Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Ιστορικό Αφιέρωμα: Μάρκος Μπότσαρης: Μια αγνή μορφή της Ελληνικής Επανάστασης

Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και καπετάνιος των Σουλιωτών. Για τις συνολικές του υπηρεσίες και τη μεγάλη συνεισφορά του στον αγώνα, μετά θάνατον έλαβε τιμητικά το στρατιωτικό βαθμό του Στρατηγού.
Ο Μάρκος Μπότσαρης αναδείχθηκε, ως ένας από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές, της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και η φήμη του, ξεπερνά τα Ελληνικά σύνορα.
Έχαιρε εκτίμησης από τον φιλέλληνα, Λόρδο Βύρωνα,  ενώ ο Ιούλιος Βερν στο έργο του «20000 λεύγες κάτω από την θάλασσα», χαρακτηρίζει τον Μπότσαρη ως τον «Λεωνίδα της σύγχρονης Ελλάδος».
Ο “Λαμιακός Τύπος” με αφορμή τα αποκαλυπτήρια του Ανδριάντα του Ήρωα την Κυριακή 25 Μαίου 2025 στον προαύλιο χώρο του Ιερού Ναού της Αγίας Παρασκευής στη Νέα Άμπλιανη Λαμίας,  παρουσιάζει σήμερα στους αναγνώστες ένα δισέλιδο αφιέρωμα με ποιήματα και τραγούδια που υμνούν μια από τις πιο αγνές μορφές της ελληνικής επανάστασης του '21,  με την επισήμανση ότι προς τιμήν του Μάρκου Μπότσαρη αρκετά μέρη και σημεία, στην Ελλάδα και το εξωτερικό έχουν λάβει την ονομασία του.

 

Ο Μάρκος Μπότσαρης (1790-1823)

 

Ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης από το Σούλι. Έδρασε κυρίως στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως μία από τις πιο αγνές μορφές του Αγώνα.
Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε στο Σούλι το 1790 και ήταν ο δευτερότοκος γιος του Κίτσου Μπότσαρη (1754-1813), ηγετικής μορφής της φάρας των Μποτσαραίων. Μετά την κατάληψη του Σουλίου από τον Αλή Πασά το 1803 και τις διώξεις των Σουλιωτών που ακολούθησαν, κατέφυγε με τον πατέρα του και άλλους συμπατριώτες του πρώτα στην Πάργα και στη συνέχεια στην Κέρκυρα. Εκεί εντάχθηκε στο «Αλβανικό Σύνταγμα», που είχαν συγκροτήσει οι Γάλλοι κι έφθασε μέχρι το βαθμό του εκατόνταρχου.
Παρά την περιορισμένη του μόρφωση, συνέγραψε το 1809 το «Λεξικό της Ρομαϊκοίς και Αρβανιτικοίς Απλής», ήτοι ένα ελληνο-αλβανικό λεξικό, το πρωτότυπο του οποίου βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη των Παρισίων. (Το 1980 εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Τίτο Γιοχάλα). Το 1810 πήρε διαζύγιο από την πρώτη του γυναίκα, λόγω απιστίας και παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, τη Χρυσούλα Καλογήρου, κόρη του αρματολού της Πρέβεζας Χρηστάκη Καλογήρου, η οποία του χάρισε δύο παιδιά, τον Δημήτριο Μπότσαρη (1814-1871), στρατιωτικό και πολιτικό και την Κατερίνα-Ρόζα Μπότσαρη (1820-1872), καλλονή της εποχής της, η οποία διετέλεσε κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας.
Το 1813 επέστρεψε στην Ήπειρο και μετά τη δολοφονία του πατέρα του από τον αρματολό Γώγο Μπακόλα τον Ιανουάριο του 1814 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Κακόλακκο Πωγωνίου, όπου διορίστηκε αρχηγός της περιοχής από τον Αλή Πασά. Τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Το 1820, μαζί με τον θείο του Νότη και άλλους Σουλιώτες, πολέμησε στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων, που πολιορκούσαν τον ανυπάκουο Αλή Πασά στα Ιωάννινα, έχοντας λάβει την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους.
Βλέποντας ότι οι Τούρκοι αθετούσαν την υπόσχεσή τους, ο Μπότσαρης ήρθε σε συνεννόηση με τον Αλή Πασά και του ζήτησε τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα τη βοήθεια τους στον αγώνα του εναντίον των στρατευμάτων του Σουλτάνου. Η σχετική συμφωνία υπογράφηκε στις 15 Ιανουαρίου 1821. Πρώτη του επιτυχία ήταν η νίκη στους Καμψάδες και στα Πέντε Πηγάδια και η κατάληψη των φρουρίων της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, ο Μάρκος Μπότσαρης πήρε μέρος στις νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (3 Ιουλίου 1821) και στην Πλάκα (Σεπτέμβριος 1821) εναντίον του Τοπάλ Αλί Πασά και στα Δερβιζανά εναντίον του Τουρκομακεδόνων του Καπλάν Μπέη (12 Οκτωβρίου 1822). Στις 12 Νοεμβρίου 1821 συμμετείχε στην πολιορκία και την άλωση της Άρτας (17 Νοεμβρίου 1821).
Στο μεταξύ, οι Οθωμανοί είχαν αιχμαλωτίσει την οικογένειά του, που παρέμενε στον Κακκόλακο. Όταν τον Μάρτιο του 1822 πήγε μαζί με άλλους Σουλιώτες οπλαρχηγούς στην Πελοπόννησο για να ζητήσει βοήθεια από την προσωρινή κυβέρνηση, πέτυχε να απελευθερώσει την οικογένειά του, ανταλλάσσοντάς τη με τα χαρέμια του Χουρσίτ Πασά που είχαν αιχμαλωτισθεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821). Την οικογένεια την έστειλε στην Ανκόνα της Ιταλίας και ο ίδιος παρέμεινε στην Πελοπόννησο με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο ακολούθησε στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Τον Μάιο του 1822 έπεισε τον Μαυροκορδάτο να αναληφθεί εκστρατεία στην Ήπειρο, με σκοπό τη βοήθεια των Σουλιωτών. Στα τέλη Ιουνίου με 1200 αγωνιστές κατευθύνθηκε από το Κομπότι στο Σούλι. Στις 29 Ιουνίου, κοντά στην Πλάκα, αντιμετώπισαν τις υπέρτερες δυνάμεις του Κιουταχή και τράπηκαν σε φυγή. Στις 4 Ιουλίου, με 32 συντρόφους του, πήρε μέρος στην καταστροφική μάχη του Πέτα, που σήμανε την οριστική παράδοση του Σουλίου στους Οθωμανούς.
Στις 12 Οκτωβρίου 1822, με τη βοήθεια του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, προήχθη σε στρατηγό, προκαλώντας την αντίδραση των άλλων οπλαρχηγών. Η στάση τους τον εξόργισε και ενώπιόν τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του, λέγοντας: «Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό». Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Στη συνέχεια είχε καθοριστική συνεισφορά στην αίσια έκβαση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (25 Οκτωβρίου - 31 Δεκεμβρίου 1822). Με την ευστροφία και την πονηριά του παρέσυρε σε πλαστές συνομιλίες («καπάκια») τους Τούρκους, δίνοντας το χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους.

 

