ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ : ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ
Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος.
Περίληψις του Λόγου. Η περίληψις αύτη συμπληροί πλουσιως την τέως πτωχήν βιογραφίαν του τελειοτάτου των ηρώων Διάκου, ως δύναταί τις να ίδη και αν απλώς παραβάλη ταύτην προς τα εκδεδόμενα, οίον υπό Ι. Φιλήμονος, Κ. Παπαρρηγοπούλου , Σ. Τρικούπη, Γ. Γερβίνου, Μ. Βορθόλδυος κλπ. Όταν θα εδοθή ολόκληρος ο μικρός λόγος εξ ου εγένετο η περίληψις, θα έχωμεν αναμφηρίστως τελειοτέραν βιογραφίαν του ήρωος του Σπερχειού… Συγγραφεύς του λόγου, εεξ ου η περιληψις είνε ο Γ. Κρέμος, όστις απήγγειλεν αυτόν τη 23η απριλίου ημέρα του μνημου του Διάκου….
Ο λόγος: Τη 23 απριλίου 1876 κατά τα αγγελθέντα την μεν πρωίαν περί ώραν 10ην ετελέσθη υπό της φιλομούσου σπουδαζούσης των Γυμνασίων νεότητος εν τω ναώ του αγίου Γεωργίου αρχιερατικόν μνημόσυνον υπέρ του ήρωος της Αλαμάνας Αθανασίου Διάκου, την δε εσπέραν περί ογδόην και ημίσειαν εξεφώνησεν εν τη αιθούση του Βαρβακείου Λυκείου τον αρμόδιον λόγον ο καθηγητής της ιστορίας κ. Γ. Κρέμος. Η αίθουσα και η είσοδος του Βαρβακείου ήσαν σημαιοστόλιστόλιστοι και μυρσινοστόλιστοι και κατάφωτοι, μάυρα δε υφάσματα εκάλυπτον τας δύο μαρμαρίνας στήλας και τους τοίχους, επί των οποίων ήσαν ανηρτημέναι κομψώς εικόνες ανδρών του 1821. Εν μέσω δε αυτών ήτο ανηρτημένη όπισθεν υπεράνω του βήματος του ρήτορος η αγγελόφορμος εικών του ήρωος εστεφανωμένη δια μυρσινών και ποικίλων ανθέων. Ο λόγος του καθηγητού διήρκησε μίαν ώραν και τρία τέταρτα περίπου, ήτο συγκινητικώτατος και επανειλημμένως συνεκίνησε το πολυπληθές ακροατήριον, το οποίον μετά βαθείας σιγής ηκροάτο του βίου του μαρτυρίου του ήρωος, του οποίου η τραγική παράστασις απέσπασε τα δάκρυα πάντων. Περίληψις δε του μακρού, ιστορικού, ποιητικού και γλαφυρού λόγου του καθηγητού παρατίθεμεν σήμερον, επιφυλασσόμενοι, εάν λάβωμεν, να δημοσιεύσωμεν αυτόν ολόκληρον.
Υπό ραγδαία χειροκροτήματα ανέβη το βήμα ο καθηγητής και αμέσως εν αρχή συγκινητικώς απήγγειλε το πολύκροτον δίστιχον του Διάκου:
Για ιδέ καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη
Τώρα πανθίζουν τα κλαριά και βγαζ’ η γη χορτάρι.
Οι ήρωες, είπεν, εκπλήττουσιν ημάς τους βροτούς, τον κόσμον, ου μόνον δια των ηρωικών των κατορθωμάτων, αλλά και δια των λόγων αυτών, οίτινες είναι αποφθέγματα οιονεί αιώνιον το κύρος έχοντα, μάλιστα δε δι’ εκείνων των λόγων εκπλήττουσιν τους οποίους ούτοι απαγγέλλουσιν ότε πλησιάζουσιν εις τον θάνατον, διότι οι τελευταίοι λόγοι παντός ανθρώπου, μάλιστα δε των μεγάλων ανδρών τότε είναι θειότεροι κατά τον θείον Πλάτωνα, διότι τότε η ψυχή καθίστατα θειοτέρα και φωτεινοτέρα. Πάντες δε σχεδόν οι ήρωες της ελληνικής επαναστάσεως είπον τοιαύτα θεία αποφθέγματα, άτινα θα μείνωσιν αιωνίως ανεξίτηλα εν ταις καρδίαις παντός Έλληνος. Ούτως ο πρωτομάρτυς Ρήγας, ο υψιπετής αοιδός της Θεσσαλίας μεταξύ άλλων μικρόν τι προ της αποκοπής της κεφαλής του απήγγειλε κατά Γερμανόν τινα ιστορικόν, ούτινος το όνομα δεν αντιλήφθημεν, συγγράψαντα κατ’ αυτόπτας μάρτυρας, το φοβερόν εκείνο: «Τρέμε τύραννε σουλτάνε των Οθωμανών, η επανάστασις κρούει τας θύρας του σεραγίου σου, εκ του αίματός μου του εκχεομένου επί του στελέχους τούτου θα εγερθώσιν οι εκδικηταί του έθνους μου». Ομοίως και το έτερον γνωστόν: «Εγώ έσπειρα