Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Mνημόσυνο - Aφιέρωμα ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΚΑΡΜΟΥΤΣΟΥ

Με την συμπλήρωση 25 ετών από τον θάνατο του Πατέρα μας

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΚΑΡΜΟΥΤΣΟΥ από την Λαμία,

 Ήρωα Αγωνιστή του Αλβανικού Μετώπου 1940-1941

Που απεβίωσε σε ηλικία 80 ετών στην Νέα Υόρκη στις 20 Μαρτίου 2000,

Τελούμε μνημόσυνο στην σεπτή μνήμη του

 Την Κυριακή, 23 Μαρτίου 2025 στις 9:00 π.μ.

 Στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου

196-10 Northern Boulevard, Flushing, Νέα Υόρκη

 

•••••

 

Χθες, σήμερα

και πάντοτε, η καλoσύνη,

η ανθρωπιά, η

αγνότητα της ψυχής σου,

και η μεγαλoσύνη

της καρδιάς σου αγγίζουν όλους όσους

είχαν την τύχη να σε γνωρίσουν,

και φωτίζουν λαμπερά

το πέρασμα για μας,

που είμασταν τυχερές

να σ' έχουμε Πατέρα μας.

 

 

•••••

 

Αναντικατάσταση

Του μεγάλου, λευκού τριαντάφυλλου που ήταν

Ο Πατέρα μας

 

Τι κι αν τα κλωνάρια μας βγάζουν καρπούς;

Είμαστε άγονοι γιατί οι ρίζες μας κόπηκαν.

 

Τι κι αν ξεπετάει νέο βλαστάρι η τριανταφυλλιά;

Θα πάρει καιρό ν' ανθίσει – εμάς μας λείπει

Το ώριμο τριαντάφυλλο και η ευωδιά του,

Και που τα πέταλά του είναι πια στο χώμα.

 

Τι κι αν η Άνοιξη φέρνει μικρά, πράσινα φύλλα στα δέντρα;

Εμείς, τα μεγάλα, κιτρινωπά φύλλα στο δέντρο της ζωής μας θα θυμόμαστε.

 

Τι κι αν την ζεστή, γνώριμη νύχτα

Την σβύνει η βροχή της άγνωστης μέρας;

Εμείς, την θαλπωρή της νύχτας,

Με τα λαμπερά άστρα της που τη ζωή μας φώτιζαν,

Θα αναζητούμε.

 

 

                                           Ιουλία Σκαρμούτσου

                                        Μάρτιος 2000

 

 

•••••

 

Η Ιστορία της Ζωής του Πατέρα μας

 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΚΑΡΜΟΥΤΣΟΥ

 

Μ' αυτή την στήλη, αποτείουμε φόρο τιμής στη μνήμη του Πατέρα μας, ηρωικού μαχητή για την Ελλάδα στα 21 του χρόνια το 1940-1941 στα παγωμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας. Αποτείουμε φόρο τιμής στον Πατέρα μας, παραγιός σε κουρείο από 12 ετών και κουρέας από 16 ετών στην Πλατεία Λαού της Λαμίας μέχρι και τα 55 του χρόνια το 1975 όταν μεταναστεύσαμε—με το όνειρό του της επιστροφής που παρέμεινε ανεκπλήρωτο. Αποτίουμε φόρο τιμής στον Πατέρα μας που έχαιρε την εκτίμηση όλων ώς ο καλύτερος κουρέας στη Λαμία, ο κουρέας των καθηγητών και των δασκάλων, των δικαστικών και των δικηγόρων, των δημοσίων υπαλλήλων και των απλοϊκών ανθρώπων της Λαμίας και της Περιφέρειας. Ακόμη και από άλλους Νομούς έρχονταν να κουρευτούν από τα έμπειρα χέρια του. Τον αγαπούσαν όλοι για την τέχνη του, την απλότητά του, την αγνότητα του λόγου του, και την απέραντη καλοσύνη του. Αποτείουμε φόρο τιμής στον Πατέρα μας με τον γλυκό του λόγο και την μαλαματένια του καρδιά.

Στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο του Πατέρα μας αντικατοπτρίζεται ο έλληνας της παλιάς γενιάς, ο παλαίμαχος που αγωνίστηκε και υπέφερε για την Πατρίδα, που έζησε τις κακουχίες της κατοχής και τις δυσκολίες της μεταπολεμικής Ελλάδας, και που πολέμησε πάλι απο την αρχή για να επιζήσει και να στηρίξει την οικογένειά του σαν μετανάστης στη χώρα αυτή.

Γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου το 1919 στο χωριό Γαρδίκι Ομιλαίων Φθιώτιδας, βορειοδυτικά της Λαμίας. Οι γονείς του είχαν πρόβατα και αρκετά χωράφια που καλλιεργούσαν. Σε ηλικία 8 ετών έχασε τον μεγάλο του αδερφό, ενώ μόλις στα 12 του χρόνια έχασε τον πατέρα του. Είχε όνειρα να πάει στο γυμνάσιο, αλλά έσβησαν με τον θάνατο του πατέρα του. Όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο έγινε παραγιός σε κουρείο της Πλατείας Λαού στη Λαμία. Με τα λίγα τυχερά που έβγαζε ξεσκονίζοντας πελάτες, βοηθούσε την χήρα μάνα του να ξεπληρώνει το χρέος του σπιτιού και να τα βγάζει πέρα με τα επτά μικρότερα αδέρφια του.

 

Από Παραγιός 12 Ετών σε Κουρέας στα 16 του Χρόνια

 

Στα 16 χρόνια του είχε μάθει πλέον την τέχνη του κουρέα. Το αφεντικό του τον κούρεψε όταν ήταν να παρουσιαστεί φαντάρος στα 20 του χρόνια, και έκλαιγαν σιωπηλά και οι δύο που θα χώριζαν μετά από τόσα χρόνια. Όπως γράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματα του, «Ένας πελάτης, μάλιστα, είπε στο αφεντικό μου την ώρα που με κούρευε: Αχ, Κυρ-Κώστα, δεν λυπάσαι που κόβεις τέτοια ωραία, σγουρά μαλια; Δεν του απήντησε κανείς…»

Τάχτηκε στο 42ο Τάγμα Ευζώνων, το πιο εκλεκτό τότε σώμα στρατού, τον Μάρτιο του 1940. Στις 15 Αυγούστου 1940, ο τορπιλισμός και η βύθιση του ελληνικού πολεμικού πλοίου «Έλλη» από ιταλικό υποβρύχιο στο λιμάνι της Τήνου έγινε αιτία να βρεθεί στα βουνά της Βορείου Ηπείρου υπερασπίζοντας τα ελληνικά εδάφη εναντίον των Ιταλών κατακτητών. Καλπάκι, Σιταριά, Λίμνη Ζαραβίνας, Μαυρόπουλο, Αργυρόκαστρο, Παλαιόκαστρο, Τεπελένι… δεκάδες ελληνικά χωριά και πόλεις όπου διέλευσε και πολέμησε στην πρώτη γραμμή στα 21 του χρόνια για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Αν και πέρασαν 50 χρόνια από τότε, θυμόταν πάντα με ευγνωμοσύνη την οικογένεια του Γιάννη Κορκάρη στο Δερβιτσάνι, που κράτησαν τον 21χρονο έλληνα μαχητή στο σπίτι τους για μέρες όταν κινδύνεψε από κρυοπαγήματα.

Αν και ήταν στην πρώτη γραμμή, μισούσε τον θάνατο και από τις δυο πλευρές. Σκεφτόταν ότι και αυτά τα νέα παιδιά που τους ανάγκασαν να γίνουν εχθροί, είχαν κι αυτοί μάνες και αδερφές. Θυμόταν με δάκρυα στα μάτια τις σκηνές που έχαναν κάποιον δικό τους, που πολλές φορές ήταν παιδικός φίλος και γείτονας που μεγάλωσαν μαζί. Δεν υπήρχαν φτυάρια για να θάψουν τους νεκρούς συναδέλφους τους μέσα στα βαριά χιόνια, που έφταναν και το ενάμιση μέτρο. Μάζευαν πέτρες και έβαζαν πάνω και γύρω από το πτώμα, ενώ ο αξιωματικός έλεγε την προσευχή και οι υπόλοιποι σκούπιζαν με την χλαίνη τα δάκρυά τους…

Από τα Χριστούγεννα του 1940 μέχρι και μετά την Πρωτοχρονιά, δεν έβαλαν μπουκιά στο στόμα τους… Μόνο τσιγάρα τους είχαν απομείνει και λίγο κονιάκ να υποφέρουν την υποθερμία. Ούτε νερό να πιουν δεν υπήρχε, αλλά μόνο χιόνι που γέμιζαν τις καραβάνες μέχρι να λιώσει να πιουν. Πολλοί από το τάγμα τους κινδύνεψαν την ζωή τους να φέρουν λίγο ψωμί στους άλλους μπαίνοντας την νύχτα σε εχθρικά στρατόπεδα. «Όλα τα υποφέραμε για την πατρίδα, άλλωστε στρατιώτες ήμασταν …» γράφει στα απομνημονεύματα του. «Αυτά είχε η Αλβανία… ποτέ πια πόλεμος, ποτέ…»

