Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Χριστουγεννιάτικες πινελιές μέσα από έργα Ελλήνων λογοτεχνών

Γράφει η Γράφει η Κατερίνα Χορμόβα
Φιλόλογος - Δημοσιογράφος

 

 

Ένας ουσιαστικός τρόπος να εμβαθύνει κανείς στο ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ, είναι και η ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων μέσα από έργα Ελλήνων λογοτεχνών.

Μία ξεχωριστή και αξιοθαύμαστη περιγραφή λοιπόν θεωρείται ένα οδοιπορικό προς την πατρίδα του τα Γιάννενα του κορυφαίου λογοτέχνη ΚΩΣΤΑ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ. Το παραπάνω οδοιπορικό περιέχεται στο έργο του με τίτλο: «ΤΟ ΦΥΛΑΧΤΟ ΜΟΥ». Χαρακτηριστικά αναφέρει:

«Κατά τα σύνορα πέρα τα Ελληνικά, πολύ μακριά, ξανοίγαμε κάποτε ένα φως, που ετρεμόλαμπε κόκκινο και μικρό, σαν αστέρι.

Άλλον καιρό τις ίδιες νύχτες ένα αστέρι λαμπρό τ’ ουρανού οδηγούσε τους Μάγους στην κατοικία, που γεννιόταν ο Χριστός μας. Τ’ αστέρι αυτό της γης οδηγούσεν εμένα τώρα στο χώμα το ελεύθερο.  

Δεν ήταν ούτε νερόμυλου φως, ούτε Πύργος αφεντικού σε χωριό ραγιάδων, ούτε καντήλα ερημοκλησιού, ούτε φωτιά καλυβιού αγροτικού που ν’ αγρύπναε μέσα του η φαμίλια του φτωχού ζευγολάτη ακαρτερώντας την αυγούλα των Χριστουγέννων.

Ήταν φως ελληνικού σταθμού. Περπατήσαμε κατ’ αυτό. Κι ώσπου να το φτάσουμε μας πήρε το ξημέρωμα.»

Εξίσου αξιόλογο είναι και το απόσπασμα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη απ’ το διήγημα του με τίτλο «ΚΟΥΚΚΙΤΣΑ» που αναφέρεται στο δράμα ενός ιερέα του παπα-Κονόμου, που ήταν λειτουργός σε διάφορα εκκλησάκια της Σκιάθου και χάνει πρόωρα την μοναχοκόρη του, με το όνομα Κουκκίτσα σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών. Είχε προηγηθεί ο θάνατος της παπαδιάς, με αποτέλεσμα ο παπά-Κονόμος να μείνει ολομόναχος.

Η θεϊκή πρόνοια όμως για να τον ισορροπήσει ψυχολογικά μεσολάβησε ώστε η ενάρετος κόρη του Κουκκίτσα να τον επισκέπτεται και μετά τον θάνατό της, με μορφή οπτασίας, για να τον εμψυχώνει.

Διαβάζουμε λοιπόν σε απόσπασμα του διηγήματος αυτού τα εξής:

«Ήταν παραμονές Χριστουγέννων όταν ένας νησιώτης βοσκός ο μπάρμπα Γιώργος αντιλήφτηκε την εξαϋλωμένη μορφή της Κουκίτσας ν’ ανάβει ένα – ένα τα κανδηλάκια του Άι-Αντωνιού, αφού πρώτα τα’ πλυνε και τα γέμισε λάδι.

Έντρομος αναφέρει το περιστατικό στον παπά-Κονόμο κι εκείνος τον καθησύχασε λέγοντας: Μπάρμπα Γιώργο η ανθρώπινη ψυχή είναι αθάνατος. Οι ψυχές ζουν εις τον άλλον κόσμον τον αιώνιον. Οι ψυχές των δικαίων μας επισκέπτονται όπως οι ψυχές των αγίων. Για παράδειγμα, συμπλήρωσε, ο παπά-Φλαβιανός ο ηγούμενος του Καινούργιου Μοναστηριού μου διηγήθηκε πολλά και παράδοξα. Και όλα αληθινά!

Ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης είχε υποτακτικό τον ενάρετο υπήκοο Βασίλειο, που αφού πέθανε εξακολούθησε η ψυχή του να παρευρίσκεται στον ναό της Μονής την νύκτα και να προσεύχεται με τους άλλους αδερφούς της Μονής. Κατά την τελευταία ημέρα αφού τους αποχαιρέτησε όλους έγινε άφαντος και δεν τον ξαναείδαν πλέον.»

Ευφυέστατο όμως είναι και το ψυχογράφημα του ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ με τίτλο «ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ» όπου γίνεται αναφορά στο εξής περιστατικό:

«Ο μαστρο-Παύλος κλασικός τεμπέλης του νησιού αφέθηκε στις φαντασίες του. Σάββατο σήμερα, μεθαύριο παραμονή, την άλλη Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεφτά για ν’ αγοράσει ένα γαλόπουλο να κάνει κι αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, όπως όλοι!

Μετανοούσε τώρα πικρά που δεν πήγε τις τελευταίες μέρες στα βυρσοδεψεία να δουλέψει και να βγάλει λίγα λεφτά, για να περάσει φτωχικά και τίμια τις γιορτές.

Είχε ακούσει το λαϊκό μύθο για τον τεμπέλη, που πήγανε να τον κρεμάσουν και που συμφώνησε να ζήσει με τον όρο να είναι «βρεμένο το παξιμάδι».

Ο μαστρο-Παυλάκης τριγύριζε άσκοπα δύο μέρες και την άλλη ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Ήταν έτοιμος να καταφύγει στο καπηλειό να πιεί ένα ρούμι, ώσπου αντιλαμβάνεται ένα παιδί της αγοράς, με μία κοφίνα στους ώμους, που περιείχε ένα γάλο, αγριολάχανα, πορτοκάλια, βούτυρο και πολλά άλλα εδέσματα. Το παιδί αυτό κοίταζε δεξιά και αριστερά και φαινόταν να αναζητάει κάποιο σπίτι. Βλέποντας τότε τον μαστρο-Παύλο στράφηκε προς αυτόν και ρωτάει:

- Ξέρεις πατριώτη του λόγου σου, που είναι εδώ χάμω το σπίτι του κυρ Θανάση του Μπελιόπουλου;

Σαν αστραπή τότε πέρασε απ’ το μυαλό του μάστρο-Παύλου η ιδέα να στείλει το παιδί στο δικό του σπίτι και στη γυναίκα του κυρά-Παύλαινα, υποκρινόμενος στο παιδί, ότι εκεί βρίσκονταν το σπίτι του κυρ-Μπελιόπουλου.

Όλη μέρα στη συνέχεια προσκολλήθηκε σε μία συντροφιά στο καπηλειό μέχρι που νύχτωσε.

Τότε αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του έχοντας στο μυαλό του ότι θα είχε θερμή υποδοχή λόγω των πλούσιων εδεσμάτων, που τους έστειλε. Όμως τον πλησιάζει η σπιτονοικοκυρά του και του αναφέρει ότι όλοι κινδύνευσαν να βρουν τον μπελά τους εξαιτίας της απάτης, που υποστήκανε με τα κλεμμένα εδέσματα.

Όλοι λοιπόν πήραν γεύση απ’ το γάλο εκτός απ’ τον ίδιο τον μάστρο-Παύλο. Τι σου χρειάζεται ο μεζές χριστιανέ μου, του είπε η κυρά-Στρατίνα. Τα πράγματα είναι πολύ σκούρα. Δουλειά-δουλειά του φώναξε δυνατά. Ότι έγινε, έγινε να πας να δουλέψεις να μου φέρεις και μένα τα νοίκια μου.

Τέλος ακούστηκε μια φωνή απ’ τους κλειδαμπαρωμένους της οικογενείας του, που έλεγε:

- Στην υγειά σου, μάτο-Παύλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα! Τόνε φάαμε τον λάλο. Να, πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλα πέντε δέκα!

 

 

    

 

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.