και το έθνος μου θα θερίση». Ούτως ο στρατάρχης της Στερεάς Ελλάδος, ο υιός της καλογραίας Καραϊσκάκης, στραφείς προς τους παρισταμένους κατά τας τελευταίας αυτού στιγμάς προείπε συν τοις άλλοις και την απελευθέρωσιν των Αθηνών εκ των χειρών των μουσουλμάνων. Οι τελευταίοι λόγοι των ηρώων εκπλήττουσι τους βροτούς, διότι είναι λόγοι υψηλοί, θείοι, είναι σαφείς, αλλ’ ο ακροατής ευρίσκει εν αυτοίς και εννοίας τόσω περιεκτικάς, τόσω υψηλάς, ώστε και εννοών αυτάς επιθυμεί να εννοήση και τι περισσότερον. Το δίστιχον του Διάκου υπό τοιαύτην έποψιν θεωρούμενον είναι μεν σαφέστατον, αλλ’ ουχ ήττον ο ακροατής, ο αναγνώστης, επιθυμεί κάτι τι ακόμη, το ανεξετάζει ο Έλλην, το τηρεί εν τη καρδία ως μυστικόν σύμβολον, ως μαντικόν γρίφον, εκ του οποίου αναμένει τελειοτέραν εξήγησιν, εφ’ ω και εκπλήσσεται, καθ’ όσον, όσω ζητεί εξήγησιν και τόσω ανακαλύπτει πάντοτε νέαν τινα θειοτέραν έννοιαν εν των μυστικώ του ήρωος συμβόλω. Οι τελευταίοι λόγοι των ηρώων είναι μυρίπνοα άνθη, τα οποία αυτοί ούτοι οι ήρωες επιρρίπτουσιν ως εντάφιον επί των τάφων των, τα οποία, όσω και αν παρέρχεται ο χρόνος, όσω και αν έαρ διαδέχεται έαρ, μεθ’ ο και πάντα τα ευώδη άνθη της γης αποθνήσκουσι, πάντοτε όμως μεταξύ των άλλων ανθέων αιωνίως αποπνέουσι μυστηριώδη ευωδίαν. Έν των αρίστων ανθέων τούτων των πάντοτε μυρίπνοων είναι το ειρημένων δίστιχον του Διάκου. Έαρ ήτο τότε, ότε το είπεν ο Διάκος, έαρ ήτο τότε της ελληνικής ελευθερίας, το έαρ ήτο του βίου του ήρωος, τα πάντα τότε ήσαν εαρινά. Ποίον έαρ εκφράζει ο και μέγας ούτω και μυστικός και θείος ποιητής αναδεικνύμενος κατά την πλατωνικήν έννοιαν ήρως Διάκος; Το έαρ του βίου του ή το της κτήσεως; το έαρ, όπερ τότε κατά την εκκλησιαστικήν γλώσσαν, είπεν ο καθηγητής, εμύριζεν ή την φύσιν, ήτις τότε εχόρευεν; ή το έαρ της ελληνικής παλιγγενεσίας; Εκφράζει ανά έν έκαστον και πάντα ομού και τι πλέον, ιδού το εκπληκτικόν.
Έαρ ήτο και όλος ο βίος του Διάκου, όλη η καρδιά του, ο νους του, ήτο αγγελόμορφος το σώμα και την καρδίαν και την διάνοιαν, ήτο Απόλλων την μορφήν και άγγελος κατά τα έργα, ήτο παντελειότατος τύπος ήρωος, ον εγέννησεν η φύσις, ήτις όπως πλάση αυτόν, έλαβεν παν ό,τι κάλιστον είχεν, εις την πλάσιν αυτού εξεκένωσεν αύτη όλα αυτής τα κάλη όλους τους πολυτίμους θησαυρούς της. Τοιούτος ήρως διεδέχθη τον Οδυσσέα εις το αρματωλίκι της Λεβαδείας. Ετέθη δίλημμα μεταξύ των κατοίκων από του Παρνασού μέχρι της Πάρνηθος τις να προτιμηθή, και η απόλυτος πλειονοψηφία απεφάνθη υπέρ του Διάκου. Υπό τοιούτους οιωνούς εσάλπισεν ο Διάκος το εξεγερτικόν της ελευθερίας εμβατήριον , εσάλπισε, και αμέσως πάντες μικροί και μεγάλοι, αυτοί οι λίθοι, ούτως ειπείν, και αυτά τα δένδρα, ως άλλον θεσπέσιον Ορφέα ηκολούθησαν. Ουδείς άλλος βροτός ηδύνατο να ηλεκτρίση τους κατοίκους της πνιγηράς χώρας της Λεβαδείας, και όμως ο Διάκος εν μια και μόνη νυκτί επίρωσε τας καρδίας πάντων των κατοίκων. Επέταξεν εκείθεν ως αετόςεις τα χωρία της Λεβαδείας, και εκείθεν διά του Λάππα και ύστερον διά του Βούσγου εις τας κοιμωμένας ως και επί των Μηδίκων τον ύπνον της δουλείας Θήβας, επίρωσε και ταύτας, έπειτα εκείθεν εις την Λοκρίδα, εις την οποίαν έπραξε το αυτό, και ύστερον δι’ αποσταλμένου εις την Αττικήν, ήτις ως άλλον Μεσίαν ικετεύουσα εχήτει οιονδήποτε άνθρωπον ήθελε πέμψει ο ήρως, ίνα αναγνωρίση αύτη αυτόν αρχηγόν της, όπως ποτέ οι