Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Λόρδος Βύρων

Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος

 

 

Με την συμπλήρωση φέτος, 200 χρόνων από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα και με αφορμή την επέτειο γέννησης (22 Ιανουαρίου 1788) του ποιητή και φιλέλληνα, η εφημερίδα μας με τη βοήθεια του συμπολίτη μας Νίκου Δαβανέλλου δημοσιεύει εκτενές απόσπασμα για την πραγματική ζωή του.
Από τα “Φθιωτικά Χρονικά” του 2020.

«Αν τα παραληλυθότα μνημονεύεις
άμεινον περί των μελλόντων βουλεύει»
Ισοκράτης

Το 2021 συμπληρώνονται 200 χρόνια ανεξαρτησίας, ύστερα από εκείνη τη μακρόχρονη τετρακοσίων χρόνων σκλαβιά. Το 1821, έτος της Εθνικής και Κοινωνικής Επανάστασης των Ελλήνων, της οποίας οι ρίζες βρίσκονται στο μακρινό έτος του 1792, εκεί με τα Ορλοφικά, τις υποσχέσεις της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας, αλλά και στις αθετήσεις και την εγκατάλειψη.

Το 2024 συμπληρώνονται 200 χρόνια επίσης, από το θάνατο στο Μεσολόγγι του Λόρδου Βύρωνα. Μιας μυστηριακής και αμφίσημης προσωπικότητας.

Με αφορμή, λοιπόν, των σπουδαίων τούτων χρονικών γεγονότων, αλλά και με νέα στοιχεία, μαρτυρίες και πειστήρια που έχουν έρθει στο φως κάτω από σχολαστικές έρευνες, βιβλίων, αλλά και της μεγάλης χρονικής απόστασης, ώστε να μπορούμε να εντρυφήσουμε πιο ψύχραιμα, χωρίς συναισθηματισμούς, επιρροές και προκαταλήψεις, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο ενός των κυριοτέρων εκπροσώπων του ρομαντισμού και παράλληλα φλογερού φιλέλληνα, του Τζώρτζ Γκόρντον Μόελ Μπάυρον, γνωστού μας ως Λόρδος Βύρων.

Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου του 1788, στην περίοδο της Βικτωριανής Αγγλίας, της εποχής του πουριτανισμού, εποχής που το ρομαντικό πάθος, η κοινωνική αντισυμβατικότητα, τα ερωτικά σκάνδαλα και η κατ’ επίφαση ηθική δεν είχαν καμία θέση. Εποχής της Βιομηχανικής Επανάστασης και του Ρομαντισμού. «Ο Ρομαντισμός προκάλεσε μια γιγάντια, μια ριζική μεταβολή στο φαντασιακό μιας ολόκληρης εποχής-μεταβολή πολιτισμική, ψυχολογική και τελικά πολιτική… το  ξέσπασμα στην Αγγλία με τους Μπάυρον, Σέλλεΰ Κιτς συμπυκνώνουν σε ένα την τριάδα: Ρομαντισμός, Φιλελληνισμός, Φιλελευθερισμός. Η Ελλάδα δεν είναι μια περιοχή στο χάρτη, αλλά η μυθολογία ολόκληρης ρομαντικής εποχής…πρώτη φορά: «είμαστε όλοι Έλληνες» (Μίμης Ανδρουλάκης)

Ο Λόρδος Βύρων ήταν προϊόν νορμανδικής οικογένειας, τους Buron. Ήρθαν στη Βρετανία ευνοημένοι από τον Ερρίκο τον Ε΄. Το οικόσημο της δυναστείας τους έγραφε: «Εμπιστέψου τους Μπάυρον», κάτι που μόνο για εμπιστοσύνη δεν είσαν οι Μπάυρον. Γόνος μιας προνομιούχας τάξης, κακομαθημένης αριστοκρατίας, διεφθαρμένης και γεμάτης πάθη οικογένειας. «Έζησε μια ζωή πολύ πιο σημαντική, έκλυτη και ενδιαφέρουσα από τα έργα του» (Αντερμάουερ, Αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος). «Η ζωή του ήταν πράγματι θρυλική και η πιο θρυλική η έσχατη φάση της ζωής του στο Μεσολόγγι. Ήταν ένα μυστήριο μέσα σ΄ ένα σάβανο, με κορώνα του ένα φωτοστέφανο» (JohnGalt 1779-1839). «Χωρίς το Μεσολόγγι θα ήταν ένας καλός ποιητής της εποχής του. Με το Μεσολόγγι ανέβηκε σ΄ όλους τους χώρους». (Ακακία Κορδόση, Μεσολογγίτισσα συγγραφέας).

Όσο και αρνηθούμε, οι πρόγονοί μας υπάρχουν μέσα μας. Βαρύ ρόλο παίζει η κληρονομικότητα. Ο Αισχύλος εκτιμούσε μέχρι τρεις γενιές τη διαγεναεκή κληρονομιά «ως την τρίτη γενιά το πολύ εκείνο κρίμα βαστάει, όχι ως Εβδόμης Γενεάς που προσδιορίζει η ιουδαϊκή χριστιανική παράδοση..»(Μίμης Ανδρουλάκης).