Filippo Marsigli - Η μάχη στο Κεφαλόβρυσο


Το καλοκαίρι του 1823 ο Μάρκος Μπότσαρης προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα τούρκικα στρατεύματα που επέδραμαν από τα Τρίκαλα προς τη δυτική Στερεά. Τη νύχτα της 8ης προς 9η Αυγούστου, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Τουρκαλβανών του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε και ο Μπότσαρης, αν και πληγωμένος ελαφρά στην κοιλιά, προχώρησε προς τη σκηνή του Μουσταή Πασά, προκειμένου να τον αιχμαλωτίσει. Όμως, μία σφαίρα από έναν αφρικανό υπηρέτη του πασά τον βρήκε στο μάτι και τον τραυμάτισε σοβαρά. Εξέπνευσε λίγες ώρες αργότερα. Τότε, οι άνδρες του, αν και νικούσαν, διέκοψαν τη μάχη για να παραλάβουν τη σορό του αρχηγού τους και τα λάφυρα.
Μεταφέροντας τον νεκρό Μπότσαρη προς το Μεσολόγγι, σταμάτησαν για λίγο στη Μονή Προυσού, όπου ευρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε, λέγοντας: «Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω». Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι στις 10 Αυγούστου 1823 με θριαμβική πομπή, που περιγράφει ο Πουκεβίλ στα απομνημονεύματά του. Του θριάμβου προηγούνταν Τουρκαλβανοί αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι ίπποι των αξιωματικών τους με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερεις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμμένος με κυανή χλαμύδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και το ταμείο των εχθρών. Η επικήδεια τελετή έγινε στο ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων.
Τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη ύμνησε η λαϊκή και η έντεχνη μούσα. Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε το ποίημα «Εις Μάρκο Μπότσαρη», στο οποίο παρομοιάζει τη μεγάλη προσέλευση των Ελλήνων στην κηδεία του ήρωα με τη συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα. Ποιήματα αφιερωμένα στον Μπότσαρη έγραψαν ο αμερικανός ποιητής Φιτζγκρίν Χάλεκ (1790-1867) με τίτλο «Marco Bozzaris» (1825), ο ελβετός ποιητής και δημοσιογράφος Ζιστ Ολιβιέ (1807-1876) με τίτλο «Marcos Botzaris au mont Aracynthe» («Ο Μάρκος Μπότσαρης στο όρος Αράκυνθος», 1826) και ο γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ στη συλλογή ποιημάτων του «Les Orientales» («Τ' Ανατολίτικα», 1829).
Το 1858 ο ζακυνθινός συνθέτης Παύλος Καρρέρ παρουσίασε την όπερα «Μάρκος Μπότσαρης». Το γαλλικό κράτος τίμησε το 1911 τον Μάρκο Μπότσαρη, δίνοντας σ' έναν από τους σταθμούς του παρισινού μετρό τ' όνομά του («Botzaris»).

 

Ludovico Lipparini - Ο Θάνατος του Μπότσαρη

ΘΡΗΝΟΣ
(ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ)
(Παραδοσιακό Ρούμελης)

Θρήνος μεγάλος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι
το Μάρκο παν στην εκκλησιά το Μάρκο παν στον τάφο
‘ξήντα παπάδες παν μπροστά και δέκα δεσποτάδες
κι από κοντά Σουλιώτισσες (τόνε μοιργιολογάνε).

Κι ο γερο-Νότης κάθονταν στου Μάρκου το κεφάλι
κι όλο του Μάρκου ν’ έλεγε κι όλο του Μάρκου λέει:
-Για σήκω απάνω Μάρκο μου, και μη βαριοκοιμάσαι
Ο Βάλτος κι αν προσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι,
το Μεσολόγγι απόμεινε δε θε να προσκυνήσει.

Στεριάς το δέρνει ο Κιουταχής κι Αράπης του πελάγου
πέφτουν τα τόπια σα βροχή κι οι μπόμπες σα χαλάζι
κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης.

Κι ο Μάρκος αποκρίθηκε μ’ όσο κι αν ημπορούσε:
-Δε μπορ’ ο μαύρος να σταθώ, να σηκωθώ να κάτσω
γιατ’ έχω βόλι στην καρδιά, μολύβι στο κεφάλι.