Σπαρτιάται εζήτησαν τον Τυρταίον και αμέσως ο εταιριστής Δήμος Αντωνίου, ον ενέδυσαν ως φράγκον στρατάρχην, μετά του Μελέτη Βασιλείου εκ Χασιών των παρά την Φυλήν ως άλλος Θρασύβουλος εξήγειρε την πατρίδα του Αρμοδίου και Αριστογείτονος. Διαπράξας ταύτα πάντα ο ήρως έχων κατ΄αρχάς μόνον 75 αρματωλούς, εκ των οποίων διαπρεπέστατοι ήσαν ο Καλύβας και ο Μπακογιάννης, επέταξεν εις την Φθιώτιδα, ηνώθησαν τη 10 απριλίου μετ’ αυτού περί τας Θερμοπύλας ο Δυοβουνιώτης και πολύπειρος γεροαρματωλός Πανουργιάς, έχοντας και ούτοι περί τους 150 αρματωλούς. Ο ήρως επρότεινε να επιπέσωσιν αμέσως κατά της Λαμίας, αποτελέσαντες στρατόπεδον, πολλών συρρευσάντων , εκ των χωρίων των Λοκρών, Οζολών και Οπουντίων, της Φθιώτιδος, της Φωκίδος και Βοιωτίας. Μετέβαλον γνώμην, εζήτησαν τον ισχυρόν Κοντογιάννην άπαξ, δις και τρις κι πλεονάκις, αλλ΄ο περιδόξου αρματωλικής γενεάς γόνος εκώφευε, τον εξώρκισεν ο ήρως εις το όνομα της πατρίδος, της πίστεως, των κινδυνευουσών επανεσταμένων επαρχιών ο απόγονος εκείνου, του έχοντος επιγεγραμμένον επί του τουρκοφάγου ξίφους το περιώνυμον τετράστιχον :
“ Όποιος τυράννους δεν ψηφεί
Κ΄ελεύθερος στον κόσμον ζή,
Δόξα, τιμή, ζωή του
Ειν’ μόνο το σπαθί του».
ο απόγονος εκεινου έμεινεν άκαμπτος, καίπερ αδιαλείπτως ικετευόμενος από της 10 – 18 απριλίου, προσέβαλεν έπειτα ο ήρως την Υπάτην μετά του Δυοβουνιώτου και Πανουργιά και τότε, αλλά και μόνον τότε συγκατετέθη να μετάσχη ο Κοντογιάννης, μετέσχεν αλλά… Η αναβολή κατ’ εξοχήν του Φθιώτου αρματωλού, δια την οποίαν η απώλεια πολυτίμου χρόνου επήλθε, παρεσκεύασε την αγωνίαν του μάρτυρος . Ο τάφος αυτού ηνοίχθη ήδη από της 10-18ης απριλίου εν τη Αλαμάνα και ηνεωγμένος ανέμενε την επάνοδον του ήρωος, διότι η αναβολή και η αποτυχία η περί την Υπάτην, ήτις σατανικώς ωχυρώθη εν τω μεταξύ (10-18 απριλίου), παρέλυσαν το ελληνικόν μικρόν στρατόπεδον. Τινος η συμβουλή; διά τι μόνον εν τη Υπάτη εδείχθη στρατιγική ικανότης χωρικών Τούρκων, η οποία ουδαμώς υπήρξεν εν τη Στερεά ουτ’ εν τη Πελοποννήσω; Τις εις το αρματωλίκη του Κοντογιάννη εσόφισε τους φύσει νωθρούς, μωρούς και χαύνους Τούρκους;… Ο αρματωλός της Φθιώτιδος έγινεν άφαντος…η δε τριάς , Διάκος, Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης λελυπημένοι κατέλιπον ημίκαυστον την Υπάτην, διότι ο χείμαρρος των Τουρκαλβανών είχε φθάσει αυτήν την εσπέραν της πολιορκίας της Υπάτης εις το Λιανοκλάδι. Τα νυκτερινά φώτα του τουρκικού στρατοπέδου εμαρτύρουν την φοβεράν ακατάσχετον ορμήν των, ενώ, αν ηνούτο ο Κοντογιάννης την 10ην ή 111ην ή και την 13ην μετά του Διάκου, τα πάντα άλλως θα απέβαινον, ο ήρως θα εσώζετο, διότι ιδού τι συνέβη: Μόλις την 9ην απριλίου εξεκίνησεν ο τουρκικός στρατός αποσπασθείς εκ του κυρίου στρατοπέδου των Ιωαννίνων, επολιόρκει την τίγριν της Ηπείρου, και μόλις την 19ην του αυτού μηνός προσήγγισε τον Σπερχειόν, επλησίασε την τριάδα του Διάκου. Εν τω μεταξύ άρα ηδύναντο οι Έλληνες ανέτως να πολιορκήσωσι και αυτήν ίσως την Λαμίαν, όπως επρότεινε ο ήρως, σκεπτόμενος κατά της Λαμίας απαράλλακτα, όπως ο μέγας στρατάρχης της Πελοποννήσου, ο μεγαλόνους γεροαρματωλός είχε σκεφθεί κατά της Τριπολιτσάς και επρότεινεν εις τους συμμαχητάς αμέσως από της στιγμής εκείνης, καθ’ ην ως όρνις θαλάσσιος προμηνύων φοβεράν καταιγίδα επέβη περί τας αρχάς ιανουαρίου επί των ορέων της Πελοποννήσου καταλιπών την