Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

Το μπλόκο της Κοκκινιάς

Το μεγαλύτερο και πλέον αιματηρό μπλόκο της Κοκκινιάς και οι εκτελέσεις στην πλατεία της Οσίας Ξένης.

Τα κατοχικά μπλόκα αποτέλεσαν την κορύφωση της τρομοκρατίας που άσκησαν οι κατακτητές και κυρίως οι Έλληνες συνεργάτες τους. Όλα τα μπλόκα πραγματοποιήθηκαν τους τελευταίους μήνες της Κατοχής, όταν πλέον ήταν ορατή η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας, με στόχο την καταστολή του αντιστασιακού κινήματος στις πόλεις. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα μεγάλα μπλόκα πραγματοποιήθηκαν σε δήμους και συνοικίες που είχαν εγκατασταθεί οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922. Σε αυτές βρίσκονταν τα προπύργια του ΕΑΜ σε Αθήνα και Πειραιά. Το μεγαλύτερο και πλέον αιματηρό μπλόκο, ήταν αυτό της Κοκκινιάς.

Στις 17 Αυγούστου 1944 ισχυρές δυνάμεις της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας και των γερμανικών αρχών κατοχής κύκλωσαν την Κοκκινιά και διέταξαν τους άνδρες να συγκεντρωθούν στην πλατείας της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Ανάμεσα στις χιλιάδες που μαζεύτηκαν στην πλατεία ήταν και ο Κώστας Περιβόλας. Ο Περιβόλας κατοικούσε στην οδό Καισάρειας 166. Ήταν τσαγκάρης. Είχε γεννηθεί στα Βουρλά της Μικράς Ασίας το 1920. Ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα το 1922. Στα χρόνια της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια πέρασε στον ΕΛΑΣ.

Ο Βακαλόπουλος, ένας από τους καταδότες του μπλόκου της Κοκκινιάς, αναγνώρισε τον Περιβόλα. Τον τράβηξε έξω από το πλήθος και μαζί με άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, άρχισαν να τον χτυπούν αλύπητα. Την σκηνή είδε ο Αβραάμ Κ. και την περιέγραψε στη μεταπολεμική δίκη των υπαιτίων του μπλόκου. Οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας πήραν τον Περιβόλα και τον κρέμασαν από ένα δένδρο. Όμως το σκοινί έσπασε. Αγανακτισμένοι, άρχισαν πάλι να τον κλωτσούν. Αυτή τη φορά στο ξυλοκόπημα συμμετείχε και ο διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας, συνταγματάρχης Πεζικού Ιωάννης Πλυτζανόπουλος. Ο Περιβόλας αντέδρασε δαγκώνοντας το χέρι του Πλυτζανόπουλου. Αυτός έβγαλε το πιστόλι του και τον πυροβόλησε στο κεφάλι.

Μετά τη δολοφονία του Περιβόλα, ο Βακαλόπουλος συνέχισε το έργο του. Μαζί με μια ομάδα χωροφυλάκων άρχισε να γυρίζει στα σπίτια της Κοκκινιάς αναζητώντας άτομα που ανήκαν στο ΕΑΜ. Πήγε στο σπίτι της Χρυσάνθης Αρχοντοπούλου. Έψαχνε τους τρεις γιους της, που ήταν οργανωμένοι στην ΕΠΟΝ.

Η Αρχοντοπούλου θυμάται:

«Σαν ακούστηκε το κακό, δεν ήξερα τι να κάνω και πως να σώσω τα παιδιά μου, τον Γιάννη μου 18 χρονών, τον Περικλή 16 χρονώ και τον Γιώργο 20 χρονώ. Βγαίνω στην πόρτα κι αντικρύζω τον προδότη Μπακαλόπουλο (της Ειδικής Ασφάλειας του Λάμπου). ¨Πούναι, μωρή, τα παιδιά σου¨; μου λέει. ¨Τώρα θα πάνε κάτω¨, λέω. ¨Βγάλτα έξω¨, μου κάνει, ¨γιατί θα τα σκοτώσω αμέσως¨. Βγαίνουν τα παιδιά, τ’ αρπάζει ο Μπακαλόπουλος κι εγώ χύνομαι πίσω του. ¨Άστα, βρε Μπακαλόπουλε. Δε λυπάσαι¨; Τίποτα αυτός. Αφρούς έβγαζε απ’ το στόμα του και προστυχόλογα. Τα πάει γραμμή στο Σγούρο. Αυτός δίνει διαταγή γραμμή για τη Μάντρα. Εγώ πίσω σαν άλαλη. Αυτός, αλύπητος τα σπρώχνει και τα τρία μέσα στο σφαγείο».

    

 

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.
randomness