ΠΑΣΟΚ: Ένας Καραμανλής μιλά για τον Ανδρέα Παπανδρέου
Ο Ανδρέας Παπανδρέου έζησε τα πλέον ίσως ακραία όρια χαράς και λύπης, επιτυχίας και αποτυχίας, που μπορεί να ζήσει ένας πολιτικός
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θυμόμαστε σήμερα και τιμούμε έναν από τους πρωταγωνιστές της σύγχρονης πολιτικής ζωής της πατρίδας μας. ‘Εναν πολιτικό που καθιέρωσε σχολή, που μορφοποίησε πολιτικό χώρο. Μια πολιτική προσωπικότητα που συνάρπαζε με το λόγο, που γοήτευε με τη σκέψη, που αιφνιδίαζε με την πράξη. Μια παρουσία που επικυριάρχησε επί μακρόν στην πολιτική μας ζωή και σε αυτήν την Αίθουσα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ελάχιστοι πολιτικοί έχουν προκαλέσει τον ενθουσιασμό, αλλά και τα πάθη, όσο ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ενθουσιασμό και πάθη όχι βέβαια πάντοτε ως προϊόν λογικής επεξεργασίας ή και πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά, κυρίως, ως συνέπεια των πολύ έντονων μαγνητικών πεδίων που εξέπεμπε η προσωπικότητά του. Αφ’ εαυτής αυτή η διαπίστωση καταδεικνύει το ασυνήθιστο διαμέτρημα της προσωπικότητάς του και της πολιτικής του παρουσίας.
Έχει λεχθεί ότι κάθε Έλληνας κουβαλάει έναν μικρό Παπανδρέου στην ψυχή του, ή ακόμη ότι ο Παπανδρέου ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος Έλληνα. Ίσως του Έλληνα της καθ’ ημάς Ανατολής σε αντιδιαστολή προς τον αυστηρό και πειθαρχημένο δωρικό τύπο. Εκφραστικός και σαγηνευτικός, διεισδυτικός και ευπροσάρμοστος, συνάμα ευμετάβλητος. Με ρωμαλέα φαντασία ικανή να συλλαμβάνει οράματα, να κινητοποιεί το λαό, αλλά όχι σπάνια να μειονεκτεί στην εφαρμοσμένη πολιτική, στο αποτέλεσμα, στο «διά ταύτα».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, πράγματι, υπήρξε ο κατ’ εξοχήν πολιτικός των ρήξεων. Εγνώριζε τη δυναμική της μετωπικής σύγκρουσης, της απομόνωσης τού κατά περίπτωση αντιπάλου, της κατάληψης δεσπόζουσας θέσης. Ήταν απόλυτα εξοικειωμένος με την τεχνική του αιφνιδιασμού.
Ταυτόχρονα, με αξιοσημείωτη ταχύτητα και ευκολία διεγίγνωσκε τις μεταβολές του πολιτικού τοπίου και αναπροσάρμοζε τις επιλογές του, ακόμα και τις προβαλλόμενες ως θεμελιώδεις. Χαρακτηριστική παραμένει η σύνθεση της διακήρυξης «Οι Βάσεις φεύγουν» με την ταυτόχρονη επίσημη συνομολόγηση της παραμονής τους, αλλά και η ρεαλιστικότατη —και το τονίζω αυτό— αναστροφή πολιτικής στο θέμα του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ελλάδας, που απεδείχθη έτσι κορυφαία μεταπολιτευτική επιλογή του Έθνους.
Η ικανότητά του να εξέρχεται συνήθως νικητής από τις ρήξεις και να αποφεύγει το τίμημα των αναπροσαρμογών της πολιτικής του αποδίδεται κατά κανόνα από τους περισσότερους στην ακτινοβολία της προσωπικότητάς του και στη ρητορική του δεινότητα. Είναι ,όμως, μόνο μερικώς ακριβής αυτή η αποτίμηση. Η αρτιότερη εξήγηση του φαινομένου αυτού πρέπει να εστιαστεί στην επιτυχία του Ανδρέα Παπανδρέου να καταστεί εκφραστής ενός μεγάλου, αλλά και αδιαμόρφωτου και πολυσπερμικού μέχρι την εμφάνισή του πολιτικού χώρου και πολιτικού ρεύματος. Ενός ρεύματος πάνω στο οποίο θεμελίωσε και τη θεσμική και την έμπρακτη συγκεκριμενοποίησή του, το σημαντικότερο δηλαδή δημιούργημά του, το ΠΑΣΟΚ.