Επτάνησον… Αλλ’ ο ήρως δεν εισηκούσθη- επανήλθον πάλιν εις το Σπερχειόν … Ενταύθα του λόγου γενομένου , ο καθηγητής συγκινητικώς ήρχισε να περιγράφη τον δήμον Ηρακλειωτών, περί ον διεπράχθη, είπε, το μέγα, το ηράκλειον έργον του ημετέρου ήρωος. Ο Σπερχειός από Τυμφρηστού εκπιγάζων και διερχόμενος πολύκαμπτος ως δράκων το εύφορον πεδίον το μεταξύ Τυμφρηστού εκ δυσμών, Όθρυος εκ βορειοανατολικών και Οίτης μεσημβρινώς περικλειόμενον, εκβάλλει εις τον Μαλιακόν κόλπον… Δύο γέφυρας έχει, την του Φραντζή προς δυσμάς, τέταρτον περίπου προς δυσμάς μακράν των εκβολών του Δύρου (Γοργοποτάμου) και της Αλαμάνας, προς ανατολάς παρά τας Θερμοπύλας, εκατέρας των γεφυρών ονομασθείσης εκ των παρακειμένων αυταίς χωρίων Φραντζή και Αλαμάνα. Πολεμικού συμβουλίου γενομένου, απεφασίσθη ίνα ο Δυοβουνιώτης καταλάβη λόφον τινά και την δίοδον του Γοργοποτάμου, ο δε Πανουργιάς την προς μεσημβρίαν της αρχαίας Ηρακλείας (Μουστάμπεη) Χαλκωμάταν, ο δε ήρως την επικινδυνωστάτην γέφυραν της Αλαμάνας. Ωρκίσθησαν αμοιβαίαν υποστήριξιν. Συγκεκινημένος το ύστατον απεχαιρέτησεν ο ήρως τους συναγωνιστάς. Κατέλαβον έκαστος την ορισθείσαν αυτώ θέσιν, ο δε Κομνάς Τράκας κατέλαβε του Μουστάμπεη. Ο δε Κοντογιάννης; … Όπισθεν και παραπλεύρως του εχθρού ακίνητος, ως πρότερον. Άλλ’ όμως πριν ή έτι οχυρωθώσιν, επήλθε ραγδαίως ο στρατηγικώτατος Ομέρ Βρυώνης δια της γέφυρας Φραντζή, ο δε όνομα μεν προϊστάμενος του όλου στρατού, πράγματι δε υφιστάμενος ένεκα ανικανότητος Κιοσσέ Μεχμέτ δια της γέφυρας της Αλαμάνας.
Εντεύθεν άρχεται η αγωνία του ήρωος. Ο καθηγητής συγκινείται, συγκινεί τους ακροατάς φέρων έμπροσθεν ψηλαφητώς εις τα όμματα του ακροατού τας τοποθεσίας, την κίνησιν την ακατάσχετον του Ομέρ και του Κιοσσέ κατά του ήρωος, τοποθετών τας φάλαγγας ολονέν συνωθουμένας ως χείμαρροι επί μεγάλου όμβρου καταπίπτοντες μετά παταγώδους θρού εκ βράχων εις καταρράκτας, συνωθουμένας περί τον ήρωα. Ο ήρως ίσταται ακλόνητος ως βράχος, καθ’ ου προσκλύζοντα συντρίβονται τα κύματα εξηγριωμένης θαλάσσης. Ενταύθα παρεστάθη υπό του αγορεύσαντος αληθώς δράμα, ούτινος περίληψιν δεν ηδυνήθημεν να κάμωμεν. Συγκίνησις δια το τελούμενον δράμα, δια την απελπισίαν πάντων, χαρά δε διά την ηρωϊκήν του ήρωος ευστάθειαν. Κινδυνεύει τον έσχατον κίνδυνον ο ήρως, και όμως έστρεφε την προσοχήν του διαρκώς προς τους επί της γεφύρας ρίπτοντας το τελευταίον βόλι, πνέοντας τα λοίσθια μάχεται αυτός κατά 6500, πνίγεται εν μέσω του καπνού της εχθρικής πυρίτιδος και όμως πέμπει τους γεννναιοτάτους συμμαχητάς αξιωματικούς του τον Καλύβαν, Μπακογιάννην και Καλπούζον μετά 50 αρματωλών εις επικουρίαν των επί της γεφύρας, ήτοι πέμπει ό,τι γενναίον είχε και μένει μετά των αδυνάτων. Φθάνουσιν εκείνοι εις την γέφυραν, φθάνει και ο Κιοσσέ εκ των νώτων των επί της γεφύρας, ο δε στρατηγικώτατος Ομέρ επισκήπτει ως κεραυνός υπό τον ήχον των τυμπάνων και των σαλπίγγων εκ των έμπροσθεν των επί της γεφύρας και επί των νώτων του ήρωος, όστις κατείχεν απ’ αρχής τα Ποριά, είτα δε κατέλαβεν υψηλότερον τινα πετρώδη λόφον, το «αλάχ, αλάχ» μανιωδώς αντηχεί εντεύθεν του Σπερχειού παρά τοις του Ομέρ ανδρείοις Τουρκαλβανοίς και πέραν του Σπςρχειού εις τους Τούρκους και Χαλτούπιδας, από δε του πετρολόφου αντηχεί η λαμπρά φωνή του ήρωος:
« Καρδιά παιδιά μου, φώναξε, καρδιά, μη φοβηθείτε,
Ανδρείοι ωσάν Έλληνες , ωσάν Γραικοί σταθήτε.
