Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

 

ΑΚΥΡΕΣ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ

• Όλη η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματικό το νόμο Θεοδωρικάκου


Άκυρες είναι όλες οι αποφάσεις που έχουν λάβει μετά την 1η Δεκεμβρίου οι Οικονομικές Επιτροπές και Ποιότητας Ζωής των Δήμων της Φθιώτιδας και της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, σύμφωνα με την τελεσίδικη απόφαση της Ολομέλειας του αρμόδιου Ανωτάτου Δικαστηρίου του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Στην απόφασή του, το ΣτΕ, ακυρώνει συνθέμελα τον περιβόητο νόμο Θεοδωρικάκου, κρίνοντας αντισυνταγματικές όλες εκείνες τις διατάξεις του (σύνθεση και αρμοδιότητες Οικονομικής Επιτροπής και Ποιότητας Ζωής) που ευνούχισαν τα τελευταία τρία χρόνια τη Δημοκρατική και ορθή λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Το κυριότερο όμως είναι ότι ορίζει την απόφαση τους ως «αμέσως εφαρμοστέα», που σημαίνει ότι όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται στα δυο εν λόγω όργανα με βάση όσα ορίζει ο νόμος Θεοδωρικάκου, είναι άκυρες.

Θέτει επίσης ενώπιον των τεράστιων ευθυνών την κυβέρνηση για το νομοθετικό αυτό τερατούργημα. Αλλά και για την τωρινή ολιγωρία της, να προβεί σε νομοθετική συμμόρφωση με την απόφαση, αδιαφορώντας έτσι για τις τεράστιες συνέπειες που έχει στους ΟΤΑ η συνέχιση του τωρινού καθεστώτος για τις δυο αυτές νευραλγικές Επιτροπές.

Συγκεκριμένα η απόφαση του ΣτΕ που ελήφθη με αφορμή προσφυγή κατά αποφάσεων του Δήμου Βεροίας, αναφέρει ότι όλες οι αποφάσεις μέχρι 30 Νοεμεβρίου 2022 για λόγους δημοσίου συμφέροντος δεν ακυρώνονται.

Και η εφαρμογή της απόφαση του ΣτΕ, έχει ισχύ από την 1η Δεκεμβρίου.

Αναφέρει ειδικότερα «…Η νομοθετική αυτή επιλογή, υπό τα συγκεκριμένα δεδομένα, βρίσκεται εντός του περιθωρίου εκτίμησης που αναγνωρίζει το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη και παρίσταται πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας των οργάνων διοικήσεως των ΟΤΑ και των νομικών τους προσώπων. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται αντισυνταγματικότητα των σχετικών ρυθμίσεων των ν. 4623 και 4635/2019 κατά το μέρος που αυτές είναι αμέσως εφαρμοστέες».

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εκτιμώντας τις δυσχέρειες που θα ήταν ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουν οι Δήμοι και οι Περιφέρειες «από την αναδρομή των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως στο χρονικό σημείο εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989, την αναδρομή των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της εκδόσεως των ακυρούμενων πράξεων και προγενέστερο της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως πρέπει δε να ορισθεί ως τέτοιο χρονικό σημείο η προηγούμενη ημέρα της δημοσιεύσεως αυτής».

Η νομοθετική αυτή επιλογή, υπό τα συγκεκριμένα δεδομένα, βρίσκεται εντός του περιθωρίου εκτίμησης που αναγνωρίζει το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη και παρίσταται πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας των οργάνων διοικήσεως των ΟΤΑ και των νομικών τους προσώπων.

Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται αντισυνταγματικότητα των σχετικών ρυθμίσεων των ν. 4623 και 4635/2019 κατά το μέρος που αυτές είναι αμέσως εφαρμοστέες.

Το Δικαστήριο κάνει λόγο στην απόφασή του για “εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας των διαδίκων”.

Η υπόθεση παραπέμφθηκε προς εκδίκαση ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ ύστερα από την 760/2022 απόφαση του Γ’ Τμήματος του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο προστέθηκε με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Α’ 84), για να κριθεί το ζήτημα της συμφωνίας με το Σύνταγμα των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 2 και των παρ. 1, 2, 4 του άρθρου 6 του ν. 4623/2019 και της περ. α’ της παρ. 6 του άρθρου 10 του ν. 4625/2019.