Τα δύο κύρια γνωρίσματα του ΠΑΣΟΚ, ειδικά στην πρώιμη περίοδό του, ο αντιδυτικός εξωτερικός προσανατολισμός και η σοσιαλιστική οικονομικοκοινωνική προσέγγιση, έχουν έκτοτε ανατραπεί ραγδαία από τις εξελίξεις. Το γεγονός όμως αυτό, παρά τις όποιες αρνητικές συνέπειες, δεν μειώνει το επίτευγμα του Ανδρέα Παπανδρέου να συνενώσει και να συνθέσει αντιφατικές αντιλήψεις, συγκρουόμενες ομάδες και πρόσωπα σε ένα ενιαίο σύνολο. Τα ετερόκλητα αυτά στοιχεία και ρεύματα μπορεί να μην προσφέρονταν για ενιαία και συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα, μπόρεσαν όμως να συνθέσουν υπό την καθοδήγηση και σιδηρά χείρα του Ανδρέα Παπανδρέου ένα ισχυρό κόμμα εξουσίας. Και αυτό κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι, αφού αποτελεί έναν από τους δύο ισχυρούς πόλους σταθερότητας και συνέχειας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και του πολιτικού μας συστήματος. Και τούτο, έστω και αν χρειάστηκαν νέοι υπερβατικοί μύθοι, για να βρουν στέγη οι προκαταλήψεις και οι μύθοι του παρελθόντος, έστω και αν αυτοί οι νέοι μύθοι σήμερα κατέρρευσαν, όπως κυρίως ο μύθος της διαρκούς επέκτασης των οικονομικών δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα, για να επιτευχθεί δήθεν η οικονομική πρόοδος, ενώ τελικά συνέβη το αντίθετο, ένας μύθος άλλωστε που κατέρρευσε παγκοσμίως με τη χρεοκοπία των κρατικιστικών σοσιαλιστικών μοντέλων σε Ανατολή και Δύση.
Η παράταξη, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, που έχω την τιμή να εκπροσωπώ διαφώνησε σχεδόν με όλα όσα ο Ανδρέας Παπανδρέου πρότεινε, νομοθέτησε ή εφάρμοσε. Και πιστεύω ότι κατά κανόνα η διαφωνία αυτή έχει έκτοτε δικαιωθεί από τις εξελίξεις και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και στον κόσμο. Εν μέρει, μάλιστα, θα έλεγα ότι δικαιώνεται και από τη συμπεριφορά των διαδόχων του. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ωριμότερος ίσως, υιοθέτησε μετά το 1993 αντιλήψεις και πολιτικές συνυφασμένες πλέον και με τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην οικονομία, αλλά και με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι η ώρα της ακριβούς αποτίμησης της πολιτικής παρουσίας και δράσης του Ανδρέα Παπανδρέου. Και ανεπίκαιρο είναι αυτό και ανευλαβές. Μπορούν όμως και πρέπει να καταγραφούν κάποιες βασικές συνέπειες της μακράς, της καταλυτικής, της αναμφισβήτητα πρωταγωνιστικής παρουσίας του στο πολιτικό προσκήνιο.
Η μία είναι ότι αποτέλεσμα των επιλογών και ενεργειών του υπήρξε η ενσωμάτωση στον ομαλό και δημοκρατικό βίο της χώρας ευρέων στρωμάτων πολιτών και κοινωνικών ομάδων, που θεωρούσαν εαυτούς περιθωριοποιημένους. Και είναι βέβαιο, δικαίως ή αδίκως έχει μικρή σημασία, πως πολλοί Έλληνες είχαν αυτήν την αίσθηση, προϊόν και αυτό της πολυτάραχης πρόσφατης ιστορίας μας.
Αναγνωρίζουμε τις προθέσεις του να μειωθεί η κοινωνική ανισότητα, προθέσεις όμως που δεν επιτυγχάνουν πάντα τελικά, αν δεν στηριχθούν στους δυναμικούς μοχλούς ανάπτυξης της οικονομίας, που είναι η δημιουργικότητα του Έλληνα, που είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία. Διότι όσο μικραίνει η πίτα, τόσο περιορίζονται τα περιθώρια αναδιανομής του εισοδήματος στους οικονομικά ασθενέστερους.
Αναγνωρίζουμε την πρόθεση του Ανδρέα Παπανδρέου να χτίσει ένα ισχυρότερο κράτος πρόνοιας. ‘Ομως και αυτό χρειάζεται ισχυρή οικονομία, που να το στηρίξει στο βάθος του χρόνου. Και η πολυετής χρήση που μαστίζει την οικονομία μας καθιστά πλέον όλο και πιο διάτρητο αυτόν το δείκτη ασφαλείας, που θα έπρεπε να υπάρχει για όλους τους Έλληνες και κυρίως τους οικονομικά ευάλωτους.
