Σμύρνη: Εις το υγρό λιθόστρωτο της Προκυμαίας…
Βουβά τα πλοία φθάνουν πάλι, όχι για να φέρουν τη χαρά, αλλά για να πάρουν τη λύπη
Εβηματίζαμε αργά ένα θερμό Αυγουστιάτικο βράδυ —σαν κι’ απόψε— εις το υγρό λιθόστρωτο της Προκυμαίας.
Έσφυζε γύρω μας η ζωή. Η θάλασσα ωρμούσε έως απάνω κι’ έσκαγε μπροστά στα βήματά μας. Σιλουέττες ωραίων γυναικών έλαμπαν κάτω από τους γλόμπους του ηλεκτρικού. Ένα βιολί, στη γυάλινη βεράντα μιας μπυραρίας, παρέλυε από το πάθος. Τα πλοία, καλοφωτισμένα στο μουράγιο, επερίμεναν. Όλο έφερναν τότε. Έμεναν μια νύχτα να ξεκουρασθούν κι’ έφευγαν πάλι το πρωί. Είχαν μια μυστική συνομιλία τα πλοία με την Προκυμαία. Χρόνια και χρόνια τα προσδοκούσε. Θαλασσοδερνότανε με τον πόνο της και αγνάντευε στο πέλαγος. Αγνάντευε με πίστι. Στα καυτερά μεσημέρια της Ανατολής που ο ήλιος έρριχνε πυρρό χρυσάφι στα νερά, και τις νύχτες τις ατελείωτες που το φεγγάρι έκανε τα κύματα ασημένια, η Προκυμαία έβλεπε σε σχήματα τους πόθους της, σε σχήματα πλοίων με πυκνούς καπνούς. Και να που τα πλοία ήρθαν κάποτε.
Έτσι εβηματίζαμε, άφωνοι, κάποιο θερμό βράδυ του Αυγούστου —σαν κι’ απόψε— εις το υγρό λιθόστρωτο της Προκυμαίας.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.8.1922, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τα πλοία, που όλο έφερναν τότε, ελικνίζοντο απαλά στην αγκαλιά της θάλασσας, και από το μουράγιο έφθαναν οι ήχοι του βιολιού και προσπερνούσαν οι σιλουέττες των ωραίων γυναικών. Η Προκυμαία ελαχταρούσε εις την γοητείαν του ονείρου.
Είπε ο θρύλος για μια ρήγισσα με λάγνα μαύρα μάτια: όποιον κυττάξη, τον τραβά κοντά της, γιατί απάνω της έχει το «Γκελ»! Παίζουν τα ματόκλαδά της τα μακρυά και γνέφουν: Έλα!
Κανείς δεν μπόρεσε ν’ αντισταθή στη μοίρα των ματιών της. Τα παλληκάρια παλαβώνουν στο βλέμμα της, και σαν την αντικρύζουν ο θάνατος είνε τίποτα μπροστά στη δύναμί τους. Για την ωμμορφιά της, για τη σάρκα της ψυχής της, άλλοι ξεφαντώνουν σε τραγούδια φλογερά, και άλλοι ζώνονται ασπίδες και κοντάρια να δείξουν την αντρεία τους.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.8.1922, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η Προκυμαία ξαπλώθηκε στο υγρό λιθόστρωτο —λεπιδωτή γοργόνα— κι’ ανάστησε το θρύλο τον παληό. Με τα μαλλιά χυτά, ξέστηθη, επρόβαλε φρέσκη μέσ’ από το νερό, κι’ ετέντωσε μισόγυμνα τα κάλλη της μπροστά στον ήλιο — Χριστιανή Σουλτάνα σε χαρέμι. Άπλωσε όλους της τους πόθους πλάι στη θάλασσα, εγλάρωσε τα λάγνα μαύρα μάτια, και με τα ματόκλαδα τα μακρυά που παίζουν σαν να σε καλούν, έγνεψε προς το πέλαγος: Έλα!
Και τα κύματα υπάκοα έτρεξαν στην προσταγή της — όπως ένα βράδυ Αυγουστιάτικο που ωρμούσαν και πηδούσαν κι’ έσπαζαν μπροστά στα βήματά μας. Και τα πλοία ώρθωσαν πελώρια τα σχήματά τους κι’ άναψαν όλα τους τα φώτα — όπως το ίδιο βράδυ που παράστεκαν κουρασμένα στο μουράγιο για να ξεκινήσουν πάλι το πρωί. Ο θρύλος το είπε για τη ρήγισσα. Όποιον κυττάξη τον τραβά και τον φέρνει κοντά της.

