Καλλιτέχνες, οργανισμοί και Γενικά Αρχεία του Κράτους αποχαιρετούν τον Διονύση Σαββόπουλο
Και έτσι ξαφνικά, όπως συμβαίνει πάντα όταν «φεύγει» ένας αγαπημένος καλλιτέχνης, οι «σελίδες» των γνωστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν με τραγούδια, φωτογραφίες, λόγια αποχαιρετισμού.
Φοίβος Δεληβοριάς: Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους
Όπως ο Φοίβος Δεληβοριάς, που αποτύπωσε τις σκέψεις του σε μια ξεχωριστή ανάρτηση: «"Αυτήν τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις". Γιατί μπορεί να προετοιμαζόμουν καιρό γι' αυτήν την αναχώρηση - τις τελευταίες μέρες κιόλας την αισθανόμουν κάτω από κάθε βήμα που άκουγα- να όμως που ήμουν εντελώς απροετοίμαστος. Κάθομαι, λοιπόν -με την καρδιά μου να "αιμορραγεί σαν τον ουρανό"- να βγάλω λίγο από το χρέος, να αγγίξω λίγη από την ομορφιά, να νιώσω κάτι απ' την πληγή, ν' αφουγκραστώ λιγάκι απ' την μεγάλη γιορτή που σε τόσα τραγούδια του ονειρεύτηκε. Αυτήν που «ο Όλιβερ Τουίστ και ο Αδόλφος», «ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ και ένας hippie», «η Παρθένα και ο Σατανάς», «πίνουν από το ίδιο το ποτήρι» και «πετούν αγκαλιασμένοι μακριά». Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους. Είπε ένα τραγούδι για τον καθέναν από μας. Αν αισθάνθηκαν κάποιοι άνθρωποι προδομένοι από κείνον, ήταν επειδή ήταν τόσο σίγουροι ότι τραγουδάει για κείνους μόνο -και, έκπληκτοι, την επόμενη μέρα, ανακάλυπταν πως το επόμενο τραγούδι του μιλούσε και για τον διπλανό τους, τον αντίθετό τους. Παρέες παιδιών του 114, παρέες ροκάδων, γενναίοι του αντιδικτατορικού αγώνα, αριστεροί και πληγωμένοι απ' την αριστερά, ιερείς, αποσυνάγωγοι του '70 και φλώροι του '90, όλοι λίγο-πολύ (χώρια όμως ο ένας απ' τον άλλον) περπάτησαν μια νύχτα μέχρι το ξημέρωμα, αναλύοντας κάποιον στίχο του, ταυτιζόμενοι ή διαφωνώντας με μιαν επιλογή του, αγγίζοντας για μια στιγμή το νόημα που πάντα υποψιάζονταν από μικροί, εκείνος όμως τους το είχε κάνει τόσο άμεσο.
Γιατί τι πιο άμεσο απ' το «Φορτηγό», το «Περιβόλι», το «Βρώμικο Ψωμί», τους «Αχαρνής» και τη «Ρεζέρβα» και τα «Τραπεζάκια»; Όλα πράγματα σύνθετα και απρόσιτα, δύσκολα σαν τον τραυλό στον «Μπάλλο», σαν το «παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει» στο «Μυστικό Τοπίο», σαν τα ανάποδα φλάουτα στη «Μαύρη Θάλασσα», σαν τα ακόρντα και τα στοιχειωμένα στιχουργικά μέτρα στο «Μακρύ Ζεϊμπέκικο». Κι όμως, όλα να χτυπάνε κατ' ευθείαν κέντρο. Ποιητικό κέντρο, μουσικό κέντρο, φιλοσοφικό, πνευματικό. Ανθρώπινο και πέρα από τον άνθρωπο.
Ένα ιερό αμφίβιο είναι το έργο του Σαββόπουλου, κάτι που ακουμπούσε και στην εδώ ζωή και στην επέκεινα. Κι αυτός ένας κανονικός τρελός, ο πιο τρελός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, ένας απρόσιτος με μάτια που δεν έβλεπαν εδώ, έτοιμος κάθε στιγμή να καταστρέψει τη ζωή, να τη ρεζιλέψει και να τη χάσει μέσα από τα χέρια του, για να τη λατρέψει το ίδιο βράδυ στη σκηνή, με ένα δόσιμο ακαταμάχητης τρυφερότητας και πάθους.