Από τον πρώτο σερ Τζων Μπάυρον μέχρι τον άλλο Τζων, τον πατέρα του Λόρδου Βύρωνα, όλοι τους περνούσαν τη ζωή τους σπαταλώντας άσωτα την περιουσία που απέκτησε ο πρώτος χάρη στο βασιλιά της Αγγλίας. Αμοιβή για τον Τζων Μπάυρον που είχε διακριθεί στις σταυροφορίες τον 16ο αιώνα, ένα παλιό γοτθικό μοναστήρι, ένα μεγάλο πυκνό δάσος έζωνε αυτό το αββαείο, το ονομαζόμενο Νιουστέντ. Εκεί μέσα στα σκοτεινά, ανήλιαγα, καταθλιπτικά δωμάτια, σύμφωνα με μια φήμη, δεχόταν κατά καιρούς την επίσκεψη του φαντάσματος ενός καλόγερου. Εδώ έζησαν οι Μπάυρον.

Ο 5ος κατά σειρά Λόρδος Μπάυρον, είχε δικαστεί για φόνο απ΄ τους ευπατρίδες συναδέλφους του, γιατί είχε σκοτώσει έναν ξάδερφο και από μίσος για τους κληρονόμους κατακρεούργησε το περίφημο δάσος και έκαψε 2.700 ζαρκάδια.

Ο νεότερος αδερφός του, παππούς του ποιητή μας, είχε δυο γιους. Ο πρώτος ήταν ο πατέρας του Μπάυρον, ο Τζων Μπάυρον. Είχε σπουδάσει στη Γαλλική Στρατιωτική Σχολή, αξιωματικός φρουράς, αλλά άνθρωπος χωρίς καμία λογική. Έπινε, χαρτόπαιζε, ήταν σπάταλος, άσωτος και γεμάτος ερωτικά πάθη. Παντρεύτηκε σε ηλικία 20 ετών μια όμορφη μαρκησία, αφού πρώτα τη χώρισε από τον άνδρα της, η οποία πέθανε ύστερα από τη γέννηση της Αυγούστας Άντας. Λίγους μήνες αργότερα παντρεύτηκε την Κάθριν Γκόρντον, πλούσια Σκωτσέζα, της οποίας την περιουσία σπατάλησε γρήγορα.

Η Κάθριν Γκόρντον, μητέρα του ποιητή, ήταν από βασιλική γενιά, απόγονος των Στούαρτ. Οι Γκόρντον ήταν άγριοι, απότομοι, βίαιοι και ο τρόμος της περιοχής. Ο Ουΐλλιαμ Γκόρντον αυτοκτόνησε πηδώντας στο ποτάμι, ένας Αλεξάντε Γκόρντον δολοφονήθηκε, ένας Τζων Γκόρντον κρεμάστηκε και ο παππούς και πατέρας της Κάθριν αυτοκτόνησε. Ύστερα από το δεύτερο γάμο του ο πατέρας του θα δραπετεύσει στο Παρίσι, αφού πρώτα άρπαξε όλη την περιουσία και την οποία «έφαγε» με τις πόρνες, τις γυναίκες του δρόμου. Πέθανε σε ελεεινή κατάσταση. Γυμνός και νεκρός σ΄ ένα παγκάκι, αφού πρώτα φυλακίστηκε για χρέη. «Αποδήμησε από την οικογένεια όταν ο γιος του ήταν τριών ετών» (ΣώτηΤριαναταφύλλου)

Το παιδί γεννήθηκε με ένα αγγελικό πρόσωπο, αλλά με ένα ελαττωματικό πόδι. «Κούτσαβλε», θα τον φωνάζει η νευρασθενική και μεθυσμένη μάνα του, καθώς η παραμάνα του Μέιγκρει, μια κομπογιανίτισσα που προσπαθούσε να του σιάξει τα πόδια με σιδερένια μηχανήματα «το πρόβλημα ήταν πως οι τένοντες του αστραγάλου είχαν παραλύσει και ο αστράγαλος συστρεφόταν» (Διαμαντής Α. Σεϊταρίδης). Χρειαζόταν ειδικά παπούτσια.

Τα παιδικά του χρόνια θα τα περάσει στο Άμπερντιν της Σκωτίας μαζί με τη μητέρα του, την οποία θα μισήσει τόσο θανάσιμα ώστε και στην εξόδιο της - τον Αύγουστο του 1811και αφού μόλις είχε επιστρέψει από το πρώτο του ταξίδι - θα την παρακολουθήσει από το παράθυρο. Αργότερα, θα γράψει στην ετεροθαλή του αδερφή, την Αυγούστα: «Την κυρία Μπάυρον, την έχω ξεφορτωθεί και ποτέ δε θα ξαναβρεθώ κάτω απ΄ το ζυγό της, μα και ούτε θα αναπνεύσω με άνεση κάτω απ΄την ίδια στέγη» (David Crane).

Φτωχός και ανάπηρος - με έναν πατέρα που τον έχει δει μία ή δύο φορές, όσες έχει έρθει για καβγάδες και για χρήματα, με μια μητέρα έξαλλη από θυμό, με μια γκουβερνάντα που θα του «διδάξει» τα πρώτα ερωτικά χάδια, θα δεχθεί έναν ουρανοκατέβατο τίτλο, εκείνον του λόρδου. Στην ηλικία των δέκα, ο Κακός Λόρδος Τζωρτζ Γκόρντον, του χάρισε τον τίτλο του 6ου Λόρδου, μιας και δεν υπήρχαν άλλοι κληρονόμοι. Θα του αφήσει επίσης και ό,τι έχει απομείνει από τα κτήματα του Νιούστεντ.

