Ποια τα συναισθήματα όσων έχουν παραμείνει στη Σαντορίνη σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις
Εξάντληση, ανασφάλεια και αβεβαιότητα είναι όσα αισθάνεται ως επί το πλείστον μέρος του πληθυσμού που έχει παραμείνει στη Σαντορίνη και βιώνει τις συνεχείς σεισμικές δονήσεις που σημειώνονται από τις αρχές Φεβρουαρίου. Αυτό προκύπτει από τις πρώτες εκτιμήσεις κλιμάκιου της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ) και του Ερευνητικού Εργαστηρίου «Κέντρο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Κρίσεων» του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ) που επισκέφθηκε πριν μία εβδομάδα το νησί, μετά από οδηγία του υφυπουργού Υγείας κ. Δημήτρη Βαρτζόπουλου, με σκοπό την καταγραφή και εκτίμηση των ψυχοκοινωνικών αναγκών του πληθυσμού της τοπικής κοινότητας.
Στο κλιμάκιο συμμετείχαν ο αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της ΕΠΑΨΥ και καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας Χ. Ασημόπουλος και ο πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ) καθηγητής Β. Ιωακειμίδης. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο νησί πραγματοποίησαν συναντήσεις με τις υγειονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες του νησιού, τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας και στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Όπως εξηγούν ο κ. Ιωακειμίδης και κ. Ασημόπουλος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η κούραση, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα κυριαρχούν μέχρι στιγμής, καθώς ο πληθυσμός βιώνει μία παρατεταμένη κατάσταση αγωνίας και αναμονής. Όπως αναφέρουν, «η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι κρίσεις αυτού του είδους αυξάνουν τον κίνδυνο ψυχικών επιπτώσεων, όπως το άγχος, τη θλίψη και το ψυχικό τραύμα. Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν μια τέτοιου είδους έκτακτη κρίσιμη ανάγκη τείνουν να αναρρώνουν με τον καιρό, άλλοι κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν πιο σοβαρά και μακροχρόνια προβλήματα». Επισημαίνουν ότι «οι μελέτες ποικίλλουν σημαντικά στις εκτιμήσεις τους για το ποσοστό των ατόμων που αναπτύσσουν σχετικά προβλήματα ψυχικής υγείας μετά από φυσικές καταστροφές. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι περίπου το 10-15% των ανθρώπων μπορεί να διατρέχουν κίνδυνο να αναπτύξουν προβλήματα ψυχικής υγείας, ήπια ή σοβαρά, μετά από μία τέτοιου είδους έκτακτη και ψυχοκοινωνικά επιβαρυντική κατάσταση».
«Η διαφορά σε σχέση με άλλες καταστάσεις, όπως οι πυρκαγιές στην Εύβοια ή οι πλημμύρες στη Θεσσαλία είναι ότι στη Σαντορίνη δεν έχει γίνει ένα μεγάλο καταστροφικό σεισμικό γεγονός, αλλά υπάρχει μια έντονη σεισμική διέγερση που είναι ιδιαίτερα παρατεταμένη σε διάρκεια. Οι άνθρωποι είναι σε αγωνία και βιώνουν μεγάλη και διαρκή ανασφάλεια. Είναι πιθανό ότι οι πολλαπλές, επαναλαμβανόμενες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που προκύπτουν με τους συνεχείς καθημερινούς σεισμούς να γίνουν μια διαρκή και επίμονη πρόκληση για την ψυχοκοινωνική ευημερία», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ασημόπουλος. Προσθέτει ότι «όλοι οι άνθρωποι βέβαια δεν είναι το ίδιο ψυχικά ανθεκτικοί. Ορισμένοι μπορεί να είναι περισσότερο ψυχικά ευάλωτοι, δίχως αυτό να σημαίνει ότι έχουν προβλήματα ψυχικής υγείας. Όμως αυτή η παρατεταμένη περίοδος ανασφάλειας, αγωνίας και ψυχικής εξάντλησης είναι δυνατόν για αυτούς τους ανθρώπους να είναι επιβαρυντική και καθοριστική στο να αναπτύξουν έντονη ψυχική δυσφορία και πιθανά προβλήματα ψυχικής υγείας».