Αλλ’ όμως;
Εκείνοι φοβήθηκαν και σκόρπισαν στους λόφους
Κι’ έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες».
Και όμως ανθίστατο. Τότε νέφιόν τι εκάλυψε τον πετρώδη λόφον, εφ’ ου ο ήρως, ως ο Λεωνίδας το ύστατον επί ομοίου τινός λόφου, υπερενθρώπως εμάχετο… εγγύς το τέλος, το σιδηρούν φρούριον του Ομέρ περιέσφιγγε τον ήρωα, αι τουρκαλβανικαί φάλαγγες επυκνούντο, το νέφος του ουρανού εμεγαλύνετο υπό του νέφους των καπνών της πυρίτιδος και η ψιλή βροχή ηυξάνετο υπό της βροχής των σφαιρών των εξακοντιζομένων εκ μυρίων πυρίνων στομάτων… εγγύς το τέλος… ταύτη τη στιγμή περιβλέπει ο ήρως και βλέπει εαυτόν εγκαταλελειμμένον… ταύτη τη στιγμή περιεκύκλωσαν τον ήρωα οι οδηγηθέντες εκ των όπισθεν, εκ των άνω του όρους, Αλβανοί Τσάμιδες… Εγένετο μέγας ωθισμός… Τότε ο ήρως παρώτρυνε τον παρά το πλευρόν του μαχόμενον Νεόφυτον ηγούμενον της Δαμάστας να απέλθη ειπών αυτώ: «Άφησέ με,φύγε να χρησιμεύσης αλλού για την πατρίδα», απαράλλακτα όπως ο Λεωνίδας είπε προς τον μάντιν Μεγιστίαν τον Ακαρνάνα. Αλλ’ όπως ο ιερεύς του Διός Μεγιστίας δεν υπήκουσεν, αλλ’ έστη και απέθανε παρά τω ημετέρω βασιλεί Λεωνίδα, ούτω και ο ιερεύς του Χριστού έμεινε και απέθανε παρά τω ήρωι Διάκω, διότι εις τας φλέβας και εκείνων και τούτων έρρεε το αυτό ακραιφνές ελληνικόν αίμα. Ο προσφιλής του ήρωος αδελφός Μήτρος εμάχετο ως λέων παρά τω αδελφώ… πίπτει και ούτος… θέτει το αδελφικό κορμί ως προμαχώνα ο ήρως, αλλά το τουφέκι κατέστη άχρηστον,εσχίσθη, εκκενώνει το ζεύγος των αργυροχρύσων πιστολίων του, δεν προφθάνει να τα γεμίση και πάλιν, επιπίπτει μετά του ξίφους, φονεύει τους πρώτους, αλλά το ρεύμα ακατάσχετον, πληγώνεται, αλλ’ ουχ ήττον αιματόφυρτος μάχεται, αποκόπτεται και τούτο ολίγον τι άνω της λαβής… πίπτει λειποθυμήσας, πληγωθε΄ς, ως λέγεται και εκ δευτέρου… συνέρχεται, αλλά πληθύς χειρών αγρίων περισφίγγει το ηρωϊκόν σώμα, όπερ σύρεται υπό των μενομένων επί τη απροσδοκήτω τριώρω αντιστάσει του ήρωος… Και τότε η ωραία μακρά, χυτή, μέλαινα κόμη του ιστορικού ήρωος Διάκου ως η ξανθή του μυθικού ήρωος Έκτορος κοκκινίζει εκ του αίματος των πληγών, πληρούται κόνεως και ημιβρέκτου χώματος, αυτή τε και το αγγελόμορφον πρόσωπόν του και οι ροδόχροοι παρειαί του… και ούτως, ρέοντος του αίματος εκ των πληγών, στάζοντος εκ της φουστανέλλας αίματος των υπ’ αυτού φονευθέντων, απάγεται ενώπιον του Ομέρ Βριώνη. Οι περί των Μπακογιάννην είχον ήδη εξορμήσει μικρόν τι προ της συλλήψεώς του κατά την μαρτυρίαν του Δυοβουνιώτου, άμα ενόησαν ότι το ηρωϊκόν καρυοφύλλι εσίγησεν, η δε γλυκεία φωνή του ήρωος δεν ηκούετο πλέον. Είχον διασχίσει τας πυκνάς φάλαγγας . διακόσιοι ήσαν, πάντες έπεσαν πλην τριών. Οι μεν άλλοι πάντες εν μέσω των εχθρών, τα δε πτώματα των ανδειοτάτων Μπακογιάννη και Καλύβα τη επομένη ημέρα ευρέθησαν επί του αυτού τόπου, εφ’ ου λιπόθυμος κρατών το συντετριμμένον ξίφος δια της δεξιάς συνελήφθη τη προτεραία ο ήρως. Λιπόθυμος , αλλ’ ουχί νεκρός. Η λεοντώδης αυτού καρδία έσφυζεν έτι επιθυμούσα τρόπαια. Η σκιά του Λεωνίδου εστήλωσε την καρδίαν του Αθανασίου, ίνα αθάνατα έτι κατορθώματα διαπράξη ως ήρως Έλλην ενώπιον των ωμών τυράνων. Η θρησκεία εζωθποίησε τον Διάκον, ίνα ούτος διακονήση τον πατροπαράδοτόν του χριστιανισμόν ως μάρτυς χριστιανός ενώπιον ασεβών μουσουλμάνων…