Είχα την περίεργη τύχη, 15χρονος, να δω την απόλυτη, σκληρή απογύμνωση και διαπόμπευσή του στο «Κούρεμα» στο ΖΟΟΜ της Πλάκας. Κόσμος ελάχιστος, ορκισμένων πρώην θαυμαστών του, που του πετούσε δεκάρικα και τον έβριζε, ενώ εκείνος, κουρεμένος, με μια εικόνα μέσου ανθρώπου περιέργως αποκρουστική στο ερωτευμένο με την τέχνη του ασυνείδητό μας, τραγουδούσε το «Εμείς του ‘60» και τους «Κωλοέλληνες» και έβαζε την Αρβανιτάκη με δυο όργανα να λέει αμέσως μετά το «Γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι». Εκεί τον αγάπησα ακόμα πιο πολύ, δεν αισθάνθηκα καμιά «προδοσία» στην συμπεριφορά του. Αντίθετα, αισθάνθηκα μιαν αποτρόπαιη τιμιότητα. Έδειχνε στους ανθρώπους του ποιος ήταν και ποιος είχε γίνει, ποιοι ήταν στο όνειρό τους και ποιοι ήταν στον καθρέφτη τους. Και δεν ήταν καθόλου ωραίο αυτό. Κυρίως γιατί μέσα στη βίαιη αυτή πράξη τα τραγούδια του είχαν γίνει λίγο σαν δηλώσεις, σαν εκθέσεις ιδεών, μέσα σε όλα όσα είχε «κουρέψει» ήταν η ποιητική του απόλυτη ελευθερία.
Κι όμως και μέσα στο ύστερο έργο του, αυτό που έπεται του περίεργου αυτού «αποχαιρετισμού» στον νεανικό εαυτό του, υπάρχουν στιγμές που δεν γίνεται να συγκριθούν με τίποτε άλλο, κανενός άλλου. Η πρόζα στον «Μονομάχο», το «Φως στις 10 το πρωί» , ο «Χρονοποιός». Καθαρόαιμα, ουρανοπρεπή αριστουργήματα. Και φυσικά, καθόλου αταίριαστα με τη θυσία του.
Από μιαν άλλη «ευλογία που αγνοώ» τον έζησα πολύ κι από κοντά. Δουλέψαμε μαζί ολόκληρες σεζόν, μικρός συνοδοιπόρος του εγώ το '96 στη «Σφεντόνα» και στην καλοκαιρινή του περιοδεία, καλεσμένος μου κι αυτός 3 σεζόν στην «Ταράτσα». Την 2η μάλιστα σεζόν του έδωσα τον χώρο για 6 Δευτέρες για να κάνει ό,τι πιο δικό του ήθελε. Μου λέει «Θα κάνω ό,τι πιο δικό μου: θα πω τραγούδια άλλων. Πάντα ήθελα να ήμουνα οι άλλοι. Ήταν όπως εγώ, αλλά ωραίοι». Κι έκανε ένα πρόγραμμα πραγματικά συγκινητικό, όπου τραγούδησε από Μάρκο σε Μίκη κι από Κραουνάκη σε Μάλαμα και Παπακωνσταντίνου με μια δική του, βραχνιασμένη παιδικότητα. «Όλα εκείνα που αγαπώ ειν' αλλονών κι αλλιώς φαντάζουν».
Κι όμως , εμείς που γράψαμε ύστερα απ' αυτόν, μάθαμε ότι είμαστε οι εαυτοί μας μέσα απ' τα δικά του τραγούδια. Ήταν σαν κι αυτούς τους gamers που έχουνε φτάσει το παιχνίδι ως το τέλος και συναντάς τα χνάρια τους σε κάθε πίστα, και τους ρωτάς κάθε φορά πώς τα κατάφεραν. Όταν τον ρωτούσα, γινόταν ξαφνικά παιδί. Ήθελε, αίφνης, να μου τα χαρίσει όλα. Και πιστεύω το ίδιο θα έζησαν κι ένα σωρό «νέοι κανταδόροι», όπως υπέροχα αποκαλούσε τους νεαρούς συντρόφους του στους «Αχαρνής».
Διαφώνησα μαζί του; Μα φυσικά, πολλές φορές, όπως με όλους τους ανθρώπους που αγάπησα. Πολλά πράγματα στα οποία εκείνος έβλεπε μια ελπίδα, εγώ τα έβρισκα δυσοίωνα, κουμπωνόμουν. Δεν διανοήθηκα, όμως, ποτέ να τον κανιβαλίσω. Γιατί ήταν μια ιδιοφυΐα, ένας αληθινός καλλιτέχνης που έλεγε τη γνώμη του, πληρώνοντας το κόστος με τον ίδιο του τον θρόνο. Και γιατί το έργο του, το φωτεινό του έργο, δεν ήταν και δεν είναι μια εφήμερη γνώμη, δικιά του ή δικιά μας. Ήταν βγαλμένο απ' το αίμα της καρδιάς, απ' τον «ουρανό που αιμορραγεί» και «μας αθωώνει».
