Κλέος και χρέος
Αθ. Δ. Γκίκας – Μαθηματικός
Οι μαυρόπετρες των βουνών της Αλβανίας σιώπησαν, όταν έγιναν ταφόπετρες στα μνήματα ανώνυμων στρατιωτών, που αρνήθηκαν να υποταχτούν στον εισβολέα.
Δεν πέθαναν και ας πάμε να τους λησμονήσουμε εμείς οι Νεοέλληνες.
Έγιναν χορτάρι, πυκνή φυλλωσιά δέντρων, έγιναν καπνός και φωτιά, έγιναν αστέρια, έγιναν στις χαράδρες η ηχώ των κραυγών παλληκαριών που ακρωτηριάστηκαν, που κρυοπάγησαν, που έπεσαν.
Έδωσαν τη ζωή τους για την Πατρίδα . για να εξακολουθήσει να σπέρνει στους κάμπους η αγροτιά, να ψηλώνουν τα στάχυα ξανά.
Η μοίρα τους έδωσε ζωή καθαρή και σε κάποιους περήφανη θανή.
Ένας - ένας από τους πολεμιστές του ’40 έφυγε και καλώ, τουλάχιστον σήμερα, μέρα γιορτής, γέρους, νέους και παιδιά να θυμηθούν αυτούς που δεν θα ’ρθουν ποτέ.
• Δεν θέλουν κλάματα . μόνο την υπόσχεσή σας θέλουν ότι θα είστε άξιοι της μνήμης τους, άξιοι αιώνια και να θυμάστε πόσο ακριβά εξαγοράστηκε τούτη η ευτυχία που απολαμβάνουμε εμείς σήμερα.
• Θυμηθείτε, τραγουδώντας τα τραγούδια εκείνων που ποτέ δεν θα ξανατραγουδήσουν.
• Στα παιδιά σας ιστορείστε γι’ αυτούς να τους θυμούνται.
• Και σεις δυνατοί της Γης, σεις που οδηγείτε τα Ουράνια πλοία σας στη Σελήνη και τους Πλανήτες, σας ξορκίζω τους θαμμένους Έλληνες στ’ Αλβανικά βουνά ποτέ μη λησμονήσετε. Αυτοί ήταν το σκαλί που πατήσατε για να λέγεστε τρανοί.