Απήχθη ενώπιον του Ομέρ Βριώνη, συνεκινήθη ούτος. Ο Ομέρ ήτο αληθής στρατιώτης, εσεβάσθη τον ήρωα, ανέλαβε να τον σώσει, ο δε ωμός Κιοσσέ επέμενεν αμέσως να φονεύσωσι τον ήρωα. Εφοβήθη όμως τον Ομέρ… Συγκαλούνται πανταχόθεν τα τουρκοαλβανικά στίφη. Κροτούσι τα τουμπελέκια. Διακηρύσσεται η σύλληψις του ήρωος ανά το στρατόπεδον. Με αλαλαγμόν σπεύδουσι πάντες οι Τούρκοι, Αλβανοί και Χαλτούπιδες, ως κόρακες περιωθούμενοι κρώζουσι περί το γιγάντειον σώμα, κροτούσι χείραςκαι πόδας, τρίζουσι τους οδόντας, μαίνονται, απειλούσι, κραυγάζουσι: « πρέπει να εμπνεύσωμεν εις του γκιαούριδες ιμπρέτι- φόβο- ο τρομερός κλέφτης Αθανάσιος, ο άπιστος Διάκος πρέπει να φονευθή αμέσως, το σώμα του να ριφθή εις τον ποταμόν, ίνα μη εύρωσιν οι άπιστοι και τον κάμωσιν άγιον…»Συμβοούσιν οι Χαλτούπιδες του Κιοσσέ μετά των Αλβανών του Ομέρ, αλλ΄απειλητική τις λέξις του εξ ελληνοαλβανικού έλκοντος το γένος Βριώνη επιβάλλει σιγήν εις τα κακοήχους φωνάς εκρηγνύοντα κινητά δυσώδη μνήματα του Μωάμεθ, και αμέσως απεφασίσθη η υποχώρησις εις την Λαμίαν, διότι, συνελήφθη ο Διάκος; Η νίκη της ημισελήνου κατά του σταυρού εγένετο πλήρης… Έλαβον την εις Λαμίαν οι βάρβαροι ως εξής: Προηγούντο οι υψωμένας φέροντες επί μακρών ξύλων ογδοήκοντα κεφαλάς Ελλήνων πεσόντων ηρωϊκώς, των οποίων προεπορεύοντο οι ομοίως φέροντες επί ξύλων την του Ησαϊου επισκόπου Σαλώνων σεβασμίαν κεφαλήν και την του αδελφού αυτού Παπαγιάννη . Ηκολούθουν οι επί ζώων εν σάκκοις κομίζοντες για το μπαξίσι αυτία και μύτες Ελλήνων και Τούρκων φονευμένων. Έπειτα ήρχετο ο εκ δώδεκα χιλιάδων στρατός, ηγουμένων επί ίππων του Ομέρ και του Κιοσσέ, παρ’ οις έβαινεν ίππος πανταχόθεν υπό στίφους ιππέων Χαλτούπιδων της Θεσσαλίας περιστοιχούμενος, επί του οποίου ήτο σφιγκτά αλυσσοδεμένος ο ήρως μας, εκ της διπλής πληγής του οποίου έρρεεν αενάως το ακραιφνές αυτού ελληνικόν αίμα, σχηματίζον κοκκίνην γραμμήν από του Πετρολόφου μέχρι της Λαμίας, διότι οι βάρβαροι δεν επέτρεψαν να επιδεθώσιν αι πληγαί αυτού. Ήχθη εις την Λαμίαν, κατά την είσοδον προϋπήντησαν άπαντες οι κάτοικοι, Έλληνες τε και Τούρκοι, εκείνων κρυφίως απομασσόντων το δάκρυ το αδελφικόν, τούτων δε εκδηλούντων την χαράν και την βάρβαρον οργήν. Τα της νυκτός είναι άδηλα. Ο ήρως, λέγεται, εβασανίσθη, ει και ο Όμερ επέταξεν αυστηράν φύλαξιν. Ανέτειλεν η πρωία της 23ης ή 24ης απριλίου, ημέρα, ήτις πρέπει να είναι ημέρα γενικής χαράς και πανδήμου λύπης, και εκείνο μεν, διότι ο ήρως μας ενίκησε τας σκληροτάτας βασάνους του κόσμου τούτου, τούτο δε, διότι το μαρτύριον του προμάχου ημώ ν υπερβαίνει και αυτό το του χριστιανικού κόσμου. Εκομίσθη εις τον οντάν του Χαλίλμπεη, ανεκρίθη, και νυν μεν ηπειλείτο, νυν δε εκολακεύετο, τον εβίαζον να είπη τα της ιεράς ημών επαναστάσεως, αλλ’ ηρνείτο ειπών μόνον ότι το ελληνικόν έθνος έλαβε τα όπλα σύσσωμον και θέλει την απελευθέρωσίν του. Διαμαρτυρήθησαν οι Τούρκοι προύχοντες, εξεμάνει ο Χαλιλμπέης και ο Κιοσσέ, ενώ ο Ομέρ εσιώπα.