62. ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: ΕΧΙΝΟΣ, 13 Ιουλίου 1880
Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος
Όσο εξοικειωμένος κι αν είναι κανείς με τα λιτά γεύματα των χωρικών, με το ψητό αρνί, αρωματισμένο με μάραθο, με τα ποτηράκια τη ρετσίνα, χαίρεται όταν ξαναβρίσκει, κοντά στη θάλασσα, ό, τι του θυμίζει τον πολιτισμό, ένα άνετο τραπέζι και οικοδεσπότεςπου μιλούν γαλλικά. Αυτή τη χαρά μας την έδωσε ο κύριος Σωτήρης… που μένει στην Αθήνα, ενώ το καλοκαίρι πηγαίνει σε ένα μεγάλο και φωτεινό σπίτι, μέσα στις ελιές και τα πεύκα κοντά στη θάλασσα.
Είχαμε σταθμεύσει σε ένα κακό χάνι, απομονωμένο στην εξοχή, όταν ο κύριος Σ… που για καλή μας τύχη βρέθηκε στο δρόμο μας, θέλησε, κι ας μοιάζαμε με ληστές, με τις σκονισμένες γκέτες μας, να μας πάει στο σπίτι.
Στη μεγάλη σάλα, πάνω από το τζάκι, μια γκραβούρα, κρεμασμένη στον τοίχο, είναι απομίμηση του διάσημου πίνακα του Οράς Βερνέ όπου αναπαριστά τον στρατάρχη Μονσέ και τους τελευταίους υπερασπιστές του Κλισί. Πιο πέρα ο Ναπολέων όρθιος ανάμεσα στους στρατάρχες του, δίπλα στον πάπα στο κεντρικό κλίτος της Παναγίας των Παρισίων, βάζει την αυτοκρατορική κορόνα στο μέτωπο της αυτοκρέτειρας. Ακριβώς δίπλα , στα πορτρέτα του βασιλιά Όθωνα και της βασίλισσας Αμαλίας, και φωτογραφίες της βασιλικής οικογένειας. Η κυρία Σ… μια ψηλή γυναίκα, μελαχρινή και αδύνατη, με την κούραση της ηλικίας, και όχι πολύ καλά στην υγεία της, όπως φαίνεται, μιλάει γαλλικά με μια σπάνια καθαρότητα στην έκφραση και μια σπάνια γνώση των γλωσσικών αποχρώσεων.
Οι τρείς αξιαγάπητες κόρες της πηγαινοέρχονται γύρω της, όλο ζωηράδα, χαρούμενες προφανώς που βλέπουν, μέσα στη μοναξιά τους, καινούρια πρόσωπα. Κάνουν θόρυβο σαν τα πουλιά στο κλουβί, μιλούν γαλλικά και παίζουν όπως όπως σε ένα πιάνο, που μαρτυράει πως οι χορδιστές είναι πολύ μακριά, χορούς του Μετρά και του Στράους. Οι δυο μικρότερες είναι χαριτωμένες και ομορφούλες: δυο συμπαθητικές «αντιγραφές» του νεαρού κοριτσιού που έχουμε δει εκατό φορές και με το οποίο έχουμε στροβολιστεί στα αθηναϊκά σαλόνια, χωρίς να προσέχουμε τα γελαστά του μάτια, τα αστραφτερά του δόντια και τη φλυαρία του σαν εκπαιδευμένος παπαγάλος.
Η μεγαλύτερη είναι παράξενη, περίεργη, φτιαγμένη για να δελεάσει το πινέλο ενός καλλιτέχνη της παρακμής: μαλλιά καστανά, με χρυσοκόκκινες ανταύγειες, μάτια λαμπερά και ανήσυχα, πρόσωπο μακρύ, με πολύ πνεύμα, αρκετό θράσος, με την αδιαφορία κάποιου που χλευάζει συχνά, με τα καπρίτσια γυναίκας κακομαθημένης και την αυθάδεια μικρού παιδιού. Ανάμεσα στις γυναίκες αυτές, ο σύζυγος, με γκρίζα γενειάδα και αδύνατο πρόσωπο, φαίνεται να μην παίζει και σπουδαίο ρόλο. Του αντιμιλούν ευθέως και διορθώνουν τα λόγια του όταν αποφασίζει να πει και εκείνος τη γνώμη του…
Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα περιβάλλον πολύ ιδιαίτερο, εγκάρδιο αλλά καθόλου αφελές, συμπαθητικό αλλά χωρίς καμιά διάθεση να το εκμεταλλεύονται, φιλόξενο αλλά με αποστροφή για το γελοίο, το οποίο επισημαίνει αδυνατώντας να αντισταθεί στη χαρά αυτή.
Έπειτα από ένα χορταστικό γεύμα με πιλάφι και πιτσούνια, απολαμβάνοντας ένα τούρκικο καφέ, πηχτό και κρεμώδη, συζητάμε για τον κόσμο της Αθήνας, τους φημισμένους χορούς, τα κοσμικά νέα και τα πρόσφατα διαζύγια. Καθώς αναφέρουμε ορισμένα ονόματα, βλέπω στις οικοδέσποινές μας να περνούν από τα μάτια τους κοροϊδίες που δεν τις αφήνουν να εκδηλωθούν, ειρωνείες που μένουν μετέωρες, κακίες που φέρνουν ευφορία στον νου αλλά το στόμα συνεχίζει να λέει καλά λόγια, όπως πρέπει.
