ αντικρίσουμε το δυτικό πολιτισμό, που είναι κατά μέγα μέρος και δικός μας, μελετώντας με λογισμό και με νηφάλιο θάρρος τις ζωντανές πηγές του – κι αυτό δε βλέπω πώς μπορεί να γίνει αν δεν αντλήσουμε τη δύναμη από τις δικές μας ρίζες και χωρίς ένα συστηματικό μόχθο για τη δική μας παράδοση, είτε θα του γυρίσουμε τις πλάτες και θα τον αγνοήσουμε, αφήνοντάς τον να μας υπερφαλαγγίσει, με κάποιον τρόπο από τα κάτω, με τη βιομηχανοποιημένη, την αγοραία, τη χειρότερη μορφή της επίδρασής του».
Άγκυρα, Απρίλης, 1949.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - «ΔΟΚΙΜΕΣ»
ΙΚΑΡΟΣ, Πρώτη έκδοση 1944, Δεύτερη 1962.