Μ΄ αυτή τη μικρή περιουσία και με τον βαρύ τίτλο του λόρδου θα εγγραφεί στο Χάροου το 1801 από το οποίο θα αποφοιτήσει στην ηλικία των 17 χωρίς να διακριθεί σε τίποτα εκτός από τη ρητορική και το κολύμπι. Το ψυχικό τραύμα της αναπηρίας, κυρίως στα παιδικά χρόνια, άφησε ίχνη ανεξίτηλα στον χαρακτήρα του. Απ΄την άλλη, όμως το κολύμπι και το αγγελικό του πρόσωπο γοήτευαν τις γυναίκες. Στην ηλικία των οχτώ ή των εννιά θα κυριευθεί από πάθος «ανώμαλα ισχυρό για αγόρι της ηλικίας του» (Derek Parker) για μια εξαδέλφη του, τη Μαίρη Νταφ. Στα δώδεκα θα ερωτευθεί τη Margaret Parker. Υπέφερε από ναρκισσισμό, αχόρταγη ανάγκη ν΄ αγαπιέται. Δε θα μπορούσε να ξεχάσει τις ομοφυλικές, ερωτικές σχέσεις με τον καθηγητή του Ερρίκο Ντρούρυ. Για τη Margaret Parker θα γράψει: «μια απ΄ τις ωραιότερες και πιο χαριτωμένες υπάρξεις, που η ουσία τους μοιάζει φευγαλέα…πρόσωπο ελληνικού αγάλματος…διάφανη ομορφιά... η γλυκύτητα του χαρακτήρα... το πάθος μου είχε τα συνηθισμένα αποτελέσματα...» (Αντρέ Μωρουά, 1885-1967).

Λίγο προτού φύγει από το Χάροου θα έχει γράψει μία συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο, «Ώρες Σχόλης», θα κυκλοφορήσει το 1807. Τον Οκτώβριο του 1805 θα γραφτεί στο Τρίνιτυ Κόλλετζ στο Καίμπριτζ. Για πρώτη φορά στη ζωή του βρισκόταν πλούσιος. Του είχε παραχωρηθεί η δυνατότητα να εισπράττει από τα εισοδήματά του το ποσό των πεντακοσίων λιρών. Θα αποκτήσει άλογο, υπηρέτη, διαμέρισμα επιπλωμένο με το δικό του γούστο. Εδώ άρχισε να υφαίνει το μύθο του: ένας δάνδης που πίνει σόδα και σκουλίκια στο στομάχι για να αδυνατίσει. Μεταμορφώθηκε σε ακόρεστο εραστή. Οι ερωτικές αχαλίνωτες περιπέτειες, τα σκάνδαλα βοήθησαν να χτιστεί ο μύθος του. Η σχέση στοργής με τον Έντλεσον, νεαρό αγόρι, μέλος της χορωδίας, ο έντονος και μακροχρόνιος έρωτας με τη λαίδη Καρολάιν Παμ, τον βοήθησαν να εισβάλει στους κύκλους της αριστοκρατίας. Σπάταλος, απερίσκεπτος, υποκριτής, βάναυσος, άκαματος δημιουργός ενός ψεύτικου πορτραίτου. Το έτος 1805 θα γιορτάσει την ενηλικίωσή του στο Νιούστεντ. Την ίδια χρονιά θα παρακαθίσει στη Βουλή των Λόρδων. Την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1809, ο Μπάυρον μαζί με τον «δια βίου κολλητό του», Τζων Καμ Χάμπχαουζ, τον αντικομφορμιστή φιλελεύθερο, γιο μεγαλέμπορου, τον καλύτερο «ψυχολόγο» του ποιητή, εξοικειωμένο με τα αλληλοσυγκρουόμενα βυρωνικά προσωπεία, μ΄ αυτόν θα συνταξιδέψει για πρώτη φορά και θα φτάσουν στην Ελλάδα και είναι εκείνος που θα τον εμπλέξει αργότερα στη μοιραία ελληνική αποστολή - εκπρόσωπο του Φιλελληνικού Κομιτάτου της Αγγλίας και διαχειριστή του πρώτου δανείου (Μίμης Ανδρουλάκης).

Θα διασχίσουν την Πορτογαλία, Ισπανία με άλογα, θα περάσουν τη Μάλτα και θα καταλήξουν στη Φλωρεντία. Θα έρθουν στη Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, θα επισκεφτούν την Πάτρα, από εκεί την Πρέβεζα, το Τεπελένι, θα φιλοξενηθούν από τον Αλή Πασά (1744-1820), θα έρθουν στο Μεσολόγγι, στην όχθη μιας αχανούς λιμνοθάλασσας. Βρισκόταν στην Ελλάδα. Ταξίδι μετά από πολλές περιπέτειες, καπρίτσια, εξάρσεις, έρωτες ομοφυλικούς και ετεροφυλικούς. Θα συνεχίσουν με κατεύθυνση τον Παρνασσό, θα «πλαγιάσουν» δίπλα στο άντρο της Πυθίας, στους Δελφούς θα χαράξουν τα ονόματά τους. Τελικά, ανήμερα τα Χριστούγεννα θα φτάσουν στην Αθήνα: ένα μεγάλο λασποχώρι. Τουρκική φρουρά στην Ακρόπολη, αγάδες καθισμένους σταυροπόδι με τους ναργιλέδες. Έγιναν καλοδεχούμενοι από τον Οθωμανό διοικητή. Ένοιωσαν αγανάκτηση και πίκρα στην πατρίδα του Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή.

