Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

ΣτΕ: Στην ευρωπαϊκή νομοθεσία θα κριθεί επαναφορά ή όχι του 13ου και 14ου μισθού

Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του που αφορά περίπου 600.000 δημοσίους υπαλλήλους

Με πυξίδα την ευρωπαϊκή οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ευρωπαϊκή ένωση, που έχει πλέον ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία, δόθηκε η μάχη στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, το αποτέλεσμα της οποίας θα κρίνει την επαναφορά ή μη του 13ου και 14 ου μισθού για τους υπαλλήλους του δημοσίου.

Η υπόθεση που αφορά περίπου 600 χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους έφτασε στην  Ολομέλεια του ΣτΕ μετά από αίτηση δημοσίου υπαλλήλου εργαζόμενου στο υπουργείο Παιδείας με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει αποζημίωση που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και θερινής αδείας ετών 2023 και 2024, λόγω της παράλειψης του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους .

Η υπόθεση εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας μετά από αίτηση της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., η οποία έχει ασκήσει παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος δημοσίου υπαλλήλου και συζητήθηκε με βάση το θεσμό της πιλοτικής δική υπό τον πρόεδρο του ΣτΕ Μιχάλη Πικραμένο με εισηγητή τον σύμβουλο επικρατείας Ι. Μιχαλακόπουλο.

 

Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων ο εισηγητής ανέφερε:

* «Σε ό,τι αφορά την οδηγία 2022/2041, παρατηρείται ότι αυτή έχει μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 5163/2024, ο οποίος καταλαμβάνει και τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης του ν. 5045/2023 παρέλειψε να ενσωματώσει τα επίμαχα επιδόματα στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κατά παράβαση σαφών ορισμών (άρ. 6 παρ. 1) της Οδηγίας αυτής, την οποία πλημμελώς μετέφερε κατ’ αυτόν ο ν. 5163/2024 και η οποία  επιτάσσει ίση μεταχείριση των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα -και μάλιστα από την άποψη της (επιδιωκτέας, ισάξιας, εν όψει του εκάστοτε κόστους διαβίωσης) αγοραστικής δύναμης των κατωτάτων μισθών [άρ. 5 παρ. 2 (α) αυτής]. Έτσι, ο τρόπος καθορισμού (νομοθετικώς) του κατωτάτου μισθού στον δημόσιο τομέα καταλήγει στο αποδοκιμαζόμενο από την Οδηγία αποτέλεσμα να υφίστανται δυσμενή εις βάρος τους διάκριση οι μισθοδοτούμενοι βάσει του ν. 5045/2023 έναντι των εργαζομένων με σχέση εξηρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Τούτο δε, διότι, προκειμένου για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, τα επιδόματα εορτών και αδείας αποτελούν αναπόσπαστο εγγυημένο τμήμα των μηνιαίων αποδοχών τους, συνδιαμορφώνοντας τον κατώτατο εγγυημένο μισθό τους, πράγμα που δεν συμβαίνει στους πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους. Από αυτήν την άποψη ο ενάγων θεωρεί ότι δεν θεραπεύεται η πλημμέλεια της εσφαλμένης μεταφοράς της Οδηγίας από την ρύθμιση που εισήγαγε το άρ. 14 του ν. 5163/2024  και η οποία προβλέπει μία υπό προϋποθέσεις αναπροσαρμογή των βασικών μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά ποσό ίσο με την ονομαστική αύξηση του κατωτάτου μισθού σύμφωνα την εργατική νομοθεσία [άρθρα 134 παρ. 1, 134Γ παρ. 1 (α) του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου]».

 Από την πλευρά του το Δημόσιο, όπως επισήμανε ο εισηγητής, ισχυρίζεται ότι από τη μη θεσμοθέτηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους εκπαιδευτικούς του δημοσίου τομέα, όπως ο ενάγων, δεν παραβιάζονται οι αρχές της ισότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών.

Η δικηγόρος της ΑΔΕΔΥ επισήμανε ότι τα επιδόματα νομοθετήθηκαν αρχικά το 1951 και το 2012 καταργήθηκαν, όμως τώρα δεν υπάρχουν οι οικονομικές συγκυρίες του 2012 και υπάρχει παράλειψη της Πολιτείας να τα επαναφέρει, προκειμένου οι δημόσιοι υπάλληλοι να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η Ευρωπαϊκή νομοθεσία και  η συνταγματική αρχή της ισότητας. Και ενώ υπάρχουν δημοσιονομικά πλεονάσματα, τα επιδόματα δεν επαναφέρονται.

Από την πλευρά του οι συνήγοροι του Δημοσίου και διατύπωσαν το ερώτημα αν έχει αρμοδιότητα το ΣτΕ να κρίνει εάν μπορεί να ακυρώσει την άρνηση της Πολιτείας να νομοθετήσει.

Ακόμα, ανέφεραν οι δικηγόροι του Δημοσίου, ότι έχουν ξεπεραστεί τα όρια ελέγχου του ΣτΕ και εισέρχεται πλέον στο νομοθετικό πλαίσιο.

Το δικαστήριο γνωρίζει ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον νομοθέτη. Οφείλει όμως να απαντήσει σε νομικές αιτιάσεις επισήμανε από έδρας ο πρόεδρος του ΣτΕ

Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του.

ΠΗΓΗ ΙΝ.GR