58. ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. 2. Υ Π Α Τ Η , 9 Ιουλίου 1888.
Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος
Τι να κάνουμε με αυτή τη ζέστη; Ο Αναστάσης δηλώνει ότι ο Καράς και ο Κίτσος θα πέσουν κάτω στη διαδρομή, και ο Χαράλαμπος συμφωνεί με αυτή την εκτίμηση με ένα νεύμα του κεφαλιού.
Συμφωνούμε και εμείς χωρίς κανένα πρόβλημα να μεταθέσουμε την αναχώρησή μας. Αλλά η αποχαύνωση του απογεύματος μας υποχρεώνει να μείνουμε κλεισμένοι, ξαπλωμένοι πάνω στο αχυρόστρωμα, μέσα στο δωμάτιό μας. Και τι δωμάτιο! Δύο- τρία μέτρα κυβικά ατμόσφαιρας ζεστής και βαριάς, σε ένα κλουβί γεμάτο μύγες, πάνω από ένα στάβλο, απ’ όπου ανεβαίνουν, μέσα από τις χωρισμένες σανίδες, οι θόρυβοι από το χτύπημα των οπλών και οι μυρωδιές από κοπριά.
Ο Χαράλαμπος, καθώς είναι άνθρωπος που δεν υποτάσσεται σε τίποτα, αρνείται να λυγίσει υπό το βάρος των συνθηκών, και καθώς είναι όρθιος, πάντα ζωσμένος και φορώντας τις μπότες του, δεν χάνει τον καιρό του και πηγαίνει στο πιο κοντινό καφενείο για να φέρει στα καταπονημένα αφεντικά του κάτι να πιούν.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση της υπνηλίας γιορτάζουμε και τη γιορτή των Αγίων Αποστόλων. Στο δρόμο επικρατεί σιωπή: η ζέστη παραλύει τις γλώσσες και σταματάει τις κουβέντες. Μόνο το βράδυ, την ώρα που το δειλινό φωτίζει με ζωηρό κόκκινο το βαθύ βιολετί χρώμα του Τυμφρηστού, νιώθεις κάτι σαν απελευθέρωση στην κίνηση των περιπατητών, στο ευχαριστημένο ύφος των ανθρώπων που παίρνουν τον αέρα τους μπροστά στην πόρτα τους.
Μαθαίνουμε, στο χάνι, ότι σήμερα ένας γέρος κι ένα παιδί πέθαναν από τη ζέστη. Εντούτοις, θα αφήσω με λύπη μου την Υπάτη. Παρά την περιπλανώμενη ζωή μου, είμαι ίσως άνθρωπος της μόνιμης εγκατάστασης. Το νιώθω από την ευκολία με την οποία δένομαι με τόπους όπου έμεινα για λίγες μόνο μέρες. Μου αρέσει αυτή η μικρή πόλη, αυτά τα σπίτια που είναι χτισμένα σκαλωτά στην πλαγιά του βουνού, μέσα στις λεύκες και στις συκιές, κάτω από τα βράχια όπου βρίσκονται γατζωμένα τα πεύκα, οι εύζωνοι σφιγμένοι σαν τις σφιγγες, με φούστες που φουσκώνουν και με γάμπες σαν του Λουδοβίκου ΙΕ, κομψές και δυναμικές, είναι τόσο ιδιαίτεροι με την αρχαϊκή φορεσιά τους και τις ξιφολόγχες τους τύπου Σασπό. Θα μου λείψουν οι μακρινές αποδράσεις στην πεδιάδα του Σπερχειού, με τα λιγοστά σκορπισμένα χωριά της.
Τι καλά που θα ήταν αν έρχονταν λίγες σταγόνες βροχής να απαλύνουν αυτή την αφρικανική ζέστη!
Η θερμοκρασία αυτή είναι ακραία ακόμη και στη Ελλάδα. Ο ουρανός έχει μια ασπράδα σαν πυρωμένος φούρνος. Τέσσερις άνθρωποι πέθαναν χθες από τη ζέστη. Το πρωί έθαψαν έναν κακόμοιρο γέρο που πέθανε χθες.
Η πομπή πορευόταν μέσα σε μυρωδιά από λιβάνι, μέσα από τα στενά δρομάκια και ανάμεσα από τους κήπους. Στην κεφαλή της, τα αρτοφόρια, οι χρυσοί σταυροί και όλα τα πολύτιμα μεταλλικά αντικείμενα που αρέσουν στη Βυζαντινή Εκκλησία. Ένας άντρας κρατούσε το μαύρο και στολισμένο με ασημένια δάκρυα καπάκι του φέρετρου. Ακολουθούσαν γυναίκες και παιδιά, κρατώντας στα χέρια τους αυτά τα γλυκά που προσφέρουν ακόμη και αποτελούν μια συγκινητική ανάμνηση μιας αρχαίας πρακτικής προς τιμήν των νεκρών. Έπειτα έρχονται οι ψάλτες, τραγουδώντας μηχανικά πένθιμους ψαλμούς.
Ο δύστυχος νεκρός, που τον κουβαλούν στα χέρια, είναι ξαπλωμένος, ξέσκεπος και ντυμένος κανονικά, μέσα σε ένα μακρύ και στενό κουτί. Έχουν ζωηρέψει με κοκκινάδι τη χλωμάδα στα κλειστά χείλη και τη λευκότητα στα ωχρά του μάγουλα. Του είχαν φορέσει την πιο καινούρια φουστανέλα του, με τις πιο καλοφτιαγμένες πιέτες, καινούρια παπούτσια κι ένα κόκκινο φέσι. Ακίνητος, με αυστηρό ύφος, με εκείνο το αποκαμωμένο πρόσωπο που αποκτούν οι άνθρωποι έπειτα από την ύστατη μάχη, πορευόταν έτσι, ανάμεσα από τα σπίτια τα γνωστά, ακολουθούμενος από φίλους με τους οποίους είχε κουβεντιάσει, από ανθρώπους που γνώριζε το όνομά τους, κάτω από τον αδυσώπητο και ειρωνικό ήλιο που τον είχε σκοτώσει.
ΓΚΑΣΤΟΝ ΝΤΕΣΑΝ , « Η ΕΛΛΑΔΑ του ΧΑΡΊΛΑΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ»
Μετάφραση: Αριστέα Κομνηνέλλη. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2022.
Τα Λουτρά Πλατυστόμου τη δεκαετία του ’30.
Φωτ. Σπύρου Μελετζή. Αρχείο Ν. Δαβανέλλου.