Οι αιτούντες άσκησαν ειδική διοικητική προσφυγή, επί της οποίας εκδόθηκε (πριν από την κατάθεση της υπό κρίση αιτήσεως) η απορριπτική αυτής απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης.

Στην απόφαση του ΣτΕ αναφέρονται μεταξύ άλλων:

“Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: στο άρθρο 1: «1. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. 2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. 3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα», στο άρθρο 4 παρ. 1: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», στο άρθρο 5 παρ. 1: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», στο άρθρο 25 παρ. 1 (όπως αντικαταστάθηκε με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, Α’ 84): «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους.

Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν.

Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας», στο άρθρο 51 παρ. 3: «Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει. Ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα», στο άρθρο 52: «Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Νόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης αυτής» και, τέλος, στο άρθρο 102 (όπως αντικαταστάθηκε με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής):

«1. Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού. … 2. Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Οι αρχές τους εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία, όπως νόμος ορίζει. 3. ».

9. Επειδή, το κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα της συμμετοχής του πολίτη στην πολιτική ζωή της Χώρας περιλαμβάνει τη δυνατότητα αυτού αφ’ ενός να εκλέγει τους αντιπροσώπους του στο Κοινοβούλιο (ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα) και αφ’ ετέρου να θέτει ο ίδιος υποψηφιότητα αντιπροσώπου (παθητικό εκλογικό δικαίωμα).

Τα ανωτέρω ισχύουν και για την εκλογή των αρχών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, η οποία επίσης ανάγεται στην πολιτική ζωή της Χώρας. Εξ άλλου, ο τρόπος εκλογής των αρχών των Ο.Τ.Α., στο μέτρο που δεν ρυθμίζεται από το Σύνταγμα, επαφίεται στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος όμως δεν μπορεί να θεσπίσει διατάξεις που αναιρούν ή περιορίζουν υπέρμετρα το αντίστοιχο δικαίωμα του πολίτη (Σ.τ.Ε. 2140/2013 Ολομ., 3684/2009, 3226/2015 επταμ., 1788/2014, 2777/2013, 121/2004 κ.ά.). Περαιτέρω, το προπαρατεθέν άρθρο 52 του Συντάγματος αφ’ ενός καθιερώνει κατευθυντήρια αρχή που διέπει την εκλογική διαδικασία εν γένει –περιλαμβανομένης και της εκλογής των αρχών των Ο.Τ.Α. (Σ.τ.Ε. 128/2021, 1714/2016, 3271/2014 επταμ., 2777/2013 κ.ά.)– και αφ’ ετέρου περιέχει συγκεκριμένο κανόνα με δεδομένο ρυθμιστικό περιεχόμενο, ώστε να διασφαλίζεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

Το ρυθμιστικό πεδίο της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως, στο οποίο υπάγονται η ελεύθερη διαμόρφωση και εκδήλωση της εκλογικής βούλησης, παραβιάζεται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος, με συνέπεια τη μεταβολή της επιλογής (Σ.τ.Ε. 190/2004 επταμ., 3680/1996).”

Επειδή, περαιτέρω, ο Ευρωπαϊκός Χάρτης της Τοπικής Αυτονομίας, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 15-10-1985 από τα κράτη – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1850/1989 (Α’ 114), με την επιφύλαξη ότι η Χώρα δεν αναλαμβάνει την υποχρέωση να δεσμευθεί με τις διατάξεις των άρθρων 5, 7 παρ. 2, 8 παρ. 2 και 10 παρ. 2 του Χάρτη, ορίζει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα και την πραγματική ικανότητα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης να ρυθμίζουν και να διευθύνουν, στα πλαίσια του νόμου με δική τους ευθύνη και προς όφελος του πληθυσμού τους, ένα σημαντικό μέρος των δημοσίων υποθέσεων. 2. Το δικαίωμα αυτό ασκείται από συμβούλια ή συνελεύσεις που αποτελούνται από μέλη εκλεγόμενα με ελεύθερη, μυστική, ίση, άμεση και καθολική ψηφοφορία και που μπορούν να έχουν υπεύθυνα ενώπιόν τους εκτελεστικά όργανα.