Τω πρότεινεν ο Ομέρ ύστερον δια του Χαλήλμπεη να δεχθή την τουρκικήν υπηρεσίαν κατά της πατρίδος του . Την απέρριψεν ειπων: « Χαλίλμπεη δεν σε υπηρετώ, κι αν σε υπηρετήσω δεν θα σε ωφελήσω». Οργίσθη ο Χαλιλμπέης. Τω αντιπρότειναν να γίνηΤούρκος . Αγανακτών εξύβρισε την οθωμανικήν θρησκείαν και ονομαστί τον Μωάμεθ, και εκρίψας τον καφέ τον οποίον τω είχον προσφέρει επί του σανιδώματος του οντά, ηγέρθη ρίψας και το φέσι του επί παρακειμένου παραθύρου. Τω είπον: «θα θανατωθής Διάκο, αδίκως χωρίς να ελευθερώσης την πατρίδα σου». Και αυτός απεκρίθη: « Η Ελλάς έχει πολλούς άλλους Διάκους». Εμάνησαν οι στρατηγοί, εσάλπισαν οι σαλπιγκταί, προσεκλήθησαν οι δήμιοι, διετάχθη σύμπας ο στρατός εις παράταξιν , ο ήρως εξήχθη βιαίως εκ του οντά και υποχρεώθη επί της αυλαίας να αναλάβη επί ώμου το βδελυρόν όργανον. Ο καθηγητής ενταύθα συνεκινήθη, εισίγησεν επί τινας στιγμάς, το δε ακροατήριον απνευστί περίμενε τα περαιτέρω. Έπειτα υψώσας την φωνήν ο αγορεύων : Ο θεάνθρωπος διετάχθη να αναλάβη άλλο βδελυρόν όργανον. Έλαβεν αυτό και παρέδωκεν ότε απέκαμε και ίδρωσε, διότι ο υιός του Θεού ήτο ως θεός άχολος και αόργητος, ο δε ημέτερος ήρως θνητός ων εξοργισθείς κατέρριψεν αμέσως εις τα όμματα των δημίων του το σουβλί και χλευαστικώς περιέβλεψε τους παρατεταγμένους στρατούς. Απήχθη υπό τον κρότον των στρατιωτικών μουσικών οργάνων εις τον κρανίου τόπον ο Διάκος, ήτοι εις την πλατείαν την μεσημβρινοανατολικώς κειμένην, όπου σήμερα είναι τα κρεωπωλεία. Ενταύθα σταματά η γλώσσα, είπε, τα εντεύθεν υπό των Τούρκων διαπραττόμενα είναι ατιμία του ανθρωπίνου γένους… Ο ήρως επί σάγματος όνου και εμπαιγμόν της ιερπάς ημών θρησκείας υφίσταται ηρωϊκώς επί τρείς ώρας το φοβερώτατον των μαρτυρίων ένθεν μεν ενθαρρυνόμενος υπό του Λεωνίδου εις το μαρτύριον, ένθεν δε βλέπων διά των ομμάτων της μεγάλης αυτού ηρωίκής διανοίας τον προπάτορα αυτού Δωριέα Ηρακλέα ο Δωριεύς αγογγύστως καιόμενον επί της κορυφής του αυτού όρους της Οίτης, επί των προπόδων του οποίου ούτος ετέλεσε το ηρωϊκόν αυτού τελευταίον έργον… ετήρησεν ακηλίδωτον το καθαρόν μέτωπον της πατρίδος… ερρίφθη εις τόπον ακατονόμαστον κείται σουβλισμένος ο ήρως της πίστεως και της πατρίδος Διάκος! Περιπαθέστατα απήγγειλε τον επίλογον, έφερεν εις μέσον τον ήρωα παραπονούμενον, … Κατέκρινε την αχαριστίαν ημών προς τους ήρωας του 1821… και ούτω συγκεκινημένος υπό τον κρότον χειρών και ζητοκραυγών κατήλθε του βήματος ο καθηγητής, τον οποίον περιέπτυξαν τινες των ισταμένων περί το βήμα και αναβάς τις το βήμα προέτεινε να γίνει επιτροπή υπό την προεδρείαν αυτού του αγορεύσαντος κ. Γ. Κρέμου καταθείς και ποσόν τι χρημάτων επί του αυτού βήματος δια το κενοτάφιον του ήρωος… Το ελληνικόν έθνος δεν είανι αχάριστον , ιδού η νεολαία αγνή τελεί μνημόσυνον . Έχεις τόσα αόρατα επιτύμβια πνευματικά ευγνωμοσύνης όσαι και αι καρδίαι αι ελληνικαί. Η ευγενής δ’ αύτη σπουδάζουσα νεότης η τελούσά σοι σήμερον μνημόσυνον, θα σοι ανεγείρη, ω ήρως μου, και ΟΡΑΤΟΝ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΝ ΚΕΝΟΤΑΦΙΟΝ…
Γεώργιος Πανάγου Κρέμος (1839-1926) Σύντομο Βιογραφικό.
