ΜΟΝΑΞΙΑ
Ήρθε πάλι...
Απροσκάλεστη!
Με το θλιμμένο χρώμα των ματιών,
που από καιρό
έπαψαν να δακρύζουν.
Πάλεψε με ελπίδα
για μια θέση στα όνειρά μου.
Μαραμένα λουλούδια
σε χαμένο παράδεισο η
συντροφιά της.
Έκατσε κοντά μου,
κεράστηκε τη χαρά μου!
Ζήτησε να πιει τα δάκρυά μου.
Φίλη καλή,
είπε...
θα γίνω!
Απροσκάλεστη...
δε ρώτησε αν θέλω.
Κι έμεινα να κοιτώ.
Γαντζώθηκε στα όνειρά μου,
στις άκρες των δαχτύλων μου,
σε κάθε σκέψη του μυαλού μου.
Φίλη καλή,
είπε, θα γίνω
κι έγινε αλμύρα στο σεντόνι μου.
Έκλεψε την ανάσα μου.
Έδιωξε την ελπίδα,
που χάιδευε τα μαλλιά μου
σαν πρωινό αεράκι
πριν έρθει εκείνη.
Κι απέμεινα μόνη, μαζί της!
Μοναξιά τη λένε...
Θέλω να φύγει!