Αναγνωρίζουμε την προσπάθεια του Ανδρέα Παπανδρέου να συμβάλει σε μια όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, μια προσπάθεια όμως που, οφείλω να τονίσω, επένδυσε πολλά στο κίνημα του Τρίτου Κόσμου, που κατέρρευσε, και στην άλλη υπερδύναμη, που έμπαινε ήδη σε τροχιά αποσύνθεσης.
Ορθά διαπίστωνε ο Ανδρέας Παπανδρέου την εγγενή και κλιμακούμενη επιθετικότητα της Τουρκίας, διαπίστωση που πρέπει να έχουμε όλοι υπόψη μας στην εποχή της απόπειρας κατευνασμού της γείτονος, όταν μάλιστα στην προκλητικότητα αυτή διαπιστώνουμε ότι έχει ξεπεραστεί κάθε όριο με στόχο τη χώρα μας, με ακρότατη μορφή τις διαβόητες γκρίζες ζώνες του Αιγαίου.
Ακόμα, ο Ανδρέας Παπανδρέου κατανοούσε αυτό που δεν μοιάζει να κατανοούν κάποιοι επίγονοί του, ότι η κοινωνική συνοχή είναι προϋπόθεση για να τεθούν και να πραγματωθούν κοινοί οικονομικοί στόχοι, που ισχύουν για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, στόχοι που είναι προϋποθέσεις για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, μια πορεία συνυφασμένη με την πρόοδο της πατρίδας μας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πρέπει βεβαίως να τονιστεί ότι η παρατεταμένη παρακμιακή οικονομική τροχιά της χώρας συνδέεται με βασικές επιλογές που έγιναν την κρίσιμη δεκαετία του ’80, επιλογές που πιστεύουμε ότι ζημίωσαν τελικά τον τόπο. Όλα αυτά θα τα αποτιμήσει φυσικά ο ιστορικός τού αύριο ζυγίζοντας τα συν και τα πλην της παρουσίας του Ανδρέα Παπανδρέου.
Εμείς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ενθυμούμεθα και τιμούμε σήμερα έναν μεγάλο πρωταγωνιστή της σύγχρονης πολιτικής μας ζωής, έναν άνθρωπο με σπάνιες αρετές και ανθρώπινα ελαττώματα, έναν άνθρωπο που είχε φανατικούς φίλους, αλλά και αυστηρούς επικριτές. Για όλους όμως ήταν μια σημαντική παρουσία και στην Αίθουσα αυτή και στη χώρα και διεθνώς.
Είναι κοινή η μοίρα των πολιτικών να ζουν τη βουή της εποχής τους, ένα μείγμα επευφημιών και αποδοκιμασιών. Να ζουν τη χαρά της επιτυχίας και τη θλίψη της αποτυχίας. Το λειτούργημα αυτό άλλωστε δεν θα άξιζε τίποτα, αν δεν είχε αυτήν την αγωνία των ακραίων ορίων και την άμιλλα της προσφοράς στον τόπο.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου έζησε τα όρια αυτά, τα πλέον ίσως ακραία όρια χαράς και λύπης, επιτυχίας και αποτυχίας, που μπορεί να ζήσει ένας πολιτικός.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε μια ισχυρότατη προσωπικότητα, μια καταλυτική παρουσία, που σφράγισε τη νεότερη ιστορία μας, τη νεότερη ιστορία της Ελλάδος, που στη μεταπαπανδρεϊκή εποχή βρίσκεται σε φάση περιθωροποίησης στον ευρωπαϊκό χώρο, σε φάση αδυναμίας να εφαρμόσει συγκροτημένη και αξιόπιστη οικονομική πολιτική, σε φάση ατολμίας να προχωρήσει τις μεταρρυθμιστικές τομές που χρειάζονται στο κράτος, σε φάση κοινωνικής αναστάτωσης, της Ελλάδος, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, που επιτέλους αναζητά σοβαρότητα και δημιουργία, ποιότητα και αποτέλεσμα, που απαιτεί να βρει το δρόμο της για την εθνική μας αναγέννηση.
Αυτή είναι τελικά η βαρύτερη ευθύνη για όλους μας είτε υπήρξαμε φίλοι είτε όχι του Ανδρέα Παπανδρέου.
*Ομιλία του Κώστα Καραμανλή στο ελληνικό κοινοβούλιο την Τρίτη 23 Ιουνίου 1998 (πηγή: Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, hellenicparliament.gr). Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ο μετέπειτα πρωθυπουργός, είχε λάβει το λόγο ως ένας από τους ομιλητές στην ειδική συνεδρίαση της ολομέλειας της Βουλής που ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Κώστας Καραμανλής