Χαρακτηριστικό μάλιστα της κόπωσης στην οποία έχουν περιέλθει όσοι παραμένουν στο νησί είναι, όπως τονίζει ο κ. Ιωακειμίδης, ότι υπάρχουν άνθρωποι που εύχονται «να γίνει ένας πιο ισχυρός σεισμός παρά αυτό το καθημερινό βασανιστήριο». «Αυτό από μόνο του δείχνει την κούραση που υφίστανται», επισημαίνει. Σύμφωνα με τον κ. Ιωακειμίδη αυτή η παράταση στην ανασφάλεια που επικρατεί «είναι και διεθνώς πρωτοφανής. Δίκαια η συζήτηση των ημερών κυριαρχείται από τα ζητήματα της γεωλογίας, της σεισμολογίας, των υποδομών, αλλά ποτέ, και είναι πολύ σημαντικό αυτό, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον παράγοντα άνθρωπο και πολύ φοβάμαι ότι μερικές φορές δεν έχει την ορατότητα που θα έπρεπε», υπογραμμίζοντας «τι γίνεται με τους ανθρώπους που μένουν πίσω, τι γίνεται με τους ανθρώπους που έχουν φύγει, πώς μπορούμε καλύτερα να τους προετοιμάσουμε, όχι μόνο στα ζητήματα της ασφάλειας, αλλά και στα ζητήματα της πρόληψης και της ευημερίας τους». Προσθέτει ότι παρακολουθούν την εξέλιξη της κατάστασης, καθώς άλλου τύπου παρέμβαση χρειάζεται να γίνει εάν υπάρξει τελικά ένα καταστροφικό γεγονός, άλλη εάν αυτή η περίοδος παραταθεί κι άλλη εάν λήξει σύντομα. «Οπότε είμαστε σε συνεχή επαφή. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι το στρες ή η ανασφάλεια πυροδοτούν κρίσεις και κυρίως στις πιο ευάλωτες ομάδες της τοπικής κοινότητας», εξηγεί.
Ο κ. Ασημόπουλος αναφέρει ότι «η διεθνής έρευνα έχει επικεντρωθεί σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού που θεωρούνται ευάλωτες ή διατρέχουν μεγαλύτερο ψυχοκοινωνικό κίνδυνο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και καταστροφών, όπως τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, τα άτομα με αναπηρία, οι περιθωριοποιημένες ομάδες και τα άτομα με προϋπάρχουσες ψυχικές διαταραχές».
Σχετικά ο κ. Ιωακειμίδης επισημαίνει ότι στη Σαντορίνη, σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα που κατέγραψαν οι κοινωνικοί λειτουργοί του Κέντρου Κοινότητας και το προσωπικό του Προγράμματος Βοήθεια στο Σπίτι του Δήμου, 250 άτομα έχουν καταγραφεί ως ευάλωτα ή δυνητικά ευάλωτα και τα οποία είναι κυρίως ηλικιωμένοι, άτομα με αναπηρία και άτομα με ψυχικές ασθένειες, και για τα οποία χρειάζεται να ληφθεί ειδική πρόνοια». Αναφέρει ότι «μεγάλος αριθμός ηλικιωμένων επιθυμεί να παραμείνει στο νησί, κάτι το οποίο έχει παρατηρηθεί και σε αντίστοιχες ηλιακές ομάδες σε άλλες περιοχές όπου προκλήθηκαν φυσικές καταστροφές». «Αυτό που ανησυχεί και τις υπηρεσίες, όπως και στις καταστροφές του Daniel, είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι, ιδιαίτερα ηλικιωμένοι, που λένε ότι εγώ θα κάτσω εδώ, θα πεθάνω εδώ, εδώ γεννήθηκα. Αυτό είναι κάτι που απασχολεί τις αρχές, τις κοινωνικές υπηρεσίες και εμάς, δηλαδή ο τρόπος που θα διαχειριστούμε τις ανάγκες των ανθρώπων αυτών αν κλιμακωθεί δυσμενώς η κατάσταση», επισημαίνει ο κ. Ιωακειμίδης.
Ένα ζήτημα επίσης που απασχόλησε το κλιμάκιο είναι και οι μετανάστες που ζουν κι εργάζονται στη Σαντορίνη. Όπως αναφέρει ο κ. Ιωακειμίδης υπάρχουν δύο ομάδες μεταναστών. «Η μία ομάδα, όπως τουλάχιστον μας μεταφέρθηκε, είναι Αλβανοί μετανάστες οι οποίοι είναι αρκετά ενσωματωμένοι στην κοινότητα. Μια δεύτερη κατηγορία είναι οι ασιατικής καταγωγής μετανάστες, οι οποίοι εργάζονται και στις οικοδομές αλλά και στον τουριστικό τομέα», προσθέτοντας ότι για αυτές τις ομάδες δεν υπάρχει καταγραφή. «Στις συστάσεις τις δικές μας ήταν να βρεθούν οι άνθρωποι που μπορεί να εκπροσωπήσουν αυτές τις ομάδες ώστε να να διασφαλίσουμε μια επικοινωνία. Προς το παρόν όμως αυτό δεν υπάρχει. Είναι αχαρτογράφητο », τονίζει ο κ. Ιωακειμίδης
Συνοψίζοντας, σύμφωνα με τον κ. Ασημόπουλο «στο πλαίσιο αυτής της ειδικής συνθήκης χρειάζεται μία συστηματική διερεύνηση των ειδικότερων αναγκών των ανθρώπων της τοπικής κοινότητας, τόσο όσων έχουν παραμείνει στη Σαντορίνη που υπολογίζονται σε 3.000 όσο και όσων έφυγαν που υπολογίζονται σε 12.000. Είναι άνθρωποι, παιδιά και ενήλικες, που ήδη βιώνουν πολλές αιφνίδιες απώλειες, απώλεια ασφάλειας, απώλεια της συνηθισμένης καθημερινότητας, απώλεια επαφών και σχέσεων, σπιτιού λόγω μετακίνησης, ίσως και απώλεια εισοδήματος ή εργασίας, γεγονός που αυξάνει το κίνδυνο να βιώσουν δύσκολα συναισθήματα και ψυχικά προβλήματα, όπως συμπτώματα που βασίζονται στο άγχος, συμπεριλαμβανομένης της οξείας διαταραχής στρες και της μετατραυματικής διαταραχής στρες, διαταραχές ύπνου, παρατεταμένη θλίψη, διαταραχές της διάθεσης συμπεριλαμβανομένης της κατάθλιψης και κατάχρησης ουσιών».