[Εις Μάρκο Μπότσαρη]
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Η Δόξα δεξιά συντροφεύει
τον άντρα που τρέχει με κόπους
της Φήμης τους δύσβατους τόπους,
και ο Φθόνος τού στέκει ζερβιά,
με μάτια, με χείλη πικρά·
αλλ’ όποτε η μοίρα του γράψει,
τον δρόμον του κόσμου να πάψει,
η Δόξα καθίζει μονάχη
στην πλάκα του τάφου λαμπρή,
και ο Φθόνος αλλού περπατεί.
Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει
η Δόξα λαμπράδες γιομάτη·
κλεισμένο για πάντα το μάτι,
οπού ’χε πολέμου φωτιά·—
ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!
Σοφοί λεξιθήρες, μακρία —
μη λάχει σας βλάψω τ’ αφτία·
τρεχάτε στα μνήματα μέσα
και ψάλτε με λόγια τρελά· —
ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!
Το λείψανο που ’χε γλιτώσει
ο Πρίαμος με θρήνους, με δώρα,
εγύριζε οπίσω την ώρα
που πέφτει στην όψη της γης
το φως το γλυκό της αυγής.
Εβγήκαν μαζί τής θλιμμένης
Τρωάδας απ’ όλα τα μέρη
γυναίκες, παιδάκια και γέροι,
θρηνώντας, να ιδούν το κορμί
που χάνει γι’ αυτούς την ψυχή.
Κλεισμένο δεν έμεινε στόμα
απάνου στου Μάρκου το σώμα·
απέθαν’, απέθαν’ ο Μάρκος·
μια θλίψη, μία άκρα βοή,
και θρήνος και κλάψα πολλή.
.. . . . . . . . . . . . . .
Παρόμοια ηχώ θα λαλήσει,
του κόσμου την ύστερη μέρα,
παντού στον καινούριον αέρα·
παρόμοια στους τάφους θα εμβεί,
να κάμει καθένας να εβγεί.

[1823-1824]
Η τελευταία νυξ της ζωής
του Μάρκου του Μπότσαρη
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