Στο χειρόγραφο του ποιήματος Τσάιλντ Χάρολντ θα το γεμίσει με προτροπές για εξέγερση:
«Όμορφη Ελλάδα! Λείψανο θλιβερό ενός χαμένου μεγαλείου!
Αθάνατη,κι ας μην υπάρχεις πια, κι ας έπεσες,
Πατρίδα των μεγάλων,
ποιος θα οδηγήσει τα σκορπισμένα σου παιδιά;
ποιος θα σε λευτερώσει από μια σκλαβιά
που τόσο συνήθισες;
Ήταν αλλιώτικα τα παιδιά σου που κάποτε
πολέμησες χωρίς ελπίδα που αποδέχονταν τη μοίρα τους
περίμεναν στο νεκρικό στενό των Θερμοπυλών,
γεμάτα απελπισία.
Ω!ποιος θα ξαναβρεί το ηρωικό εκείνο πνεύμα;
Ποιος θα πηδήξει απ΄τις όχθες του Ευρώτα να σε ξυπνήσει
μες στο μνήμα σου;…»

Στην Αθήνα θα μείνουν δέκα εβδομάδες. Ο Μπάυρον θα νοικιάσει δωμάτιο στο σπίτι της χήρας του άλλοτε πρόξενου Προκόπη Μακρή (1764-1799), όπου θα τα καταφέρει να ερωτοτροπήσει με τις τρεις ανήλικες αδελφές: την Τερέζα, Μαριάννα και Κατίγκω. Τρεις θεότητες και όλες μικρότερες των 15 χρονών. Η Τερέζα θα μείνει στην ιστορία ως η «Κόρη των Αθηνών».

Ο ΟυγκόΦωβέλ, πρόξενος της Γαλλίας, θα συνοδεύσει τον Μπάυρον και τον Χόμπχαουζ σ΄ ολόκληρη την Αττική. Είδε με οργή τους απεσταλμένους του Έλγιν να φθείρουν και να αφαιρούν τις μετόπες του Παρθενώνα. Το ποίημα του «Η Κατάρα της Αθήνας» είναι δριμύτατη επίθεση κατά του Έλγιν.

Φεύγοντας από την Αγγλία, άφησε χρέη περισσότερα από δώδεκα χιλιάδες λίρες, στη διάρκεια του ταξιδιού του δε λαμβάνει χρήματα από την ιδιοκτησία του η οποία απειλούταν από τους δανειστές και δικαστικούς κλητήρες. Έπρεπε εσπευσμένα να επιστρέψει. Από τη Μάλτα το ταξίδι διήρκησε τριάντα τέσσερις ημέρες. Θα φτάσει στην Αγγλία στις 17 Ιουλίου του 1811.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1812, η μεγάλη ανάπτυξη της Βιομηχανικής Επανάστασης θα προξενήσει τραγικές συνθήκες διαβίωσης. Ο Μπάυρον θα πάρει το λόγο στη Βουλή των Λόρδων, θα ταχθεί και θα πολεμήσει ενάντια στο νομοσχέδιο της καταστροφής της κοινωνίας. Δημοσιεύονται οι δύο πρώτες ωδές του Τσάιλντ Χάρολντ. Η ζωή του μεταμορφώνεται ξαφνικά: «Ξυπνώντας κάποιο πρωί βρέθηκα διάσημος». Το ίδιο έτος ζητάει το χέρι της δεσποινίδας Μίλμπανκ. Αρνείται. Σις 28 Ιουνίου 1813 δημοσιεύει το «Γκιαούρ» και το Δεκέμβριο ακολουθεί η «Νύφη της Αβύδου», αφιερωμένο στην Αυγούστα, την ετεροθαλή αδερφή του με την οποία θα συνάψει «σχέσεις μακροχρόνιες και ακατανίκητες, η μοναδική που δεν μπόρεσε να την κάνει δική του» (Τζων Μάρρευ 1778-1843). Ο ίδιος το 1819 θα γράψει ότι δεν έχει μετανιώσει για τίποτα εκτός από εκείνο τον καταραμμένο γάμο, «τι ηλίθια που φέρθηκα! Θα μπορούσαμε να ζήσουμε οι δυο μας, ανύπαντροι. Δε θα βρω καμιά σαν εσένα, ούτε και συ σαν και εμένα... είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο». Την ίδια χρονιά θα γράψει τον «Κουρσάρο». Στις 2 Ιανουαρίου του 1815 παντρεύεται τη Λαίδη Μίλμπανκ, όχι από έρωτα, αλλά για την περιουσία της και τα χρήματά της.