Όταν έγινε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς το τέλος Απριλίου του 1941 και ήρθε διαταγή να εγκαταλείψουν το μέτωπο, οι Γερμανοί κατέσχεσαν όλα τα επιβατικά και μεταφορικά μέσα, αναγκάζοντας τους Έλληνες στρατιώτες να επιστρέψουν στις πόλεις και στα χωριά τους με τα πόδια. Περπάτησε από το Τεπελένι της Βορείου Ηπείρου μέχρι την Λαμία με τα πόδια… «Το ταξίδι του γυρισμού ήταν φρικτό… τα αρβύλια ήταν πολύ βαριά και μου πλήγωναν τα πόδια…» Όταν έφτασε πια στην Λαμία μετά από 11 μέρες πορεία, έπεσε κατάκοπος σε μια γωνιά της Πλατείας Διάκου για να τον ξυπνήσει μια γειτόνισσά του που δεν τον γνώρισε, αξύριστος και ακούρευτος τόσους μήνες που ήταν. «Σήκω στρατιώτη μου, σήκω παιδάκι μου να πας στην μάνα σου...» «Κυρα-Τασία, δεν με γνωρίζεις; Eγώ είμαι, ο Πάνος της Θοδώρας…»

Γράφει στα απομνημονεύματά του: «Δεν ξέρω πως επιζήσαμε, νηστικοί, άυπνοι, γεμάτοι πληγές και ψείρες… μάλλον ο Θεός μας βοηθούσε… Ήμασταν και νέοι τότε, 21 και 22 ετών, νέα παιδιά. Δεν τους ξαναείδα τους συναδέλφους μου από τον πόλεμο... Δεν ξέρω στην άλλη ζωή αν θα ξανασυναντηθούμε…»

Η κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος ήταν αφάνταστα πιο δύσκολο μέτωπο απ' αυτό της Αλβανίας. Εκτελέσεις αθώων από Γερμανούς αλλά και από αντάρτες… Η δολοφονία του αδερφού του που υπηρετούσε αστυνομικός το 1944… Η πείνα που θέριζε παντού, ιδίως σε μεγαλουπόλεις. Ευτυχώς τα ζώα και τα χωράφια της οικογένειάς του βοήθησαν να επιζήσουν και να βοηθήσουν και άλλους συνανθρώπους που έρχονταν στην επαρχία για να αποφύγουν τον θάνατο της πείνας. «Το τι είδαν τα μάτια μας, ας τα βλέπουν οι νέοι και να μην νομίζουν ότι είναι παντοδύναμοι και ότι τα ξέρουν όλα…»

Δούλεψε σκληρά, και με το ψαλίδι και την χτένα κατάφερε να προικίσει τις τρεις μικρότερες αδερφές του. Αν και οι άλλοι, μικρότεροι αδερφοί του παντρεύτηκαν πριν απ' αυτόν χωρίς να σκεφτούν να παντρέψουν πρώτα τις αδερφές, αυτός, ο "προστάτης της οικογένειας", έπρεπε να περιμένει να παντρευτούν όλες οι αδερφές του πριν παντρευτεί ο ίδιος στα 37 του χρόνια. Έκανε τρεις κόρες, την Θεοδώρα, την Δήμητρα, και την Ιουλία.

 

Αρχές της Δεκαετίας του 1950 στην Πλατεία Ελευθερίας, Λαμία

 

Στα 55 του χρόνια και με μεγάλους δισταγμούς, ήρθε οικογενειακώς στην Αμερική την 1η Μαρτίου 1975. Κλείνοντας το κουρείο που διατηρούσε στην Πλατεία Λαού της Λαμίας, ήρθε «για να σπουδάσουν τα κορίτσια» ηλικίας τότε 17, 15, και 11 ετών. Αν και πήρε αμέσως την άδεια του κουρέα, χωρίς γνώση αγγλικής ήξερε πως δεν θα μπορούσε να συντηρήσει την οικογένειά του. Παρακαλώντας για δουλειά σε ελληνικά εστιατόρια της Αστόριας, έπιασε δουλειά στο τότε εστιατόριο "Λευκός Πύργος" στο Ντίτμαρς της Αστόριας. Ταυτόχρονα, έκανε την ίδια εργασία και στο Κρίσταλ Πάλας της Αστόριας, δουλεύοντας 18 ώρες την ημέρα, επτά μέρες την εβδομάδα. Αργότερα, ανέλαβε βοηθός μαγείρου και σιγά-σιγά μάγειρας στο εστιατόριο Λευκός Πύργος, στο Κρητικό Σπίτι, στο Ερλάιν Ντάινερ, στο εστιατόριο Ζυγός, και αλλού. Υπέφερε πολύ δουλεύοντας για ψίχουλα χρημάτων μέσα στη φλόγα και κάτω από δύσκολες έως και απάνθρωπες συνθήκες εργασίας στα 60 του χρόνια. «Πέρασα πολλά εδώ (στην Αμερική), πάρα πολλά…» έγραψε στα απομνημονεύματά του… «Εγώ στη ζωή έχω τσιγαριστεί…»