Η διάταξη αυτή δεν αντίκειται στην προσφυγή στις συνελεύσεις πολιτών, στο δημοψήφισμα ή σε κάθε άλλη μορφή άμεσης συμμετοχής των πολιτών εκεί όπου κατά το νόμο είναι επιτρεπτή».
«Αρμοδιότητες του δημοτικού συμβουλίου. 1. Το δημοτικό συμβούλιο αποφασίζει για όλα τα θέματα που αφορούν το δήμο, εκτός από εκείνα που ανήκουν εκ του νόμου στην αρμοδιότητα του δημάρχου ή άλλου οργάνου του δήμου ή το ίδιο το δημοτικό συμβούλιο μεταβίβασε σε επιτροπή του. 2. Το δημοτικό συμβούλιο εκφράζει τις θέσεις του σε θέματα τοπικού ενδιαφέροντος και γνωμοδοτεί όποτε δημόσιες αρχές ή αρμόδια όργανα ζητούν τη γνώμη του.

3. Ορίζει τους φόρους, τα τέλη, τα δικαιώματα και τις εισφορές. 4. Καταρτίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του τον κανονισμό λειτουργίας του, με βάση τον πρότυπο κανονισμό του άρθρου 67 του παρόντος.

Αν δεν έχει θεσπισθεί κανονισμός λειτουργίας από το δημοτικό συμβούλιο, τότε ισχύει ο εν λόγω πρότυπος κανονισμός. 5. … 6. Το δημοτικό συμβούλιο μπορεί με απόφασή του να μεταβιβάζει στην οικονομική επιτροπή και στην επιτροπή ποιότητας ζωής αρμοδιότητές του σχετικές με το αντικείμενό τους [όπως η παράγραφος 6 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 72 του ν. 4555/2018]», στο άρθρο 66 [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 73 του ν. 4555/2018]: «Δημοτικές παρατάξεις. 1. Οι δημοτικοί σύμβουλοι έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και της ψήφου κατά συνείδηση. 2. Τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου ανήκουν σε δημοτικές παρατάξεις, ανάλογα με το συνδυασμό με τον οποίο έχουν εκλεγεί. 3. Επικεφαλής της δημοτικής παράταξης είναι ο σύμβουλος που ήταν υποψήφιος δήμαρχος και, στην περίπτωση θανάτου, παραίτησης, ανεξαρτητοποίησης, διαγραφής ή αδυναμίας του, ο σύμβουλος που εκλέγεται από την πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων που ανήκουν στην παράταξη.

4. …», στο άρθρο 72: «Οικονομική επιτροπή – Αρμοδιότητες. 1. Η οικονομική επιτροπή είναι όργανο παρακολούθησης και ελέγχου της οικονομικής λειτουργίας του δήμου. Ειδικότερα έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) συντάσσει τον προϋπολογισμό του δήμου, β) ελέγχει την υλοποίηση του προϋπολογισμού και υποβάλλει ανά τρίμηνο έκθεση προς το δημοτικό συμβούλιο, στην οποία παρουσιάζεται η κατάσταση των εσόδων και εξόδων του δήμου. 

 

Η έκθεση αυτή στην οποία καταχωρούνται και τυχόν παρατηρήσεις της μειοψηφίας, δημοσιεύεται υποχρεωτικά στην ιστοσελίδα του δήμου, γ) προελέγχει τον απολογισμό, δ1) Αποφασίζει αιτιολογημένα για τις περιπτώσεις απευθείας ανάθεσης προμηθειών, παροχής υπηρεσιών, εκπόνησης μελετών και εκτέλεσης έργων σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις. δ2) Αποφασίζει αιτιολογημένα τροποποίηση άπαξ έως πέντε τοις εκατό (5%) του φυσικού ή οικονομικού αντικειμένου, συμβάσεων ποσού έως εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Στις συμβάσεις του προηγούμενου εδαφίου εγκρίνει το πρωτόκολλο παραλαβής με αιτιολογημένη απόφασή της (όπως η περίπτωση δ’ αντικαταστάθηκε από τις περιπτώσεις δ1 και δ2 με το άρθρο 203 παρ. 3 εδ. β’ του ν. 4555/2018). ε) με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος, καταρτίζει τους όρους, συντάσσει τη διακήρυξη, διεξάγει και κατακυρώνει όλες τις δημοπρασίες σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

Για τη διεξαγωγή των δημοπρασιών και την αξιολόγηση των προσφορών μπορεί να συγκροτεί επιτροπές, από μέλη της, δημοτικούς ή δημόσιους υπαλλήλους ή ειδικούς επιστήμονες, στ) μελετά την ανάγκη συνάψεως δανείων, καταρτίζει τους όρους τους και εισηγείται σχετικά στο δημοτικό συμβούλιο, ζ) εισηγείται προς το δημοτικό συμβούλιο την επιβολή τελών, δικαιωμάτων και εισφορών, η) αποφασίζει για την αποδοχή κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών θ) εισηγείται στο δημοτικό συμβούλιο ετήσιο σχέδιο διαχείρισης και αξιοποίησης της περιουσίας του Δήμου.

