Χριστούγεννα παιδιά! Χριστούγεννα...
Γράφει ο
Κώστας Μαστροκώστας
Περιδιαβαίνοντας την μικρή μας πόλη, κατάφωτη στα πολύχρωμα λαμπιόνια, τα φανταχτερά στολίδια, τις τεράστιες φωτεινές μπάλες, τα αστέρια, τους παραφουσκωμένους μάγους που μετά δυσκολίας χωράνε μέσα στις φάτνες, τα ελάφια και τα συμπαθητικά γαϊδουράκια που κοσμούν επίσης τις πολλές φάτνες σε κάθε γειτονιά, ο νους πετάει στα παλιά γυρνώντας πίσω πέντε δεκαετίες, σχεδόν μια ολόκληρη ζωή. Η μνήμη ανασηκώνει και περιμαζεύει την δικιά της ορμή, την δικιά της γλύκα, τις δικές της ανεξίτηλες εγγραφές στην τρυφερή παιδική μας ηλικία. Αυτό που αναδύεται μέσα μας σε αντίθεση με τα τωρινά φωτεινά προχριστουγεννιάτικα βράδια είναι αληθινό και συνάμα εξωπραγματικό και αλλόκοσμο. Ένας άλλος κόσμος, μια άλλη εποχή, θαμμένη βαθιά μέσα στις μνήμες και τα συναισθήματα που γαλήνεψαν την ψυχή μας. Μια εποχή που δεν είχε πολλά φώτα, ούτε λαμπιόνια, είχε λασπωμένους και συνήθως χιονισμένους δρόμους, είχε προετοιμασία στα φτωχικά μας σπίτια για την επερχόμενη γέννηση του μικρού Θεού, είχε προσμονή αλλά και φωτεινές ψυχές που αντιστάθμιζαν το σημερινό κενό των led φωτισμών.
Περιμέναμε τα Χριστούγεννα μετρώντας τις μέρες, κοιτώντας πίσω από το θαμπό τζάμι τα βράδια πότε θα έριχνε το πρώτο χιόνι. Περιμέναμε τα κάλαντα για να γευθούμε τα θεσπέσια και αξέχαστα ακόμα στους γευστικούς μας κάλυκες γλυκίσματα των ημερών που έφτιαχναν με αγάπη οι μανάδες μας και οι γιαγιάδες. Κουραμπιέδες, δίπλες και μπακλαβάδες που γλύκαιναν την φτώχια μας και ράντιζαν την παιδική ψυχή μας με μυρωδιές και αξέχαστες γεύσεις. Τα κάλαντα που ήταν ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με τα λίγα χρήματα, πενταροδεκάρες στην ουσία, που φάνταζαν όμως στα αθώα μάτια μας με σημερινό επενδυτικό κεφάλαιο. Πενταροδεκάρες που σχεδιάζαμε πως θα είναι περισσότερες στοχοποιώντας από την προηγούμενη τα σπίτια των «πλουσίων» του χωριού που θα μας έκαναν πλουσιότερους, ειδικά αν ήμασταν από τους πρώτους πρωινούς καλαντιστές…
Τα Χριστούγεννα με τις γουρουνοχαρές, την χοιροσφαγή, το κρεμμύδι και το λιβάνι που έβαζε η μάνα στο στόμα του δύσμοιρου γουρουνιού όταν οι γείτονες όλοι μαζί κατάφερναν να το πεδικλώσουν και να του αφαιρέσουν την ζωή, θυσία στην γιορτή αλλά και προσφορά στην οικογένεια που μετά την Σαρακοστή θα γεύονταν το κρέας σαν θείο δώρο. Η αυτοσχέδια μπάλα από την φούσκα του γουρουνιού όπως λέγαμε την ουροδόχο κύστη του. Το βραστό συκώτι για τα τσίπουρα, το τηγανητό προκοίλι, οι τσιγαρίθρες, οι σουφλιμάδες και η παρασκευή του σύγκλινου και των λουκάνικων που τα καπνίζαμε στο τζάκι μετατρέποντας το κονταρόξυλο της σημαίας σε απαραίτητο εργαλείο για το κάπνισμα…
Τα παραμύθια της γιαγιάς για τους καλικάντζαρους, η μετάβαση στην ΑγιοΒασιλιάτικη πανδαισία με την μεγάλη κότα που γινόταν σούπα αποβραδίς την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το μεγάλο ταψί του μπακλαβά και τις τηγανίτες ή τις δίπλες σε λιγότερα σπίτια. Πλάι σε αυτά και η θεά τύχη που εμφανιζόταν με τα «χαρτιά» που θα παίζαμε στο σπίτι με επίδικο τα φασόλια της νοικοκυράς… Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς εκτός από τα κάλαντα που λέγαμε την παραμονή, πηγαίναμε για τα Σπούρνια πρωί – πρωί ρίχνοντας στο τζάκι των νοικοκυραίων λίγα φύλα από πουρνάρι συνοδεύοντας το τσιτσίρισμα της καύσης με ευχές για την φαμελιά. Σπούρνι’ αυγά, σπούρνι’ γαμπρό, σπούρνι’ λεφτά, σπούρνι απ’ ούλα τα καλά…
Και το Δωδεκαήμερο έκλεινε σιγά - σιγά με τα Φώτα και τον Αη Γιάννη όπου και κει κάλαντα και ευχές και κει χαρές. Το κρασί δε και τα τσίπουρα έρρεαν άφθονα την περίοδο αυτή αφού τα γεματάρια άνοιγαν για να υποστηρίξουν τα γλέντια, τα τραγούδια και τις σπιτικές συνάξεις φίλων και συγγενών ενώ οι «επισκέψεις» στους εορτάζοντες ήταν στην ημερήσια διάταξη με τις γυναίκες να παίρνουν τα γλυκά τυλιγμένα για το σπίτι .
Όλη αυτή η περίοδος ήταν και έτσι αποτυπώθηκε στις ψυχές μας, μια φωτεινή περίοδος, που τα φώτα της όμως δεν ήταν τα σημερινά led αλλά οι ψυχές των ανθρώπων και η ζεστασιά που αυτές εξέπεμπαν. Ένας άλλος κόσμος που ίσως η αναλαμπή του θα είναι ορατή μόνο μέσα στις αναμνήσεις και τον συναισθηματικό κόσμο όλων όσων πρόλαβαν, όσων πρόλαβαν και έζησαν αυτήν την άλλη εποχή, Αυτήν την εποχή που σήμερα μόνο η μνήμη μας την ξαναζωντανεύει. Αυτή η γλυκιά ανάμνηση που τα παιδιά μας σήμερα αδυνατούν να καταλάβουν και να ψηλαφίσουν αφού το φωτεινό και το λαμπερό έχει προσγειωθεί στην πεζή πραγματικότητα των χιλιάδων λαμπιονιών και του ρηχού καταναλωτισμού.
Ευτυχείς οι ενθυμούμενοι, μαζί με την αφεντιά μου που κουβαλώντας αυτόν τον θησαυρό της άλλης εποχής, ζεσταίνουμε την ψυχή μας ξανά και ξανά ανατρέχοντας στην μόνη πατρίδα που είναι η παιδική μας ηλικία…