Ορισμένα επίσημα πρόσωπα της αθηναϊκής διπλωματίας δεν μένουν στο απυρόβλητο. Η υπεροψία τους δεν πείθει και η προστατευτική πανοπλία τους με τις επίσημες εκφράσεις είναι διάτρητη.
Θα έπρεπε να δημιουργηθεί στον Εχίνο μια παροικία ζωγράφων. Κάθε γωνιά του τοπίου είναι ένας όμορφος πίνακας και η ποικιλία του μεγάλη.
Υπάρχει μια χαμηλή βλάστηση μέσα στο δάσος όπου βλέπεις τις σταγόνες του ήλιου να πέφτουν σαν βροχή, αντικρίζεις ψηλόλιγνες λεύκες καθώς ριγούν στη σειρά, μεγάλα πλατάνια, έντονες πρασινάδες που τις φωτίζουν οι ελιές με τη χλωμάδα τους. Τα άφθονα νερά, κυλούν από παντού και γίνονται ρυάκια, ποταμάκια, καταρράκτες.
Έφτασα σε μια πηγή που απλώνεται, κάτω από τα φύλλα, δημιουργώντας διάφανες επιφάνειες, κοντά σε ένα ερειπωμένο ξωκλήσι. Κλαδάκια, πεσμένα στο νερό, μπλέκονται με τα νεροκάρδαμα και τα χρυσαφένια νεκρά φύλλα. Πράσινες αντανακλάσεις τρέχουν πάνω στο κρυστάλλινο νερό.
Πάνω από την καθάρια λιμνούλα, σκύβουν οι αδροί και στριφτοί κορμοί των πλατανιών και απλώνουν σαν αραιοπλεγμένη δαντέλα τα δροσερά φύλλα τους που ταλαντεύονται στις άκρες των κλαδιών σαν μικρές βεντάλιες που τις κουνούν απαλά. Χρειάζεται το πινέλο του ζωγράφου Ντιάζ για να φανεί πως γλιστρούν μέσα από το τρέμουλο των φύλλων και πως τα διαπερνούν αυτές οι ακτίνες σκορπίζοντας φωτεινές σταγόνες στο μαύρο χώμα, στέλνοντας φλόγες εκεί που το βλέμμα έχει διαφυγή προς το κιτρινωπά λιβάδια, στο χρώμα της ώχρας. Λιβελούλες, σε ένα χρυσαφένιο μπλε χρώμα, περνούν ξυστά από το νερό με την άκρη των φτερών που τα απλώνουν, τα χτυπούν και κάθονται πάνω στις πέτρες σε στάσεις αέρινες και κομψές, και πέρα από το δάσος, ακούς τα τζιτζίκια που βουίζουν πάνω στις ξερές πλαγιές, μεθυσμένα από τον ήλιο.
Αφήσαμε πίσω μας τον Εχίνο, την ώρα που η νύχτα πέφτει και ο γεωργός ξεζεύει τα βόδια του. Όλες εκείνες οι δεσποινίδες, πολύ περίεργες, προφανώς, να δουν από κοντά όλα τα χρειώδη δύο Γάλλων ταξιδιωτών, κατέβηκαν, με τα ελαφρά τους φορέματα, και συζητούσαν μαζί μας, καθισμένες σε ένα ξύλινο παγκάκι, μπροστά από το μαγαζί του μπακάλη. Η φανταστική Αμαλία είχε στα μαλλιά της ανταύγειες στο χρώμα του ροδόξυλου που έβγαζαν φλόγες σε κάθε κίνησή της.
Η Ασπασία, παχουλή και αφράτη, με μια επιδερμίδα όλο φρεσκάδα και μάτια καθαρά και χαρούμενα, είχε βάλει, προκειμένου να κρατήσουμε μια χαριτωμένη εικόνα από εκείνη, μια ροζ τουαλέτα, που ήταν σίγουρα η «τελευταία μόδα» του Εχίνου. Η Λενιώ ήρθε προς εμάς καλπάζοντας πάνω σε ένα άλογο υποζύγιο, που το βίτσιζε με μια βέργα λυγαριάς. Το όμορο και ξένοιαστο κορίτσι, με το φαρδύ κορσάζ, έμοιαζε με έναν όμορφο έφηβο της πατρίδας μας, που για να αστειευτεί, φόρεσε κοριτσίστικο φόρεμα.
Shake hand, κατά τον αγγλικό τρόπο και φύγαμε. Το φεγγάρι ανεβαίνει στον καθαρό ουρανό. Ένα μπλε φως, πολύ απαλό, λούζει το περίγραμμα των πραγμάτων, σχηματίζει, ανάμεσα στις συστάδες των ελιών, πάνω στο μονοπάτι, την επιμήκη σιλουέτα των αλόγων μας, κάνει τη θάλασσα να λάμπει σαν πλάκα από ασήμι, πέρα μακριά, μπροστά από τον μεγάλο όγκο της Εύβοιας.
ΓΚΑΣΤΟΝ ΝΤΕΣΑΝ, «Η Ελλάδα του Χαρίλαου Τρικούπη» Μεταίxμιο 2022.
Σημ: Ο στρατάρχης Μονσέ υπερασπίστηκε το Παρίσι στην πύλη Κλισί, από την οποία προσπαθούσε να εισβάλει ο ρωσικός στρατός κατά την πολιορκία της πόλης το 1814, όταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν συμμαχήσει εναντίον του Ναπολέοντα. Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε το 1820 και φυλάσσεται στο Λούβρο.
Εχίνος είναι σημερινός Αχινός.
Η ζωή της ελληνίδας στα τέλη του 19ου αιώνα.
Φωτογραφία : Boissonnas.