Το γεγονός αυτό, όπως επισημαίνουν ο κ. Ιωακειμίδης και κ. Ασημόπουλος, απαιτεί συντονισμένες παρεμβάσεις ψυχοκοινωνικής υποστήριξης του πληθυσμού της τοπικής κοινότητας. Όπως αναφέρουν «η ψυχοκοινωνική υποστήριξη κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς διάρκειας σεισμικής δραστηριότητας, αλλά και μετά, είναι μεγάλης σημασίας. Μέσω τόσο προληπτικών δράσεων όσο και παροχή υπηρεσιών ανίχνευσης, διάγνωσης και θεραπείας προβλημάτων ψυχικής υγείας, η ψυχοκοινωνική υποστήριξη μπορεί να βοηθήσει στην οικοδόμηση της ανθεκτικότητας των ανθρώπων και της κοινότητας. Η ψυχοκοινωνική υποστήριξη απαιτεί ολοκληρωμένες, πολυεπίπεδες και στοχευμένες δραστηριότητες, καθώς και συντονισμό υπηρεσιών, που να ανταποκρίνονται στις περίπλοκες και δυναμικές ανάγκες των ατόμων και της κοινότητας».
Μετά την επίσκεψη του κλιμακίου στη Σαντορίνη και την εκτίμηση των ψυχοκοινωνικών αναγκών του πληθυσμού, η Εταιρία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ) σε συνεργασία με το Κέντρο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Κρίσεων του Πανεπιστήμιου Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ) κατάθεσε στο υπουργείο Υγείας πρόταση ανάπτυξης ενός ολοκληρωμένου και πολυεπίπεδου Προγράμματος Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης του πληθυσμού της Σαντορίνης, που περιλαμβάνει προληπτικές και θεραπευτικές παρεμβάσεις, με τη παροχή πρώτων βοηθειών ψυχικής υγείας, ψυχοεκπαίδευση, συμβουλευτική στην κρίση και διάγνωση και θεραπεία προβλημάτων ψυχικής υγείας. Το Πρόγραμμα ειδικότερα περιλαμβάνει δράσεις συστηματικής διερεύνησης αναγκών και αξιολόγησης των επιπτώσεων της σεισμικής δραστηριότητες στην ψυχοκοινωνική υγεία ενηλίκων και παιδιών, την ευαισθητοποίηση και επιμόρφωση επαγγελματιών υγείας, κοινωνικών υπηρεσιών, εκπαιδευτικών σε θέματα διαχείρισης των επιπτώσεων των σεισμών στη ψυχική υγεία και υποστήριξη διασωστών, την ευαισθητοποίηση των γονέων στις ανάγκες των παιδιών και την παροχή υπηρεσιών αντιμετώπισης προβλημάτων ψυχικής υγείας παιδιών, την παροχή υπηρεσιών διάγνωσης και θεραπείας προβλημάτων ψυχικής υγείας ενηλίκων, και την αντιμετώπιση προβλημάτων ψυχικής υγείας ατόμων με υψηλή ευαλωτότητα, όπως άτομα με αναπηρία και ηλικιωμένους.
Οι δύο φορείς, η Εταιρία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, θα συνεχίσουν να παρακολουθούν στενά τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις του σεισμικού φαινομένου στον τοπικό πληθυσμό και να παρέχουν υποστήριξη τόσο στις αρχές όσο και στις ευάλωτες ομάδες. Ήδη, έχει προγραμματιστεί σειρά συναντήσεων για την υποστήριξη επαγγελματιών και επιστημόνων ψυχοκοινωνικής υγείας που εργάζονται στις Κυκλάδες, ενώ σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας και τις αρμόδιες αρχές, και ανάλογα με τις διαμορφούμενες ανάγκες, συνεχίζουν τις επισκέψεις και παρεμβάσεις τους για την συνεχή καταγραφή των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων και την υποστήριξη των κατοίκων της Σαντορίνης.
ΠΗΓΗ ΑΠΕ