Ο Παναγιώτης ήταν ένα λευκό περιστέρι. Καλόκαρδος, πράος, με αγνή ψυχή, μαλαματένια καρδιά, και απέραντη καλοσύνη για όλους, γνωστούς και ξένους.

Αγαπούσε τη φύση, τη μουσική, και παρ' όλο που δεν μπόρεσε να σπουδάσει, έδινε την εντύπωση ατόμου με λεπτό χαρακτήρα και ευαισθησία. Νοσταλγούσε τα παλιά, ρομαντικά τραγούδια και τις καντάδες. Πήγαινε συχνά σε ομογενειακές εκδηλώσεις και μιλούσε με άλλους με οικιότητα, σαν να τους γνώριζε προσωπικά, από το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού στην Αστόρια μέχρι και την διοίκηση της Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων Νέας Υόρκης. Μάλιστα, τον Οκτώβρη του 1998, η Ομοσπονδία τον είχε τιμήσει για την προσφορά του στην Πατρίδα το 1940-1941. Έλεγε συγκινημένος ότι η Ελλάδα τίμησε την προσφορά του όχι τότε, αλλά μετά από 58 χρόνια εδώ στην Αμερική…

Τον Μάιο του 1999 έλαβε μέρος σε μια εκδρομή στην Ελλάδα για συνταξιούχους Έλληνες του εξωτερικού, προσφορά του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας. Αυτές οι δυο εβδομάδες ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στη ζωή του, δίνοντάς του την ευκαιρία για πρώτη φορά να επισκεφτεί τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Ελλάδας και να γνωρίσει ομογενείς απ' όλη την Γη. Όταν έφεραν τους περίπου 100 συνταξιδιώτες στην Βουλή των Ελλήνων και έδωσαν το μικρόφωνο στον καθένα για σύντομο μήνυμα, ο κυρ-Παναγιώτης ήταν ο μόνος που σηκώθηκε όρθιος και με τα χέρια ολάνοιχτα, βροντοφώναξε στην Βουλή των Ελλήνων: «Ζήτω η Ελλάδα!!!» Σείστηκε η αίθουσα της Βουλής από τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα από τον απλό κόσμο αλλά και από την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας που ήταν παρούσα.

Αγαπούσε πολύ την εφημερίδα του ελληνισμού της Αμερικής, τον Εθνικό Κήρυκα, τον "φύλακα άγγελο" που γέμιζε με νόημα τις ατέλειωτες ώρες όταν πια βγήκε σε σύνταξη. Κάθε πρωί, επτά μέρες την εβδομάδα, περπατούσε από το μικρό διαμέρισμά του στην 19η οδό και 20η λεωφόρο της Αστόριας προς το ΜακΝτόναλντς του Ντίτμαρς. Αγόραζε τον "Κήρυκα" καθ' οδόν, και καθόταν με ένα καφέ ώρες ολόκληρες ξεκοκαλίζοντας την εφημερίδα. Άλλοι ομογενείς που μαζεύονταν εκεί κάθε μέρα για να μιλήσουν τον προσκαλούσαν στην παρέα τους. Αρνιόταν ευγενικά την πρόσκλησή τους, λέγοντας ότι πρέπει να αφοσιωθεί στα νέα για να μάθει τι γίνεται στην Ελλάδα, στην ομογένεια, στην Αμερική, και σ' όλη τη Γη. Χωρίς υπερβολή, ο ίδιος έλεγε ότι η εφημερίδα του ήταν ο καθρέπτης του στον κόσμο.