Ήτον η νύκτα σκοτεινή η θάλασσα ζοφώδης
και ισχυρώς εσφύριζον άνεμοι μανιώδεις,
ο θάνατος εστρέφετο στον εβενώδ’ αιθέρα
φθείρων, όθεν διήρχετο, τον νεφελώδ’ αέρα.
Εφαίνετ’ ότι έμελλεν ο ουρανός να πέσει
στο τουρκικόν στρατόπεδον και ούτω πως να θέσει
χλωρόν ελαίας στέφανον στας κόμας των Ελλήνων,
διαιωνίζων πάντοτε τας πράξεις τας εκείνων.
Άλλο τι δεν ηκούετο εις τόσην ησυχίαν,
ειμή ωραία άσματα προς την Ελευθερίαν,
θεάν παρά τοις Έλλησι μεγάλως τιμωμένην
και υπέρ πάντας τους λαούς λαμπρώς δοξαζομένην.
Εις τάυτην παραδίδουσι τα τέκνα αι μητέρες
και συμφωνούσι μετ’ αυτών οι ζωηροί πατέρες
αύτη τοις γίνεται τροφός, αύτη τα συνοδεύει
και μετ’ αυτών απανταχού και πάντα θριαμβεύει.
Ο ύπνος τότε ήρχιζεν ανάπαυσιν να χύνει,
το πονεμένον σώμα του, οπότε είχε κλίνει
ο θαρραλέος Μπότσαρης διά να καθυπνώσει
κι εις όνειρον τον φαίνεται ζητούσα να την σώσει
Γυνή, ταχέως φεύγουσα έμπροσθεν δυο ταγμάτων
διψώντων να χορτάσωσιν ελληνικών αιμάτων.
Είχε την κόμην άπλεκτον, το στήθος πληγωμένον
και το ωραίον πρόσωπον με δάκρυα βρεγμένον
το ένδυμα κατάλευκον και ροδαλά τα χείλη,
το άσπρον στήθος της κτυπά, τας μαύρας τρίχας τίλλει.
Εγνώρισε τη φίλη του ο Μάρκος, κι ευθύς δράττει
το ξίφος του και με αυτό ευθύς τον δρόμον φράττει.
Φονεύει πλήθος εξ αυτών, τους δε λοιπούς πληγώνει
και με τ’ αφρίζον αίμα των τον τόπον κηλιδώνει
αλλ’ έξαφνα τον έρχεται μακρόθεν μία σφαίρα
και ούτω πάντοτε δι’ αυτόν μαυρίζ’ η ημέρα.
Τεταραγμένος παραιτεί την νυμφικήν του κλίνην
και μανιώδης ζωνυται το ξίφος πνέων μήνιν
κατά των Τούρκων, οίτινες ήθελον να φονεύσουν
Ελευθερίαν την θεάν ή να τη φυγαδεύσουν.
Καλεί ευθύς συμβούλιον και λέγει αναγκαίον
τον θάνατον του Μουσταφά και ότι, περιπλέον
θέλει αυτός ν’ αναδεχθεί εγχείρημα τοιούτον
με τινας Σουλιώτας του αλλ’ ότι εκτός τούτων
πρόθυμος ήτον να δεχθεί εκείνους, όσοι θέλουν
αι ιστορίαι των θνητών ήρωας ν’ αναγγέλλουν.
Ενώ ο Μάρκος έλεγε ταύτα, ιδού εκείνη
η σύζυγος που έμελλε σ’ ολίγον να χηρεύσει.
Είχε το πρόσωπον χλωμόν, ως μέλλουσα να εκπνεύσει,
με τας λευκάς δε χείρας της εκράτει τους υιούς της,
ενώ τα δάκρυα έβρεχον τους μαύρους οφθαλμούς της.
Τα δύο μικρά βρέφη της εκάλουν τον πατέρα
και τον ηρώτουν διατί εθρήνει η μητέρα.
Σιωπηλοί οι σύζυγοι γλυκώς εθεωρούντο
και εις αυτήν την σιωπήν αμφότερ’ ελυπούντο.
Πολλάκις εδοκίμασαν κι οι δύο να λαλήσουν
κι ο πόνος τους ηνάγκασε να μην ακολουθήσουν.
Αλλά εντέλει, γύναι, συ, να ομιλείς αρχίζεις.
“Μήπως θανάτου άξιον το έγκλημα νομίζεις
“διότι απεφάσισες πότε να συζευχθώμεν;
“Μη εβαρύνθης,  Μάρκε μου, πλέον μαζί να ζώμεν;
“Γνωρίζεις ταύτα που κρατώ, τέκνα είναι ιδικά σου
“τι πταίουν ταύτα τ’ άθλια και θέλεις τα αίματά σου
“αδίκως να τα πνίξωσι; Χθες όλη η ημέρα
“σημεία του θανάτου σου μ’ έδειχνε. Στον αέρα
“αδιακόπως των γλαυκών αι οιμωγαί επλανώντο
“και όνειροι σκληρότατοι πολλάκις ημιλλώντο
“ να εύρουν τρόπον φανερόν, το τέλος σου να δείξουν.
“Αλλά πριν αι ημέραι σου σήμερον απολήξουν
“αυτό το ξίφος έμπηξε στο δυστυχές μου στήθος.
“Γλυκύτερον με φαίνεται να με καλύπτ’ ο λίθος
“ολίγας ώρας προ εσού, παρά να μείνω μόνη
“κι ασπλάχνως να με φθείρωσι τραχύτατοι οι πόνοι”.
Οι λόγοι ούτοι ομοίαζον θάνατον μαρτυρίων,
