Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Ντέιβιντ Λιντς: Πως ο μεγάλος Αμερικανός σουρεαλιστής έκανε τον πειραματικό κινηματογράφο mainstream;

Ο Ντέιβιντ Λιντς ήταν μια τομή εφάμιλλη του Μπουνιουέλ και του Γιοντορόφσκι. Μια τομή που έμελλε να αλλάξει την αισθητική μας στον κινηματογράφο και τη ζωή άπαξ και διαπαντός.

«Τι υπέροχος κόσμος να ζει κανείς αν αγαπά το θέατρο του παραλόγου», θυμάμαι να λέει ο Ντέιβιντ Λιντς και, πράγματι, το αγαπούσε. Κανένας σκηνοθέτης δεν ερμήνευσε ποτέ το αμερικανικό όνειρο, αλλά και τις παραδοξότητες και εσωτερικές του αντιθέσεις με μεγαλύτερη αθωότητα από τον Ντέιβιντ Λιντς.

Ο κόσμος έγινε φτωχότερος σίγουρα από εχθές και ο λόγος δεν είναι άλλος από τον θάνατο του σπουδαίου αυτού σκηνοθέτη που όρισε την αισθητική μας στον κινηματογράφο και στη ζωή.

«Τι υπέροχος κόσμος να ζει κανείς αν αγαπά το θέατρο του παραλόγου»

Ο Λιντς είδε ότι αν οι ΗΠΑ ονειρεύονταν την ασφάλεια και την ευημερία, την γαλήνια κατοικία στα προάστια με τον φράχτη, ονειρεύονταν επίσης το αντίθετο: την απόδραση, τον κίνδυνο, την περιπέτεια, το σεξ και τον θάνατο. Και αυτά τα δύο συγκρούστηκαν και άνοιξαν χάσματα και καταβόθρες στη χαμένη λεωφόρο προς την ευτυχία.

«Δεν  καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι περιμένουν από την τέχνη να βγάζει νόημα, ενώ δέχονται ότι η ζωή δε βγάζει κανένα»

Ο Λιντς ήταν ένας κινηματογραφιστής που έβρισκε πύλες σε εναλλακτικές υπάρξεις και έμπαινε σε αυτές σαν να ήταν ερωτογενείς ζώνες, υγρά στόμια υπαρξιακών δυνατοτήτων. Ήταν ο μεγάλος Αμερικανός σουρεαλιστής, αλλά το όραμά του ήταν τόσο ξεχωριστό που έγινε κάτι άλλο από αυτό: ένας μεγάλος παραμυθάς, ένας μεγάλος αντι-αφηγηματικός διαφωνών, με τις ιστορίες του να διασπώνται και να στροβιλίζονται σε non sequiturs και Escher loops.

 Ο Λιντς ήταν μοναδικός, καθώς πήρε μια παράδοση πειραματισμού σε ταινίες όπως το «Meshes of the Afternoon» της Μάγια Ντέρεν και του Αλεξάντρ Χάκενσμιντ και την έφερε στο εμπορικό mainstream, αναμειγνύοντάς την με το pulp noir, τη σαπουνόπερα, την κωμωδία, το ερωτικό θρίλερ και τον υπερφυσικό κόσμο.

Σε ποιον έμοιαζε περισσότερο ο Λιντς; Ίσως τον Λουί Μπουνιουέλ από την πρωτοποριακή δεκαετία του 1920, τον Ντάγκλας Σερκ από το Χόλιγουντ του 1940, τον Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι από την αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1970. Ή ίσως τον Έντουαρντ Χόπερ (του οποίου ο πίνακας Office at Night δίνει μια εσάνς Λιτς μεταξύ μας) ή τον Άντριου Γουάιθ και τον μυστηριώδη μεσοδυτικό πίνακα Christina’s World. Αλλά «Lynchian» θα μπορούσε κάλλιστα να σημαίνει mainstream ή ακόμη και συντηρητικό.

«Τι βάρος πρέπει να ένιωθε ο Αινστάιν. Οι ηλίθιοι είναι παντού»

Και θα μπορούσε να σκηνοθετήσει ταινίες με συμβατική πλοκή (αν και γενικά φρικιαστικές), όπως ο «Elephant Man», με τον Τζον Χερτ στο ρόλο του εκμεταλλευόμενου βικτοριανού θεάματος σε πανηγύρι, και η διασκευή του τυποποιημένου βιβλίου SF του Φρανκ Χέρμπερτ «Dune» – και ακόμη και το συναισθηματικό και ευγενικό «The Straight Story», βασισμένο στην αληθινή ιστορία ενός ηλικιωμένου άνδρα που οδήγησε το τρακτέρ του γκαζόν από την Αϊόβα στο Ουισκόνσιν για να επισκεφθεί τον αποξενωμένο αδελφό του. Ο Λιντς ήταν πάντα παθιασμένος με το «Americana», και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ έβαλε έξυπνα τον Λιντς στο ρόλο του θρύλου των ταινιών γουέστερν Τζον Φορντ στην ταινία του «The Fabelmans»

«Μουσική, ζωγραφική, κινηματογράφος – αυτή είναι η τέχνη της ζωής»

Ωστόσο, με ταινίες όπως το ενοχλητικό, νταρκ ντεμπούτο του «Eraserhead» και το (για μένα αριστούργημά του) «Mulholland Drive», μια σκοτεινή φαντασία της απελπισίας του Χόλιγουντ, έδειξε ότι η πρόκληση της κανονικότητας ήταν από μόνη της ερωτική. Το υπογράμμισε με τον παλλόμενο ηχητικό σχεδιασμό και την εμπνευσμένη μουσική από τον μακροχρόνιο συνεργάτη του, τον συνθέτη Άντζελο Μπανταλαμέντι.