Παρακολουθεί την υλοποίηση του εν λόγω σχεδίου και ενημερώνει το δημοτικό συμβούλιο, ι) αποφασίζει για ζητήματα διαφάνειας και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ια) εισηγείται στο δημοτικό συμβούλιο τα σχέδια κανονιστικών αποφάσεων του δήμου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 73 παρ. 1Β ν) και παρακολουθεί την υλοποίηση τους, ιβ) αποφασίζει για την υποβολή προσφυγών στις διοικητικές αρχές, ιγ) αποφασίζει για την άσκηση ή μη όλων των ένδικων βοηθημάτων και των ένδικων μέσων, καθώς και για την παραίτηση από αυτά (όπως η περίπτωση ιγ’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 54 παρ. 1 του ν. 4447/2016, Α’ 241). ιδ) αποφασίζει για το δικαστικό συμβιβασμό και τον εξώδικο συμβιβασμό ή κατάργηση δίκης που έχουν αντικείμενο μέχρι του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και εισηγείται στο δημοτικό συμβούλιο για τον εξώδικο συμβιβασμό ή την κατάργηση δίκης που έχουν αντικείμενο που υπερβαίνει το παραπάνω ποσό (όπως η περίπτωση ιδ’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 4071/2012, Α’ 85). ιε) αποφασίζει για την πρόσληψη πληρεξουσίου δικηγόρου και για την ανάκληση της πληρεξουσιότητάς του, σε όσους δήμους, είτε δεν έχουν προσληφθεί δικηγόροι, με μηνιαία αντιμισθία, είτε αυτοί που έχουν προσληφθεί δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε ανώτατα δικαστήρια. Μπορεί επίσης να αναθέτει την παροχή γνωμοδοτήσεων, μόνο εφόσον δεν έχουν προσληφθεί δικηγόροι, με μηνιαία αντιμισθία.

Με απόφασή της είναι δυνατή, κατ’ εξαίρεση, η ανάθεση σε δικηγόρο, εξώδικου ή δικαστικού χειρισμού, ανά υπόθεση, ζητημάτων, τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία για τα συμφέροντα του δήμου και απαιτούν εξειδικευμένη γνώση ή εμπειρία. Στις περιπτώσεις αυτές η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 281 του Κ.Δ.Κ.. 2. Για τις περιπτώσεις ιβ’, ιγ’ και ιδ’ της προηγούμενης παραγράφου, η απόφαση λαμβάνεται ύστερα από γνωμοδότηση δικηγόρου, η ανυπαρξία της οποίας συνεπάγεται ακυρότητα της σχετικής απόφασης (όπως η παράγραφος 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 54 παρ. 2 του ν. 4447/2016). 3. Το δημοτικό συμβούλιο μπορεί, για θέματα ιδιαίτερα σοβαρά, με ειδική αιτιολογία, και με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του να αποφασίζει ότι θα ασκήσει το ίδιο αρμοδιότητες των προηγούμενων παραγράφων. 4. Η οικονομική επιτροπή με ειδική απόφαση που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της μπορεί να παραπέμπει συγκεκριμένο θέμα της αρμοδιότητάς της στο δημοτικό συμβούλιο για τη λήψη απόφασης, εφόσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται από την ιδιαίτερη σοβαρότητά του».