Έτυχε πριν δυο μέρες να αναρτήσω εδώ ένα κείμενο για τα 100χρονα του Μάνου Χατζιδάκι. Να, λοιπόν, που ο πανδαμάτωρ χρόνος με κάνει να αναρτώ δίπλα του ακριβώς ένα κείμενο για κείνον. Και είναι τόσο ωραία ταιριαστό να τους βλέπω ξανά δίπλα-δίπλα, τον έναν πλάι στον άλλον, όπως τους είδα κάποτε και ζωντανά. Και αυτή η κοινή ζωή που ένωσε κι εμένανε κι εσάς μ' αυτούς τους δύο και μ' όλους τους άλλους κρίκους της «χρυσής αλυσίδας» της μεταπολεμικής Ελλάδας, είναι αυτή που θα μου δώσει καύσιμα και για την υπόλοιπη ζωή, με τα σκοτάδια που μας κυκλώνουν, αυτά της ύπαρξης κι αυτά του πλανήτη, που ξεφορτώνεται τόσο εύκολα ό,τι τον έκανε για λίγο φωτεινό. Κι όμως, για να δανειστώ ξανά τα δικά του λόγια, «θα βρεθούμε κάποτε ξανά, με τα ίδια αυτά σώματα, με τα ίδια χαμόγελα», στο ίδιο τραπέζι, στο ίδιο περιβόλι. Και ο Διονύσης θα μας περιμένει εκεί, λυτρωμένος από τα βάρη της αρρώστιας μας, να «σμίξει παλιές κι αναμμένες τροχιές με το ροκ του μέλλοντός μας».
Γεια σου, ακριβέ κι αγαπημένε μου. Θα σου χρωστώ για πάντα όλο τον εαυτό μου -κι αυτόν που λέω πως έχω κι εκείνον που δεν ξέρω ακόμα».
Άλκηστις Πρωτοψάλτη: Ένα δημόσιο «ευχαριστώ»
Τον δικό της αποχαιρετισμό αποτύπωσε με συγκίνηση και η 'Αλκηστις Πρωτοψάλτη: «Διονύση μου καλλιτέχνη μου !!! Τι βόμβα έσκασε στη ψυχή μου μόλις προσγειώθηκα στον Καναδά...Α-πι στευ-το !!! Τι να πρωτοθυμηθώ: τις παραστάσεις μας στην Πλάκα ,τη «Ρεζέρβα», τα τραγούδια της, το στούντιο, τις πρόβες, τις συζητήσεις, το «Μυστικό Τοπίο» στο Μέγαρο ... Την πρώτη εθελοντική συναυλία για το 2004 και τη τελετή λήξης, το δημόσιο «ευχαριστώ» σου για τη συναυλία του φορτηγού στον κορωνοϊό (που κατάλαβες αμέσως γιατί το έκανα) και ήσουν ο ΜΟΝΟΣ με θάρρος από όλο τον καλλιτεχνικό «κόσμο» που πήρε θέση. Δεν θα ξεχάσω τη φωνή σου, τις συμβουλές, το τεράστιο χιούμορ σου, την αστείρευτη εξυπνάδα σου, το πηγαίο ταλέντο σου, τα μοναδικά σου τραγούδια που στολίζουν τις συναυλίες μας ... 'Αφησες Τεράστια Παρακαταθήκη. Σε Ευχαριστώ για ό,τι έζησα μαζί σου, κόσμημα στην ψυχή μου. Λυπάμαι αφάνταστα που δεν θα σε αποχαιρετήσω ... ούτως ή άλλως δεν μου αρέσουν οι αποχαιρετισμοί με κόσμο.
Θα ζεις στη καρδιά μου
Σαν το παράπονο στη φράση
εδώ και τώρα ....
Διονύση μου αγαπημένε ...
Νιόνιο μου ...
Και έτσι ας καίνε οι λαμπάδες
Στα μονοπάτια στα βουνά
Και εσύ πάντα θα επιστρέφεις κάθε στιγμή
ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ
'Αδεια μου αγκαλιά ....»