θάνατον ομοιάζοντα μ’ εκείνους των αγίων.
Ενηγκαλίσθη παρευθύς ο Μάρκος και εφίλει
την θρηνωδούσαν σύζυγον με τα υγρά του χείλη.
Αφήνει τέλος τη φωνήν να φθάσει εις το στόμα,
ενώ τα δάκρυα βρέχουσι της μαύρης γης το χώμα.
“Σ’ έπταισα εις τι άραγε και ούτω με φονεύεις;
“Δεν εννοείς τους λόγους σου, λόγους μεθ’ ών δεσμεύεις
“την ασθενή μου τη φωνήν; Προς τι προοιωνίζεις
“στον δυστυχή σου σύζυγον τον θάνατον; Νομίζεις
“ότι το ξίφος σήμερον πρώτη φοράν εμβάπτω
“στο αίμα των Οθωμανών, και ότι τώρ’ ανάπτω
“από το πυρ που εις εμέ χαρίζ’ ελευθερία;
“Δεν έπαθον από εμέ οι άπιστοι μύρια;
“Αλλά... τι με προσέβαλεν η ενδεκάτη ώρα!
“Αχ! άπιστοι Οθωμανοί, θέλω σας δείξει τώρα,
“αν τα πιστότατ’ όπλα μου εξεύρουν να φονεύσουν
“κι ακέραιον στρατόπεδον ήδη να φυγαδεύσουν.
“Ορκίζομαι εις τον Θεόν και την Ελευθερίαν,
“να πνίξω εις το αίμα σας σκληράν την τυραννίαν”.
Την σύζυγόν του παρευθύς ησπάσθη και τα βρέφη.
Είδές ποτε τον ουρανόν γεμάτον από νέφη,
είδές ποτε δύο πηγάς λυγρώς να μουρμουρίζουν
και με τα νάματα αυτών πάντοτε να ποτίζουν
δύο λειμώνας ευθαλείς ή δύο πεδιάδας;
Τοιούτον και το πρόσωπον, τοιαύτας δεν ψεκάδας
οι οφθαλμοί της άφηνον τα παρειάς να βρέχουν.
Ο Μάρκος εντωμεταξύ κι οι σύντροφοί του τρέχουν
στα μέρη όπ’ εσκήνωνον τα των βαρβάρων σμήνη
και μεμειγμένοι έκειντο Οθωμανοί και κτήνη.
Ότε ο Μάρκος έφθασεν εις τον στρατόν πλησίον
το φθάσιμόν τ’ ανήγγειλλεν ο θάνατος μυρίων.
Η σπάθη του η τρομερά ευθύς αλλάσσει χρώμα
και κεραυνούς τοξεύουσι καθ’ έκαστόν του όμμα.
Έμφοβ’ οι ίπποι φεύγουσιν αγρίως χρεμετούντες
και τους σκληρούς κυρίους των ανηλεώς πατούντες.
Ολόκληρα τα τάγματα και αρχηγοί ταγμάτων
αισχρώς εκυλινδίοντο εντός θερμών αιμάτων.
Πιστόν τον τύπον άφηνον τα πτώματ’ εις τον βρότον
και υπ’ αυτά εφύλαττον αιμοσταγή τον χόρτον.
Πολλάκις τις ησθάνετο τον θορυβώδη ήχον,
κι εύρισκεν εγειρόμενος τους φίλους, ότι είχον,
το πνεύμα εις την άβυσσον, κατάψυχρον το σώμα
και πλήρες μαύρου αίματος το ανοιγμένον στόμα.
Εγείρεται το στράτευμα, αι σάλπιγγες ηχούσι
και τα τριγύρω σπήλαια φρικτώς αντιβροντούσι.
Των ίππων τα καλπάσματα, ο ρόγχος των θνησκόντων
Άδην επαρουσίαζον και Τάρταρον των ζωντων.
Πολλαί ψελλίζουν κεφαλαί μακράν από το πτώμα
των συγγενών ονόματα, ενώ δάκνουν το χώμα.
Εράσμια ονόματα πλανώντ’ εις τον αιθέρα
και πληγωμένος ο υιός εκάλει τον πατέρα,
πατέρα, όστις έκειτο ήδη θανατωμένος
κι από το μαύρον αίμα του ήδη καταβρεγμένος.
Τοιοτουτρόπως μάχονται πάνθηρες πειναλέοι,
ότε τοις επιπέσωσι λέοντες οι γενναίοι.
Εις της νυκτός εφαίνετο τας μαύρας ερημίας
ο θάνατος φρουρούμενος από τας Ερινύας.
Ο πρώτος εις μιαν χείρα του το δρέπανον εκράτει,
ενώ η άλλη έπρεπε τα σφάγια να δράττει
αι δεύτεραι εφώτιζον με ανημμένας δάδας
τ’ ακροσφαλή του βήματα σ’ εκείνας τας κοιλάδας.
Εις την σκηνήν του αρχηγού ο ήρως ήτον τώρα,
οπότε του θανάτου του πλησίαζεν η ώρα.
Μ’ αστράπτοντα τα βλέμματα το ξίφος ανατείνει
και δι’ αυτού τον θάνατον απανταχού αφήνει.
Ενώ τους Τούρκους έσφαζε, μακρόθεν ιδού σφαίρα
την κεφαλήν διατρυπά σχίζουσα τον αιθέρα.
Τότε ακούονται ευθύς στων ουρανών τας χώρας
βρονταί φρικώδεις και συχναί και αν ολίγας ώρας