Κι’ εβηματίζαμε αργά το θερμό Αυγουστιάτικο βράδυ —σαν κι’ απόψε— στο υγρό λιθόστρωτο της Προκυμαίας, και τα πλοία που όλο έφερναν τότε, εκαμάρωναν για να ξαναφύγουν το πρωί.
Ποιος να μας τώλεγε, εκείνο το θερμό βράδυ του Αυγούστου —σαν κι’ απόψε— στο υγρό λιθόστρωτο της Προκυμαίας.

Η ρήγισσα του θρύλου ξεσηκώθηκε τρελλή. Ξερριζώνει τα μαλλιά και ξεσκίζει τις σάρκες της από τον πόνο. Τα λόγια της τα γλυκά έγιναν ξεφωνήματα σπαραγμού. Στη θέσι που έσφυζε η ζωή τώρα σφαδάζει από το πέρασμα του θανάτου. Τσακίστηκε από το θρήνο το βιολί. Έσβυσαν τα φώτα των ελπίδων. Οι σιλουέττες είνε μαύρες και χάνονται με ουρλιάσματα τρόμου στο σκοτάδι!

Τα μάτια της τα γλαρά εκοκκίνισαν από τα δάκρυα. Και τα μακρυά ματόκλαδα με κόπο γνέφουν τώρα προς το πέλαγος και με δέος φωνάζουν: Έλα! Βουβά τα πλοία φθάνουν πάλι, όχι για να φέρουν τη χαρά, αλλά για να πάρουν τη λύπη.

Εις την Προκυμαία δεν βηματίζουν ήσυχοι οι λογισμοί· η φρίκη τρέχει έξαλλη, κουρελιασμένη, παγερή, και τα κύματα ορμούν έως απάνω όπως το ξέσπασμα της μοίρας. Η Προκυμαία ξαναρχίζει τη μυστική συνομιλία της με τα πλοία σε μια φωνή πνιγμένη. Στα καυτερά μεσημέρια της Ανατολής, τώρα ο ήλιος ρίχνει λάβα ηφαιστείου στα νερά, και είνε χολή το ασήμι που έπεφτε από το φεγγάρι. Η Προκυμαία βλέπει τους πόθους της με πυρετό και σκοτοδίνη σε σχήματα πικρού απελπισμού. Εκοιμήθηκε στη γοητεία του ονείρου, για να ξυπνήση στην απόγνωσι της πραγματικότητος.

Απόψε —σαν κι’ εκείνο το θερμό Αυγουστιάτικο βράδυ— εις το υγρό λιθόστρωτο της Προκυμαίας ένας νεκρός κηδεύεται, και φαντάσματα με φωτιές στο στόμα, βγαλμένα από την κόλασι, βηματίζουν με σαρκασμό!
*Κείμενο του Κώστα Αθάνατου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Καραμούζη, διακεκριμένου δημοσιογράφου και συγγραφέα, 1896-1966), που έφερε τον τίτλο «Η Προκυμαία» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την Πέμπτη 25 Αυγούστου 1922, παραμονές της κορύφωσης της Μικρασιατικής Καταστροφής, της ολοκλήρωσης της Μικρασιατικής Τραγωδίας.
ΠΗΓΗ ΙΝ.GR