Ένας γάμος γεμάτος αμφιβολίες, σκοτεινές σκέψεις, πικρές συγκρούσεις. Στη διάρκεια του ταξιδίου του μέλιτος, θα αλληλογραφεί με την αδελφή του. Θα περιπλανιέται άσκοπα, μόνος του. Στις ιδιωτικές του στιγμές συμπεριφερόταν βάναυσα, σκληρά, ειρηνικά, σαδιστικά, έφτανε στα όρια της παραφροσύνης, της τρέλας (Σώτη Τριανταφύλλου). Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς θα γεννηθεί η κόρη τους. Ύστερα από σκληρή διαμάχη θα της δοθεί το όνομα της αδερφής του: Αυγούστα- Άντα Μπάυρον. Τούτο το γεγονός, οι ασταμάτητοι έρωτες και η αιμομιξία με την αδερφή του, θα προξενήσουν εκρήξεις και θα οδηγήσουν στη διάλυση του γάμου. Η Λαίδη Μίλμπανκ συμβουλεύεται γιατρούς, διάγνωση: «αυτοκτονικές τάσεις, κατάθλιψη, μισάνθρωπος». Χωρίζουν με κοινή συναίνεση. Την ίδια ημέρα γράφει το ποίημα «Έχε γεια».

Στις 25 Μαΐου του 1816 θα φτάσει με τον Χόμπχαουζ στη Γενεύη, όπου θα συναντήσει, ένα άλλο «εξόριστο», όπως και ο ίδιος, τον ποιητή Πέρσυ Μπάισι Σέλλευ, έναν απελπισμένο άθεο, ίδιος και απαράλλαχτος με τον Μπάυρον στα βίτσια, στις καταστροφικές απολαύσεις, στις περιπέτειες, καβγάδες, συμφιλιώσεις και έρωτες. Μαζί με τον Σέλλευ είναι και η κατοπινή συγγραφέας του «Φρανκεστάιν», Μαίρη Γκόντγουιν, την οποία θα παντρευτεί ο Σέλλευ, αλλά και η ετεροθαλής αδελφή του, Κλαίρη Κλαίρμοντ, με την οποία ο Μπαύρον θα αποκτήσει ένα νόθο κορίτσι, την Αλέγκρα (1817-1822), το οποίο θα πεθάνει εγκαταλελειμμένο σ΄ ένα μοναστήρι. Βρίσκεται εντελώς χωρίς χρήμα-κυνηγημένος από τους πιστωτές του και αναγκάζεται να πωλήσει το Αββαείο του Νιούστεντ για ελάχιστα χρήματα, προτού βγει σε πλειστηριασμό. Τελειώνει το «Μάνφρεντ». Ταξιδεύει στη Ρώμη και από εκεί στη Βενετία. Ολοκληρώνει τον «Δον Ζουάν» και την τέταρτη ωδή του Τσάιλντ Χάρολντ. Στη Ραβέννα του 1819 θα συναντήσει το μεγάλο έρωτα της ζωής, την Τερέζα Γκουϊτσιόλι, το γένος Γκάμπα. Θα γράψει: «Να μοιχεύσεις. Να επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου. Εδώ κρίνεται ο χαρακτήρας ενός ατόμου, άντρα ή γυναίκας, όχι από τη συμπεριφορά του προς το νόμιμο σύζυγο, αλλά προς τον εραστή ή την ερωμένη του. Ιπποτικός καβαλιέρος έπρεπε να συμπεριφέρεται προς το σύζυγο με μεγάλο σεβασμό. Αν χήρευε η γυναίκα, κατέληγε σε γάμο με τον εραστή. Ο σύζυγος έπαιζε τον ρόλο του διακοσμητικού στοιχείου».

Εκείνη τη χρονιά, το 1820, η Ευρώπη είναι κλονισμένη από τα πλήγματα της Ιερής Συμμαχίας. Στη Ραβέννα κυριαρχούν τα συνθήματα, «Ζήτω η Δημοκρατία, θάνατος στον Πάπα». Ο Μπάυρον ζει με την Τερέζα στην οικία του Κόμη Γκουϊτσιόλι. Αγοράζει όπλα, πολεμικό υλικό. Γεμίζει το σπίτι από συνωμότες και προκηρύξεις. Ο Μπάυρον βρίσκει διέξοδο στην πλήξη, στα χρέη και στην αλόγιστη ζωή του. Πρωτοστατεί στη δημιουργία των Καρμπονάρων. Συλλαμβάνεται ο Κόμης και δικάζεται ως ηλίθιος κερατάς από το εκκλησιαστικό δικαστήριο. Τη σύλληψη την προκάλεσαν οι γονείς της Τερέζας, οι Γκάμπα. Ο Πάπας αποφάνθηκε υπέρ του χωρισμού. Πεθαίνει ο κόμης, η χήρα δεν μπορεί να ξαναπαντρευτεί. Θα γνωρίσει τον Κόμη Πιέτρο Γκάμπα, τον αδερφό της Τερέζας, ο οποίος αργότερα θα τον συνοδέψει στο Μεσολόγγι. Το σχέδιο των Καρμπονάρων για μια ελεύθερη Ιταλία θα αποτύχει.