Τον Ιανουάριο του 2000, επανήλθε αναπνευστικό πρόβλημα του παρελθόντος, το εμφύσημα, που αιτία είχε 60 χρόνια τσιγάρου. Στις 9 Ιανουαρίου του 2000, τελευταία φορά που είδε την Αστόρια και το σπίτι του, εισήχθη στο νοσοκομείο του Mt. Kisco του Westchester (κοντά στην μικρότερη κόρη του) όπου και παρέμεινε για ένα μήνα. Κατά την παραμονή του, φρόντιζαν οι κόρες του να του πηγαίνουν τον Εθνικό Κήρυκα κάθε μέρα. Έλεγε, χαρακτηριστικά, «Χωρίς φαγητό κάνω. Χωρίς την εφημερίδα μου, όμως, δεν κάνω». Μάλιστα, έδινε από τις εφημερίδες που είχε διαβάσει σε μια άλλη ομογενή ασθενής στον ίδιο όροφο του νοσοκομείου. Η κυρία Μαρία Μάρκου από την Σάμο ήταν ασθενής στην καρδιολογική πτέρυγα, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στην πνευμονολογική πτέρυγα του ίδιου ορόφου. Μάλιστα, μια βραδιά ξύπνησαν τον κυρ-Παναγιώτη ξαφνικά στις τρεις την νύχτα γιατί η κυρία Μαρία είχε πόνους στην καρδιά αλλά δεν μπορούσε να εξηγήσει στους γιατρούς, μιας και δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά. Έφεραν λοιπόν τον κυρ-Παναγιώτη κατεπειγόντως να μεταφράσει με τα σπαστά αγγλικά που ο ίδιος γνώριζε, βοηθώντας τους γιατρούς να επέμβουν αμέσως και να σώσουν την κυρία Μαρία.

Όταν βγήκε από το νοσοκομείο, στις 11 Φεβρουαρίου 2000, αισθανόταν τελείως καλά, όπως και πρώτα. Οι γιατροί του συνέστησαν καθημερινή θεραπεία ακτινοβολίας για ένα μήνα για την θεραπεία μικρού όγκου που διέγνωσαν στον δεξί του πνεύμονα, αποτέλεσμα κι αυτό των 60 χρόνων καπνίσματος που όμως είχε κόψει τα τελευταία χρόνια. Ίσως η καθημερινή αυτή ακτινοβολία πρόσβαλε τα ευαίσθητα πνευμόνια του με το μικρόβιο της πνευμονίας. Εισήχθη στο νοσοκομείο του Hudson Valley στο Westchester της Νέας Υόρκης στις 2 Μαρτίου με οξύτατη μορφή πνευμονίας που οδήγησε στον αναπάντεχο και πρόωρο θάνατό του στις 20 Μαρτίου του 2000.

Γράφουν οι κόρες του: «Είναι ανυπολόγιστο και δυσαναπλήρωτο το κενό που άφησε ο θάνατος του Πατέρα μας, κενό που οι καθημερινές οικογενειακές και επαγγελματικές μας απασχολήσεις δεν είναι ικανές να κλείσουν. Αυτός που κοιτούσε σε μας για να γεμίσει το κενό της μοναξιάς του είναι τώρα η αιτία της δικής μας μοναξιάς. Μας λείπει και θα μας λείπει πολύ, όσο ζούμε. Η ζωή του και ο θάνατός του μας έχουν μαρκάρει πολύ περισσότερο απ' ότι θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε. Ίσως επειδή οφείλουμε σ' αυτόν τεράστιο κομμάτι του χαρακτήρα μας.»

Στην "Ιστορία της Ζωής μου", απομνημονεύματα που έγραψε ο ίδιος κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο τους μήνες Ιανουάριο-Φεβρουάριο 2000, γράφει προς το τέλος τα εξής, ευχή απ' την καρδιά του σε όλους μας:  «Όλους θα τους θυμάμαι, ίσως και στην άλλη μου την ζωή.  Σε όλους εύχομαι να είναι καλά, να μην καπνίζουν, και να ζουν γαλήνια και όμορφη ζωή. Αυτά για σήμερα, και έχει ο Θεός για αύριο. Καλή Νύχτα, Καλό Ξημέρωμα».

Όσοι γνώριζαν τον κυρ-Παναγιώτη νιώθουν οι ίδιοι το μεγάλο κενό που άφησε ο αιφνίδιος θάνατός του.  Ας γίνουν η καλοσύνη, η ανθρωπιά, η αγνότητα της ψυχής του και η μεγαλοσύνη της καρδιάς του φωτινό παράδειγμα για όλους εμάς που άφησε πίσω του.

Αιωνία να είναι η μνήμη του καλού μας Πατέρα.

 

~~~~~~~~

 

Όσοι έχουνε παιδιά,
παιδιά σαν τα δικά μου,
να μην φοβούντε θάνατο,
να μην φοβούντε χάρο.”

Από τα απομνημονεύματα
του Μεταστάντα