Επειδή, με τον ν. 4555/2018 καθιερώθηκε για την κατανομή των εδρών του δημοτικού συμβουλίου το σύστημα της απλής αναλογικής, σε αντικατάσταση του προϊσχύσαντος πλειοψηφικού συστήματος, ενώ διατηρήθηκε το σύστημα της εκλογής ως δημάρχου του επικεφαλής του συνδυασμού που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των έγκυρων ψηφοδελτίων κατά την αρχική ή την επαναληπτική εκλογή (βλ. άρθρα 28 και 29, με τα οποία αντικαταστάθηκαν αντιστοίχως τα άρθρα 32 και 33 του ν. 3852/2010). Με τον ίδιο νόμο εισήχθη σειρά ρυθμίσεων, με τις οποίες επιδιώχθηκε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οικεία αιτιολογική έκθεση, η αναδιαμόρφωση του συστήματος διακυβέρνησης των δήμων και των περιφερειών, ώστε αυτό να είναι «θεσμικά και πολιτικά προσαρμοσμένο στην υιοθέτηση της απλής αναλογικής και, επομένως, κατατείνει, µέσω ρυθμίσεων για την ενίσχυση της συλλογικής λειτουργίας των οργάνων των Δήμων και των Περιφερειών και της αυξημένης δημοσιότητας των συνεδριάσεων, στη δημοκρατικότερη και πιο συμμετοχική λειτουργία τους.

Στο πλαίσιο αυτό, κεντρικού χαρακτήρα είναι η κατάργηση της παντοδυναμίας του επιτυχόντος συνδυασμού, δηλαδή της παράταξης του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη και η διάχυση των ρόλων και σε συμβούλους προερχόμενους από άλλες παρατάξεις, είτε πρόκειται για την επιλογή των Αντιδημάρχων και των Αντιπεριφερειαρχών είτε για τον τρόπο συγκρότησης των επιτροπών του Δημοτικού και του Περιφερειακού Συμβουλίου». Στην ίδια αιτιολογική έκθεση αναφέρονται, επίσης, τα ακόλουθα: «… Γ. Διατήρηση της άμεσης εκλογής του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη ως επικεφαλής του οικείου (επιτυχόντος) συνδυασμού σε δύο γύρους. Αν και θεσμικά πιο συνεπής προς την απλή αναλογική είναι η έμμεση εκλογή του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη, ο οποίος εξάλλου – σύμφωνα με τα παγίως ισχύοντα – είναι τύποις εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων του οικείου συμβουλίου, στο παρόν σχέδιο νόμου προκρίθηκε η διατήρηση του υφιστάμενου τρόπου άμεσης, τρόπον τινά, εκλογής του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη, ως επικεφαλής του αντίστοιχου συνδυασμού, είτε στον πρώτο γύρο, εφόσον ο συνδυασμός του λάβει τουλάχιστον το 50% των έγκυρων ψήφων συν µία, είτε, εφόσον η πλειοψηφία αυτή δεν επιτευχθεί, στο δεύτερο γύρο που διεξάγεται μεταξύ των επικεφαλής των δύο πρώτων συνδυασμών.

Ο λόγος για την επιλογή αυτή είναι διττός: Αφενός, ιστορικά και συμβολικά, δεν πρέπει να αγνοηθεί η ιδιαίτερη θέση που κατέχει στις τοπικές κοινωνίες ο Δήμαρχος και ο Περιφερειάρχης (παλαιότερα, ο Νομάρχης), ως ο “πρώτος πολίτης” του τόπου και ο πολιτικός εκπρόσωπος της τοπικής κοινωνίας, ανεξάρτητα από την τυπική και νομική περιγραφή της θέσης του. Δεν θα πρέπει δε να συγχέεται το γεγονός αυτό –το οποίο σε μεγάλο βαθμό είναι αντικειμενικό και προέκυψε από τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν στη διαδρομή του θεσμού μεγάλες αυτοδιοικητικές προσωπικότητες– με την ύπαρξη ενός δηµαρχοκεντρικού ή περιφερειαρχοκεντρικού μοντέλου, το οποίο κυρίως απέρρεε μέχρι σήμερα από την απόλυτη αριθμητική κυριαρχία του εκάστοτε Δημάρχου ή Περιφερειάρχη στο δημοτικό ή περιφερειακό συμβούλιο και, επομένως, τη δυνατότητά του να επιβάλλει μονομερώς τις αποφάσεις του, μετατρέποντας τη διαδικασία εντός του οικείου συμβουλίου σε απλή επικύρωση των αποφάσεών του. Αφετέρου, η έμμεση εκλογή έχει σε πολλές περιπτώσεις συνδυαστεί µε φαινόμενα παραταξιακής ή προσωπικής συναλλαγής, που καταλήγουν στην ανάδειξη προσώπων που δεν έχουν νομιμοποιηθεί για την κατάληψη ενός τόσο σοβαρού δημόσιου αξιώματος από το εκλογικό σώμα.