«Η Λόρα ήταν άτακτο κορίτσι»

Ίσως το πιο αξιοσημείωτο απ’ όλα, το συνεχιζόμενο έργο «Twin Peaks» του Λιντς σε μικρή οθόνη προηγήθηκε κατά δεκαετίες του σημερινού πολιτιστικού κύρους του streaming longform television. Και στην πραγματικότητα, κανένα από τα σημερινά «Sopranos» και «Mad Men» δεν φτάνει το «Twin Peaks».

Δείτε τις δύο πρώτες σεζόν του «Twin Peaks» από τη δεκαετία του ’90, την ιστορία ενός ευθυτενούς άντρα του FBI (τον υποδύεται ο Κάιλ ΜακΛάχλαν) που ερευνά το μεταφυσικό μυστήριο μιας βίαιης δολοφονίας, και δείτε πώς τελειώνει η δεύτερη με την υπόσχεση ότι θα συνεχίσει την ιστορία σε 25 χρόνια – και όντως το έκανε.

Το θεατρικά φωτισμένο τηλεοπτικό δράμα της δεκαετίας του ’90 αντικαταστάθηκε στην τρίτη σεζόν από την πιο σκοτεινή, ζοφερή εμφάνιση της υψηλής τηλεοπτικής παραγωγής του 21ου αιώνα. Αλλά ήταν ο Λιντς, μέσα και έξω από το μυαλό του.

«Μια μέρα η θλίψη θα πάψει, αλλά δεν νομίζω πως αυτή η μέρα είναι σήμερα»

«Όλος αυτός ο κόσμος είναι άγριος στην καρδιά και παράξενος στην κορυφή!», θρηνεί η αναστατωμένη Λούλα της Λόρα Ντερν στην ταινία Wild at Heart του Λιντς, αγωνιώντας στην άθλια κρεβατοκάμαρά της στο μοτέλ, έγκυος στο παιδί του εραστή της – δηλαδή του καταδικασμένου δολοφόνου Σέιλορ, μιας μορφής Πρίσλεϊ που υποδύεται ο Νίκολας Κέιτζ.

Στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς μια περιγραφή του κόσμου όπως τον βλέπει ο Λιντς. Στο μακάβριο «Blue Velvet» του 1986, ο κόσμος είναι φυσιολογικός από πάνω, παράξενος από κάτω, αλλά αυτά τα στρώματα δεν μπορούν να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο. Ένας καθαρόαιμος τύπος που υποδύεται ο ΜακΛάχλαν, περπατώντας στο σπίτι του σε μια αμερικανική ουτοπία των προαστίων, βρίσκει ένα κομμένο αυτί στο έδαφος: ένα σύμβολο, ίσως, της υπερευαίσθητης αντίληψης του ίδιου του σκηνοθέτη για τις υπόγειες αναταράξεις και την κρυμμένη Αμερική. Σύντομα αυτός ο άντρας θα συλλάβει μια εμμονή με μια τραγουδίστρια νυχτερινού κέντρου: μέρος της μακροχρόνιας εμμονής του ίδιου του Λιντς με τα μυστικά καμπαρέ και τις απόκρυφες θεατρικές τελετουργίες, και της ιδιαίτερης γοητείας του για την κόκκινη κουρτίνα, που κυματίζει και αναδεύεται από το μυστήριο που κρύβει – φροϋδικό και λιντσεϊκό μέχρι το μεδούλι.

«Οι ανθρώπινες σχέσεις, ο αργός χορός και τα όνειρα είναι που με επηρεάζουν πραγματικά»

Το «Lost Highway», το 1997, ήταν μια από τις παραισθήσεις του με σωσίες, στην οποία ο προβληματικός σαξοφωνίστας του Μπιλ Πούλμαν και η σύζυγός του (Πατρίσια Αρκέτ) τρομοκρατούνται από έναν ανώνυμο βασανιστή που αφήνει βιντεοκασέτες στο κατώφλι τους με πλάνα από το εξωτερικό του σπιτιού τους – μια ιδέα που δανείστηκε αργότερα ο Μίχαελ Χάνεκε στην ταινία του Hidden.

«Η αρνητικότητα είναι ο εχθρός της δημιουργικότητας»

Αλλά για εμένα το «Mulholland Drive» η επιτομή του ερωτισμού και της απόγνωσης στο απόγειό τους. Η ταινία- ορόσημο του κινηματογράφου γενικά αποτελεί ένα λαμπρό σχόλιο για το πώς στο Χόλιγουντ η απογοήτευση είναι ένα τοξικό υποπροϊόν του εργοστασίου των ονείρων. Ένα εργοστάσιο που παραμένει ανοιχτό μα λείπει όμως αυτός που το ξεμπρόστιαζε ενώπιον του κόσμου όλου, χωρίς ταμπού, στη γλώσσα των ονείρων. Ονείρων βαμμένων κόκκινων και μπλε. Μπλε και κόκκινων.

*Πηγή: The Guardian| Οι φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στις κεφαλίδες είναι φράσεις του ίδιου του σκηνοθέτη. 

    

 

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.