Στα μέσα του Ιανουαρίου του 1821, ένας περίεργος άνθρωπος θα προσχωρήσει στην Αγγλική συντροφιά της Πίζας. Λεγόταν Τρελώνυ (1792-1881), ο κατοπινός γαμπρός του Οδυσσέα Ανδρούτσου, από τη θετή δεκατριάχρονη Ταρσίτσα. «Είναι αδύνατο ό,τι κι αν πιστεύουμε για τον περιπετειώδη χαρακτήρα του, να μη θαυμάσουμε τη στωικότητα, το κουράγιο, την αντοχή και το βυρωνικό πάθος αυτού του ανθρώπου, που οι Βρετανοί και οι Έλληνες ιστορικοί ξεμπέρδεψαν εύκολα μαζί του με μια μόνο λέξη: Τυχοδιώκτης» (Μίμης Ανδρουλάκης). Ήταν ναυτικός, λιποτάκτης, πειρατής. Θα τον σκιαγραφήσει ο Μπάυρον στον «Κουρσάρο». Σύντομα στη συντροφιά θα βρεθεί και ο Πρίγκιπας Μαυροκορδάτος, καθηγητής των Ελληνικών της Μέρη Σύλλεϋ. Τον Μάρτιο του 1822, θα πληροφορηθεί για τον ξεσηκωμό στην Ελλάδα, ο οποίος έδειχνε να έχει επιτυχία, έφυγε για να τεθεί επικεφαλής των επαναστατών. Ο Μπάυρον τον ζήλεψε. Στις 8 Ιουλίου θα πνιγεί ο Σέλλευ και η καύση του θα γίνει από τον Μπάυρον και τον Τρελώνυ. Το ίδιο έτος, 1822, ο Μπάυρον εγκαθίσταται στη Γένοβα. Γράφει τη δέκατη ωδή του «Δον Ζουάν». Παρακολουθεί με μελαγχολικό και όχι αδιάλειπτο ενδιαφέρον τις εξελίξεις της ελληνικής εξέγερσης. Στην Πίζα, όταν ο Μαυροκορδάτος έφυγε για να ενωθεί με τους επαναστάτες, είχε πει πως θα του άρεσε να τον ακολουθήσει. Το επανέλαβε στον Πιέτρο Γκάμα. Δεν τον πίστευαν γιατί όλο και άλλαζε σχέδια. Για να εξεγερθείς πρέπει να το πιστέψεις. Οι Έλληνες, οι Ιταλοί και οι Πολωνοί έμαθαν τις λέξεις: Ελευθερία, το δικαίωμα των λαών, μόνο μέσα από τη Γαλλική Επανάσταση. Μετέφρασαν τη Μασσαλιώτιδα. Μέσα από τις ωδές του Τσάιλντ Χάρολντ, ο Μπάυρον έκανε την Ευρώπη να ενδιαφερθεί για τις τύχες τους. Η Αγγλία και η Αυστρία επιθυμούσαν την Οθωμανική ακεραιότητα. Η Γαλλία κάτω από την κηδεμονία της Ιερής Συμμαχίας δεν μπορούσε παρά να προμηθεύσει μεμονωμένους εθελοντές. Οι Έλληνες έπρεπε να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις. Ο Μπάυρον «ένιωθε για την Ελλάδα τηνπίκρα που νιώθουν οι εραστές πάνω από τις στάχτες εκείνων που αγάπησαν» θα πει ο Χάλοντ Νίκολσον (1886-1968).

Ο Μπάυρον έλαβε μια επιστολή από τον Έντουαρντ Μπλακιέρ, ο οποίος βρισκόταν στο δρόμο του για την Ελλάδα με το Λαυριώτη. Του πρότεινε να τον επισκεφτεί στη Γένοβα για να του εξηγήσει τους στόχους της Ελληνικής Επιτροπής στο Λονδίνο, καθώς και την οικονομική κατάσταση. Η εν λόγω Επιτροπή αργούσε θα συναινούσε να του δοθεί η αντιπροσώπευση της Ελλάδας. Στο τέλος Μαΐου έφθασε το ευχαριστήριο ψήφισμα της Επιτροπής. Στις 12 Μαΐου 1823, ο Μπάυρον θα απαντήσει: «…το μόνο εμπόδιο σε αυτό το σχέδιο είναι οικονομικής φύσεως, θα προσπαθήσω να το ξεπεράσω, εκείνο που χρειάζονται πρωτίστως οι Έλληνες είναι ένας όρχος πεδινός πυροβολικού, αρκετά ελαφρύς και κατάλληλος για να δρα στα βουνά, δεύτερον, πυρίτιδα και τρίτον νοσοκομειακό και φαρμακευτικό υλικό…να αποσταλούν στην Ύδρα στον Υπουργό κ. Νέγρη…θα αφιερώσω όσους πόρους διαθέτω για την προώθηση του μεγάλου σκοπού». Όμως η επιτροπή δεν πείστηκε.