Έτσι, κρίθηκε ότι η μεσολάβηση της επιλογής των εκλογέων, οι οποίοι μάλιστα κατά το δεύτερο γύρο θα γνωρίζουν τη δυναμική που θα έχει ήδη διαμορφωθεί εντός του δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου, θα αποτρέψει τέτοια φαινόμενα και θα λειτουργήσει προωθητικά για την αποτελεσματική εφαρμογή της απλής αναλογικής, καθώς ένα από τα κριτήρια επιλογής του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη θα είναι, αυτονόητα, και η ικανότητά του να επιτυγχάνει συναινέσεις και συγκλίσεις εντός του οικείου συμβουλίου, με τους εκάστοτε δεδομένους συσχετισμούς». Εξ άλλου, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 57, 59, 61, 64, 65 και 66 του μεταγενέστερου ν. 4604/2019, «επιτυχών συνδυασμός» θεωρείται (μόνον) όποιος λάβει την απόλυτη πλειοψηφία στον Α’ γύρο, ενώ, σε περίπτωση επαναληπτικής ψηφοφορίας (Β’ γύρος) δεν ανακηρύσσεται πλέον επιτυχών συνδυασμός, αλλά «συνδυασμός του δημάρχου».

Επειδή, μετά τις εκλογές για την ανάδειξη δημοτικών αρχών της 26ης Μαΐου 2019 και της 2ας Ιουνίου 2019, δημοσιεύτηκε ο ν. 4623/2019 (Α’ 134/9- 8-2019), με τον οποίο προβλέφθηκε η τροποποίηση ή κατάργηση διατάξεων των νόμων 3852/2010, 4555/2018, 4604/2019, καθώς και άλλων συναφών νομοθετημάτων.

Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4623/2019 διαλαμβάνεται ότι με τις διατάξεις του «εισάγεται ένα πρώτο πλέγμα άμεσης αντιμετώπισης της ανακύψασας προβληματικής κατάστασης, προ της εγκατάστασης των νέων αιρετών αρχών», «προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα ακυβερνησίας των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού που θα οδηγούσαν σε πρωτοφανή δυσλειτουργία της διοίκησης των δήμων και των περιφερειών και για να αποκατασταθεί – στο μέτρο του δυνατού – η ανακολουθία που προέκυψε μεταξύ της εκπεφρασμένης λαϊκής βούλησης και της κατανομής των εδρών των δημοτικών / περιφερειακών συμβουλίων της χώρας».

Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει στην αποφασή του ότι “δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα η σύσταση στους Ο.Τ.Α. συγκεκριμένων οργάνων, ούτε η άσκηση από αυτά ενός ελαχίστου αποφασιστικών ή γνωμοδοτικών αρμοδιοτήτων.  Τα οργανωτικά αυτά ζητήματα ανήκουν στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη.

Ως εκ τούτου, η ανάδειξη από τους δημότες-εκλογείς των αιρετών οργάνων των δήμων, όπως αυτά προβλέπονται κατά τον χρόνο της εκλογικής διαδικασίας, δεν αποσκοπεί στην άσκηση συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων, και δη αυτών που ορίζονται από την κείμενη κατά τον χρόνο της εκλογής νομοθεσία, αλλά στην άσκηση των αρμοδιοτήτων που κάθε φορά αναθέτει στους Δήμους ο νομοθέτης (Σ.τ.Ε. 702/2019).

Με τις διατάξεις των νόμων 4623, 4625 και 4635/2019 δεν γίνεται επέμβαση στα αποτελέσματα των εκλογών της 26-5 και 2-6-2019, ούτε στα δικαιώματα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι ούτε στις αρχές της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης και της ισότητας των όρων του εκλογικού ανταγωνισμού, αλλά μεταβάλλονται οι αρμοδιότητες του δημοτικού συμβουλίου, καθώς και η συγκρότηση και οι αρμοδιότητες άλλων οργάνων διοικήσεως των Ο.Τ.Α., για να εξασφαλισθεί ότι η πλειοψηφία στα τελευταία θα ανήκει στην παράταξη με την οποία εξελέγη δήμαρχος, προκειμένου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4623/2019, «να αποφευχθούν φαινόμενα ακυβερνησίας των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού που θα οδηγούσαν σε πρωτοφανή δυσλειτουργία της διοίκησης των δήμων και των περιφερειών».

 

    

 

randomness