Ο Γεώργιος Π. Κρέμος , ένας από τους πολυσχιδέστερους και πολυγραφότερους νεοέλληνες ιστορικούς, άφησε ένα πλούσιο αμητό συγγραφικού έργου αφενός συμβάλοντας καταλυτικά στη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας του Ελληνισμού της περιόδου και αφετέρου προωθώντας συστηματικά τη συγκρότηση της ιστορικής φυσιογνωμίας της Βοιωτίας. Γεννήθηκε το 1839 στην Αράχωβα. Η καταγωγή της οικογένειας Κρέμου ανάγεται στη Βόρεια Ήπειρο και από το 1650 άρχισε να κατεβαίνει σταδιακά νοτιότερα. Ο πατέρας του μαζί με τον σπουδαίο λόγιο της εποχής Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, ώθησαν τον έφηβο Κρέμο στο Γυμνάσιο της Λειβαδιάς. Έχοντας αριστεύσει στο γυμνάσιο και με την παρέμβαση του εξ Οικονόμων το έτος 1857 γράφτηκε στη Ριζάρειο Σχολή για να σπουδάσει Θεολογία. Μετά τη Ριζάρειο συνέχισε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών . Ο προσανατολισμός του να γίνει κληρικός φαινόταν να προσλαμβάνει πιο καθαρά χαρακτηριστικά χωρίς να είναι και οριστικά. Σύντομα φάνηκε , και μάλιστα από πολύ νωρίς, η ιδιαίτερη του κλίση προς τη δημοσιογραφία-δημοσίευε μελέτες, και άρθρα στον τύπο, εκφωνούσε λόγους , συμμετείχε σε κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. Το 1865 ολοκλήρωσε με άριστα τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άρχισε να αναζητά τρόπους εξασφάλισης υποτροφίας για το εξωτερικό. Με τη συγγραφή της μελέτης, «Ιστορία του σχίσματος των δυο εκκλησιών ελληνικής και ρωμαϊκής» πήρε υποτροφία για τη Γερμανία. Οι σπουδές του στη Λειψία συνεχίστηκαν στη Θεολογία, αλλά τη δεύτερη ακαδημαϊκή άλλαξε και κατευθύνθηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και ειδικότερα στην ιστορία,την ιστορική γεωγραφία και τη φιλολογία. Διορίσθηκε ως καθηγητής της ιστορίας και της γεωγραφίας στο Βαρβάκειο και κατόπιν στο Α’ Γυμνάσιο Αθηνών. Η πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών του ανέθεσε τη συγγραφή καταλόγου όλων των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Με δική του πρωτοβουλία εισήγαγε το μάθημα της γυμναστικής . Από το 1882 μέχρι το 1885 προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες ως Έφορος στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος και στην οποία χάρισε την πλούσια σε έγγραφα της ελληνικής επανάστασης συλλογή του , ανάμεσα στα οποία και εκείνο ήταν και το διοριστήριο έγγραφο του Αθανασίου Διάκου ως αρματολού στην περιοχή της Λειβαδιάς. Το 1889 συνέθεσε την πραγματεία « Ιερόσυλοι και Πυθοί ιερού και ιεροί πόλεμοι» την οποία υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παμψηφεί έγινε υφηγητής. Αν και ο Χαρίλαος Τρικούπης , στενός του φίλος, του πρότεινε να καταλάβει την έδρα της Ιστορίας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αρνήθηκε λέγοντας, «Ο λαός, Χαρίλαε, θα εκλάβη την πράξιν ως εύνοια λόγω της φιλίας μας. Προτιμώ η διάκρισις να έλθη από την αντιπολίτευσιν…» Όμως, όταν τα πολιτικά πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά, ο Θεόδωρος Δεληγιάννης, όχι μόνον δεν έδωσε την πανεπιστημιακή έδρα στον ταλαντούχο Κρέμο, αλλά τον μετέθεσε στη θέση του γυμνασιάρχου στη Λαμία. Ο παραγκωνισμένος γυμνασιάρχης δεν πτοήθηκε, επένδυσε όλες του τις δυνάμεις στα καινούργια του καθήκοντα συμπαρασύροντας τους μαθητές και την τοπική κοινωνία στη δημιουργία ενός εράνου, προκειμένου να ανεγερθεί ένα μνημείο του Αθανασίου Διάκου που έλειπε από τον τόπο του μαρτυρίου. Τότε στήθηκε ο ανδριάντας του ήρωα της Αλαμάνας που κοσμεί μέχρι σήμερα την πόλη. Τρία συνεχή χρόνια υπηρέτησε στη Λαμία και αμέσως μετά για να συμπληρώσει τη συντάξιμη υπηρεσία πήγε για ένα έτος στο Αίγιο, οπότε το 1901 παραιτήθηκε και αφιερώθηκε στο συγγραφικό του έργο.