Στις αρχές Ιουλίου του 1823, ο κύβος ερρίφθη και στις 13 Ιουλίου του ίδιου μήνα επιβιβάσθηκε στο «Hercules». Τα μέλη της συντροφιάς ήσαν ο Πιέτρο Γκάμπα, ο Μ. Σκυλίτσης, Έλληνας συγγενής του Αλ. Μαυροκορδάτου, ο Φλέτσερ, ο υπηρέτης του, ο Τίτο Φαλτσιέρε, ο επιστάτης του, ο Λίγκα Ζαμπέλι, νέγρος υπηρέτης του Τρελώνυ, πέντε άλογα, το μπουλντόγκ «Μορέτο», ένα ακόμα σκύλο, δέκα χιλιάδες ισπανικά δολάρια μετρητά και συναλλαγματικές που ξεπερνούσαν τις σαράντα χιλιάδες λίρες. Ιατρικά εφόδια αρκετά να καλύψουν τις ανάγκες ενός συντάγματος. Επίσης ο Φραντσέσκο Μπρούνο, ο προσωπικός του γιατρός, «ένας αμούστακος φοιτητής». Ο Κων. Μαυροκορδάτος, αδελφός του Αλέξανδρου, του πρότεινε να εγκατασταθεί στο Μεσολόγγι, στην Αιτωλία.. «σημείο που απειλείται περισσότερο από τον εχθρό, αλλά έχει και μεγαλύτερη, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, ανάγκη».

Τελικά, στις 5 Ιανουαρίου, στις 11.00 το πρωί του 1824, ο Μπάυρον θα αποβιβασθεί στο Μεσολόγγι. Θα κατοικήσει στο σπίτι του Καψάλη. Θα προσλάβει καμαριέρη το νεαρό Λουκά Χαλανδριτσάνο, με τον οποίο θα συνάψει ερωτικές σχέσεις τόσο έντονες όσο και κείνες των προηγούμενων ετών στο Χάροου, Τρίνιτυ, Βενετία και αλλαχού. Θα αναλάβει τη συντήρηση της φρουράς των Σουλιωτών. Βρέθηκε μέσα σε τραγικές συνθήκες. Ο Μαυροκορδάτος, ο Κολοκοτρώνης, ο Μαυρομιχάλης,ο Πετρόμπεης και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο κάθε ένας ήθελε να γίνει ηγήτορας των άλλων. Ο Κολοκοτρώνης με τον Πετρόμπεη  κατέφυγαν στην Τριπολιτσά, όπου και πολιορκήθηκαν από το Συνταγματικό Κόμμα. Ο Ανδρούτσος με τη νέα συγγένεια με τον Τρελώνη, δεσμός σκοπιμότητας, είχε στόχο με τη βοήθεια του γαμπρού του, όντας φίλος του Μπάυρον, να «αρπάξει το παραδάκι». Ήρθε στην Ελλάδα να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Επιθυμία του ήταν να επιλεγεί ο συνταγματάρχης Μάπιερ και όχι ο συνταγματάρχης Στάνχοουπ, τον οποίο έστειλαν οι άνθρωποι του Λονδίνου, προβλέποντας σε δικά τους μελλοντικά σχέδια. Ο Μάπιερ τον βοήθησε να διαλέξει μεταξύ των κομμάτων τον Μαυροκορδάτο. Ο Μπάυρον πίστευε σε τούτον, γι΄ αυτό τον κάλεσε να έρθει από την Ύδρα. Ζήτησε από τον Μπάυρον να του δώσει τέσσερες χιλιάδες λίρες στερλίνες για να πληρώσει τα πληρώματα. Ποσό υπέρογκο. Ο Μπάυρον το έδωσε και θα διευθετούσαν την υπόθεση μόλις θα ερχόταν το δάνειο το οποίο διαπραγματευόταν στο Λονδίνο. Του άρεσε η ιδέα  ότι αυτός, ένας απλός πολίτης, ο Μαυροκορδάτος, συντηρούσε ένα στόλο και ένα στράτευμα. Οι Σουλιώτες του Μεσολογγίου τού ζητούσαν να τους προσλάβει στην υπηρεσία του και να γίνει αρχηγός τους. Η πρόταση τον δελέαζε. Ίσως με τέτοιους άντρες θα μπορούσε να γίνει προστάτης των αδικημένων του κόσμου.

Στο τέλος του χρόνου, ο ελληνικός στόλος αρματώθηκε χάρη στην οικονομική στήριξη του Μπάυρον και ο Μαυροκορδάτος και ύστερα ο Στάνχοουπ μπόρεσαν να μπουν στο αποκλεισμένο Μεσολόγγι. Η συνδιάσκεψη που θα γινόταν στα Σάλωνα για να χτυπήσουν στη Ναύπακτο ή στην Πάτρα, σύσκεψη που δυστυχώς  ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε γιατί ο καθένας δημιουργούσε προσκόμματα αναβολής. Ο Γκάμπα αναδιοργάνωσε το σώμα των Σουλιωτών. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε ανθρώπους να τους αποτραβήξει από τον Μπάυρον, διέδιδε πως ο Μαυροκορδάτος θα πωλούσε τη χώρα στους Άγγλους και ότι ο Μπάυρον δεν ήταν Άγγλος αλλά Τούρκος με πλαστό όνομα. Ο Μπάυρον έγινε έξω φρενών. Στις 15 Φεβρουαρίου κάλεσε τους οπλαρχηγούς και τους ανακοίνωσε ότι τους απολύει. Ήταν φαρμακωμένος. Το εκστρατευτικό του σχέδιο γνώριζε το πιο άδοξο τέλος.