ακολουθούσαν να βροντούν, ήθελεν ίσως όλον
των πλανητών το σύστημα με τ’ ουρανού τον θόλον
εις τα απέραντα χαθεί και φρικαλέα βάθη
του χάους. Αν επιθυμεί το πνεύμα σου να μάθει
ποία της τόσης ταραχής υπήρξεν η αιτία,
είναι, διότι έπνευσεν η πρόνοια η θεία
με το πυρώδες όμμα της εις ένα πτεροφόρον.
Εκάλεσε τον Μιχαήλ, τον θείον δορυφόρον
και ούτω τον ομίλησε. “Θέλω ευθύς το πνεύμα
του θαρραλέου Μπότσαρη”. Και μ’ ένα μόνον νεύμα
τον αποπέμπει. Έτρεμεν, ενώ αυτός ελάλει,
όλος ο κόσμος έμφοβος μήπως καμία άλλη
διαταγή εσήμαινε το τέλος της ζωής του.
Ο ήλιος παρήτησεν εκ της πυρώδους γης του
πυρακτωμένα τμήματα. Η θάλασσα εσχίσθη
και εις τα μαύρα στήθη της μια νήσος εβυθίσθη.
Τα μαύρα κήτ’ εφάνησαν. Όλ’ ήνοιξαν οι πόροι
της γης, κι ανύψωνον πυρός στύλους πολλούς τα όρη.
Πολλά του Άδου έπεμψε δαιμόνια ο Πλούτων,
να μάθουν τι επροξένησε τον κρότον τον τοσούτον.
Αν σού λαλούντος, Κύριε, τρέμουσι τα στοιχεία,
οποία θέλεις προξενεί εις την οργήν σημεία!
Ο άγγελος ο Μιχαήλ είχεν ήδη πετάσει,
ναι, όπου έκειτο σχεδόν νεκρός ο Μάρκος, φθάσει.
Πιστώς οι στρατιώται του και όλοι οι λυπημένοι
το σώμα του εφύλαττον στο αίμα του βρεγμένοι.
Η θέσις καθ’ ήν έκειτο εφαίνετο τι θείον,
το χρώμα του προσώπου του ομοίαζε των ίων,
οπότε μ’ άνθη κίτρινα είν’ αναμεμειγμένα.
Τα σφραγισθέντα χείλη του δυο ρόδα μαραμένα,
και αι χλωμαί του παρειαί κατάξηροι κοιλάδες
ή άνυδροι και φαλακραί αμμώδεις πεδιάδες.
Τα ζωηρά του όμματα αστέρες σκοτισμένοι
και ήλιοι εις κίνδυνον να μείνουν εσβεσμένοι.
Τα δάκρυα που πλημμυρούν τους δύο οφθαλμούς του
δρόσος εφαίνετο αυγής ο σκοτισμένος νους του
εις μίαν νύκτ’ ομοίαζε γεμάτην από νέφη.
Εδάκρυ’ ενθυμούμενος τα άθλιά του βρέφη,
την δυστυχή πατρίδα του, τη φίλην σύζυγόν του,
ήτις τον επρομήνυσε τον μαύρον θάνατόν του.
Ότε τον επλησίασεν ο άγγελος ο θείος,
προς την ωραίαν του ψυχήν ούτω λαλεί. “Και ποίος
“άλλος, φιλτάτη, άξιος τόπος είναι στην κτίσην,
“παρ’ ο γλυκύς παράδεισος, όστις εις σου τη φύσην
“ν’ ανήκει περισσότερον; Παραίτησε την ύλην
“κι ελθέ να φύγομεν μαζί προς τ’ ουρανού την πύλην”.
Το πνεύμα τον υπήκουσε και παρευθύς εκβαίνει
και με τον θείον Μιχαήλ στον ουρανόν πηγαίνει.
Οι στρατιώται του Θεού συνέρχονται πλησίον
και μετ’ αυτών τα τάγματα απάντων των αγίων.
“Ω πνεύμα αγιότατον προς τι αργοπορούσες,
λέγουν όλοι οι άγγελοι, και τόσον εστερούσες
ημάς της συνοδείας σου; Συχνάκις εις τα θύρας
ετρέχομεν να μάθομεν απ’ τας ωραίας μοίρας
πότ’ έμελλον οι πόδες σου ενταύθα να πατήσουν
κι αι χάριτές σου τον Εδέμ ωραίως να κοσμήσουν”.
Αφού οι θείοι υπουργοί τους λόγους τούτους είπον,
με άσματ’ εσυνόδευσαν το πνεύμα εις τον Κήπον,
όπ’ έμελλε να κατοικεί σκηνάς τας αιωνίας
και του Θεού να δέεται υπέρ ελευθερίας
της δυστυχούς πατρίδος του και όλων των Ελλήνων.
Θεία ψυχή του Μπότσαρη, και μετά σού εκείνων
τα πνεύματα παρακαλώ, οίτινες στο πλευρόν σου
απέθανον, μη θέλοντες σκύλευμα των εχθρών σου
το πληγωμένον σώμα σου ν’ αφήσουν και να φύγουν.
Σας, πνεύματά μου ιερά, παρακαλώ, αν λήγουν
οι στίχοι μου οι ασθενείς χωρίς να σας υμνήσουν
αξίως, μεμφθείτε τας Θεάς, αίτινες να μ’ αφήσουν
κι εις άλλον απεφάσισαν τα δώρα επ’ αιώνος
να δώσουν λέγω τας Θεάς του όρους Ελικώνος.