Μέγαρο Μουσικής: Κάθε του εμφάνιση ήταν μια γιορτή δημιουργίας και στοχασμού
«Με βαθιά συγκίνηση», αποχαιρετά και το Μέγαρο Μουσικής τον Διονύση Σαββόπουλο, «τον μεγάλο δημιουργό που με το έργο και την παρουσία του καθόρισε το ελληνικό τραγούδι για περισσότερες από έξι δεκαετίες. Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών είχαμε τη χαρά και την τιμή να συνεργαστούμε μαζί του σε ξεχωριστές στιγμές -από το εμβληματικό Σαββόραμα και και το «Μάνος Χατζιδάκις... τώρα», μέχρι τη δυναμική συνάντησή του με την Ελένη Βιτάλη στο «Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα», το νοσταλγικό «Στο Woodstock εγώ -ήμουν εδώ» στον Κήπο του Μεγάρου, και βέβαια το συγκινητικό αφιέρωμα «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», όπου αναμετρήθηκε με το ίδιο του το έργο με συμφωνικό ήχο και χορωδία. Κάθε του εμφάνιση στο Μέγαρο ήταν μια γιορτή δημιουργίας και στοχασμού -ένας διάλογος ανάμεσα στη μουσική και το κοινό, γεμάτος αλήθεια, χιούμορ και ευαισθησία. Με τη χαρακτηριστική του ευγένεια και τη γνήσια καλλιτεχνική του παρουσία, ο Σαββόπουλος μετέτρεπε τη σκηνή σε χώρο ζεστασιάς, επικοινωνίας και βαθιάς συγκίνησης. Η τελευταία του παρουσία στο Μέγαρο, στις αρχές του 2025, για την παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», έμελλε να είναι και η τελευταία μας συνάντηση. Μια βραδιά γεμάτη συγκίνηση, μνήμη και φως -όπως και ο ίδιος. Ο Διονύσης Σαββόπουλος αφήνει πίσω του ένα έργο που ανήκει σε όλους μας. Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον αποχαιρετούμε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό. Εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στην οικογένειά του και στους ανθρώπους που στάθηκαν κοντά του σε όλη του τη διαδρομή. Η σκέψη μας είναι μαζί τους, με αγάπη και εκτίμηση για τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη που χάσαμε. Καλό ταξίδι, Διονύση -ευχαριστούμε για τη μουσική, τις λέξεις και τη ματιά σου στον κόσμο».
ΓΑΚ: Τεκμήρια λογοκρισίας του «Ζεϊμπέκικου»
Την εποχή της χούντας και της λογοκρισίας, από την οποία δεν γλύτωσε το εμβληματικό τραγούδι του Σαββόπουλου «Ζεϊμπέκικο», θυμούνται τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τα οποία αναρτούν και τα σχετικά τεκμήρια: «Ο Διονύσης Σαββόπουλος εμφανίστηκε στη μουσική σκηνή της χώρας τη δεκαετία του 1960 και, κυρίως, την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ο Σαββόπουλος, συνδυάζοντας με έναν δικό του τρόπο την ελληνική παραδοσιακή μουσική με το δυτικό ροκ, μίλησε για ζητήματα που απασχολούσαν την αναδυόμενη στον δημόσιο και πολιτικό βίο νεολαία. Την περίοδο της χούντας τα τραγούδια του Σαββόπουλου εκφράζουν τη νεανική κουλτούρα και την κουλτούρα της ελεύθερης έκφρασης και της αντίστασης απέναντι στη ζοφερή πραγματικότητα της δικτατορίας. Ο Σαββόπουλος, όπως και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες, έπρεπε να προσπελάσουν το ψαλίδι της λογοκρισίας. Τα τεκμήρια της ανάρτησης αφορούν τη λογοκρισία του εμβληματικού τραγουδιού του Σαββόπουλου «Ζεϊμπέκικο» από την επιτροπή λογοκρισίας της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών το αρχείο της οποίας βρίσκεται στην Κεντρική Υπηρεσία των ΓΑΚ».
Μουσείο Αλέκος Φασιανός: Ας κρατήσουν οι χοροί, Νιόνιο
Το Μουσείο Αλέκος Φασιανός αποχαιρετά κι εκείνο με τη σειρά του τον Διονύση Σαββόπουλο, «έναν καλλιτέχνη που μοιράστηκε με τον Αλέκο Φασιανό όχι μόνο βαθιά φιλία, αλλά και το ίδιο όραμα για την Ελλάδα, την ομορφιά, την αλήθεια και τη μαγεία της ζωής. Οι συναντήσεις τους ήταν γεμάτες γέλιο, μουσική και χρώμα. Η τέχνη τους, η ζωντανή κληρονομιά τους, είναι η πιο φωτεινή τους ανάμνηση. Ας κρατήσουν οι χοροί, Νιόνιο. Στο ατελιέ του Αλέκου, η μελωδία σου θα αντηχεί πάντα».
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