Καθώς συζητούσε με τον συνταγματάρχη Στάνχοουπ, σηκώθηκε, έχασε την ισορροπία του. Έπεσε. Ένοιωσε βίαιους σπασμούς. Ο Μπρούνο θέλησε να του κάνει αφαίμαξη. Βάλανε βδέλλες στους κροτάφους. Φέρανε τον δόκτορα Μίλλιγκεν Γερμανός, στην υπηρεσία της ελληνικής κυβέρνησης. Συνήλθε λίγο. Οι τελευταίες του λέξεις: «Σ΄ αυτόν τον κόσμο όλα είναι πόνος...».

Τη Δευτέρα 19 Απριλίου στις 6.15 του 1824, ο Λόρδος Τζωρτζ Γκόρντον Νόελ Μπάυρον, ο Φιλέλληνας, «έφυγε». Πέθανε ο ποιητής. Το γεγονός αυτό πέρα απ΄ τη συναισθηματική του πλευρά είχε και μεγάλη πολιτική και ιστορική σημασία, αφού απάλλαξε το Μεσολόγγι και εν μέρει για την Ελλάδα, τη ροή  των γεγονότων.

«Το σώμα του απ΄ το κεφάλι ως τα γόνατα, είχε τη μορφή του Απόλλωνα, και από τα γόνατα ως τις φτέρνες, τη μορφή σατύρου» λέει στα απομνημονεύματά του ο Τρελώνυ. Όταν άνοιξαν το κεφάλι του, είχαν μπροστά τους έναν εγκέφαλο γερασμένου ανθρώπου. «Η σκληρή μήνιξ είχε κολλήσει στο οστεϊκό τοίχωμα. Η λεπτή μήνιξ, κόκκινη από το αίμα ήταν σαν ερεθισμένο μάτι. Όσο για την καρδιά και το συκώτι ήταν σε άθλια κατάσταση». Αυτή ήταν η έκθεση της νεκροψίας. Δεν ήταν λοιπόν, το υγρό κλίμα του Μεσολογγίου, μα μήτε και οι ολοήμερες και ολονύχτιες αχαλίνωτες πράξεις και οι αφαιμάξεις.

Είπε Ναι στην Ανθρωπιά. Ναι στην Αγάπη. Ναι στην Αυτοθυσία, αργά και αμετάκλητα (Ακακία Κορδόση). Ξεκινώντας για την Ελλάδα, δεν είχε αποφασίσει τι πήγαινε να κάνει εκεί.«Πηγαίνω στην Ελλάδα για να δω αν μπορώ να την ωφελήσω σε τίποτα», έγραψε στον Γκαίτε. «Ο Μπάυρον έζησε Διόνυσος και πέθανε Μεσσίας», λέει ο Κωστής Παλαμάς.

Υποσχέθηκε βοήθεια και έδωσε την περιουσία του. Υποσχέθηκε βοήθεια και έδωσε την ψυχή του, και ήταν μόλις 36 χρονών.



Βιβλιογραφία
•    Αντρέ Μωρουά: Λόρδος Μπάυρον, Μετάφραση Λήδα Παλλάντιου, εκδόσεις Ωκεανίδα
•    Jane Stabler: Lord Byron, Every Man’ s Poetry
•    Francis Thompson: Selley, Westminster Press, 1925
•    Ακακία Κορδόση: Το Μεσολόγγι, εκδόσεις Ασημακόπουλος
•    Χάρολντ Νίκολον: Το τελευταίο ταξίδι, εκδόσεις Μελάνι
•    Μίμης Ανδρουλάκης: Αλέγκρα, εκδόσεις Πατάκη, 2014
•    David Crane: The Kindness of sisters, εκδόσεις Harper Collins
•    Παν. Κανελλόπουλος: Λόρδος Βύρων, Η ζωή και το έργο του, εκδόσεις Δ. Γιαλλέλης, 1983
•    Χρ. Χαιρόπουλος:Ο Λόρδος Βύρων και η Κόρη των Αθηνών, εκδόσεις Μοντέρνοι καιροί
•    Benita Eisler: Byron- Child of Passion, fool of fame, εκδόσεις Alfred A KNOPF, 1999
•    Tanja Kinkel: Αμαρτωλός Έρωτας, μετάφραση Ιάκωβος Κοπέρτι, εκδόσεις Κριτική, 2000
•    Byron and the Mediterranean World, εκδόσεις M. B. Raizis, 1994
•    The Byron Journal, 1999
•    David Crane: Lord Byron’s Jackal, εκδόσεις Harper Collins, 1998
•    Philip W. Martin: Byron, a poef before his public, εκδόσεις Cambridge University Press, 1982
•    PhylisCrosskurth: Byron, The Flawed Angel, εκδόσεις Hodder and Stoughton, 1997
•    Daniele Calvo Platero: Λόρδος Βύρων, μετάφραση Γιώργος Λεβίδης, Νέα Σύνορα, 1994

 

Απόψεις

Η καθημερινότητα των συμπολιτών μας και όσα στο προηγούμενο διάστημα ανακοινώθηκαν από τη Δημοτική αρχή για το μέλλον της περιοχής μας, οδηγούν σε ιδιαίτερες σκέψεις. Με...

Κόσμος

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.
randomness