Μάρκος Μπότσαρης
(Παραδοσιακό Ηπείρου)

Ένα πουλί ‘ταν μακρινό
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
βρε κι ένα πουλί βουνίσιο
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Τον σκότωσαν τον Μάρκο μας
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
μες στην άκρη στο ποτάμι
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Πάει η μάνα και τον κλαίει
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
και τον μυριολογάει
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.

Μάρκο που άφκες το σπαθί
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
που αφήκες το τουφέκι
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Το πήραν οι συντρόφοι μου
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
Το πήραν τα παιδιά μου
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Και με τους Τούρκους πόλεμαν
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
και τους κοτσαμπασήδες
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.

Η θανή του Μαρκο-Μπότσαρη
(Δημοτικό)

Πολλά ντουφέκια πέφτουνε και φοβερά βροντούνε.
Μήνα στο Σούλι πέφτουνε, μήνα στο Μισολόγγι.
Μηδέ στο Σούλι πέφτουνε, μηδέ στο Μισολόγγι,
στο Καρπενήσι πέφτουνε, στο Καρπενήσι απ’όξω.
Ο Μάρκος κάνει πόλεμο με δεκαχτώ χιλιάδες.
Χίλους ο Μάρκος έκοψε κι οχτώ μπουλουκπασάδες,
κόβει του Σκόντρα τον υγιό, κι άλλον υγιό δεν έχει.
Ένας Αράπης το σκυλί, το βρωμερό το γένος
μικρό ντουφέκι το’ ριξε, τον πήρε στο κεφάλι.
Τι είν’ το κακό που γίνηκε σε τέτοιον καπετάνιο!

Του Μαρκο-Μπότσαρη
(Δημοτικό)

Τ ‘ακούει η μαύρη γης, τρεις χρόνους δε χορτιάζει,
τ’ ακούνε τα βουνά, και κείνα ραϊστήκαν,
τ’ ακούει ο ουρανός και κείνος δεν σταλάζει.
Μάρκος σκοτώθηκε, και σκότωσε και χίλιους!


Πηγές:
•    www.sansimera.gr
•    Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου, Εκδόσεις Μητρέλη, Πάτραι

 

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.

Μηνιαίο αρχείο ειδήσεων

randomness