Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

ΑΠΟ ΤΟ “ΟΝΕΙΔΟΣ” ΤΟΥ 1897, ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΟΡΘΩΣΗ (1897-1913)

Ιστορικό άρθρο του Λεωνίδα Κωστόπουλου  

 

Τέσσερα μόλις χρόνια μετά την αναγγελία της πτώχευσης (1893) από τον Τρικούπη, η Ελλάδα σύσσωμη σχεδόν, είναι έτοιμη να ριχτεί σε μια περιπέτεια που ήλπιζε ότι θα τη βοηθούσε να ξεπεράσει τις μεταπτώσεις στο ηθικό της, στα χρέη της, τις διακομματικές διενέξεις. Για κακή της τύχη η έκβαση του πολέμου του πολέμου του 1897, ήταν ένα ράπισμα σε αυτές τις προσδοκίες. Πασχίζοντας να απαλλαγεί από το βραχνά των ταπεινώσεων, η χώρα βρέθηκε ξαφνικά για μια ακόμη φορά στη θέση του ικέτη. Με την ήττα του 1897, οι Έλληνες πίστεψαν πως έφθασαν στο κατώτατο σημείο της παρακμής τους. Οι ίδιοι άλλωστε είχαν αρχίσει λίγο μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους να καλλιεργούν συστηματικά το αίσθημα μιας συλλογικής ενοχής για όλα τα δυσάρεστα που συνέβαιναν, αλλά κυρίως για την καχεξία του μικρού ελληνικού κράτους και την αδυναμία του να επεκτείνει τα όριά του.

Ο πόλεμος του 1897 ήρθε λοιπόν να επιβεβαιώσει τους φόβους που προυπήρχαν.

Τα όσα συνέβησαν όμως λίγο αργότερα, η επανάσταση των Νεότουρκων, το κίνημα στο Γουδί και κυρίως οι Βαλκανικοί πόλεμοι, συνέβαλαν στη μετατροπή της ήττας σε απαρχή ενός νέου ξεκινήματος.

Η ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897 και ο περιορισμός της εθνικής της κυριαρχίας από την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (1898), υπήρξαν καταλύτες σημαντικών πολιτικών εξελίξεων στη χώρα. Τα δύο αυτά συνταρακτικά γεγονότα, κατέστησαν σαφές σε όλα τα κλιμάκια της εκτελεστικής εξουσίας και στον πολιτικό κόσμο, την επιτακτική ανάγκη μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στο δημόσιο βίο.

Τα κόμματα που εναλλάσσονταν κυρίως στην εξουσία σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας, ήταν το «Νεωτερικό» του Γεωργίου Θεοτόκη και το «Εθνικό» του Θεοδώρου Δηλιγιάννη.

Το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας (1898-1909), κάλυψαν οι κυβερνήσεις του Θεοτόκη. Η δεκαετία αυτή δεν έχει να επιδείξει σημαντικά κυβερνητικά επιτεύγματα, με εξαίρεση το έργο του Θεοτόκη, στον τομέα της οργάνωσης και του εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεων στα τέλη του 1905.

Βασιζόμενος στις παρακαταθήκες του Τρικούπη, περιόρισε τον αριθμό των στρατευμένων, με σκοπό να χρησιμοποιήσει τους πόρους που θα εξοικονομούνταν για την προμήθεια σύγχρονου οπλισμού, ενώ ταυτόχρονα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη βελτίωση της εκπαίδευσής τους.

Αντιλαμβανόμενος εξάλλου, την καθοριστική σημασία της ναυτικής υπεροπλίας έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προχώρησε στην παραγγελία νεότευκτων αντιτορπιλικών και καταδρομικών. Οι νέες μονάδες ενίσχυσαν αποφασιστικά τον ελληνικό πολεμικό στόλο, ο οποίος δεν είχε ανανεωθεί από την εποχή του Τρικούπη.

Τα σημαντικά αυτά βήματα αποκατέστησαν τη δύναμη και το γόητρο του στρατεύματος, ενώ ο Μακεδονικός Αγώνας, του έδωσε αέρα αυτοπεποίθησης και το απάλλαξε από το σύμπλεγμα της οδυνηρής ήττας του 1897.

Παράλληλα το Θεσσαλικό πρόβλημα, το οποίο δεν είχε επιλυθεί, συνεχίζει να ταλαιπωρεί την ελληνική πολιτεία. Η ισοσκέλιση του προυπολογισμού που είχε επιτευχθεί μετά το 1898, με τον εξορθολογισμό των οικονομικών από τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή και τη σφιχτή πολιτική του Γ. Θεοτόκη, ανατράπηκε στη συνέχεια, με αποτέλεσμα νέους ελλειμματικούς προυπολογισμούς.

Οι προτεραιότητες του κράτους ήταν ολοφάνερα στρεβλές, ενώ δεν φαίνονταν πουθενά οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να επιβάλλουν την αλλαγή τους.

Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε νέα τάξη μισθοσυντήρητων εργατών που αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες στην επιβίωση, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν οι πρώτες απεργίες (Λαύριο -1906).

Η αδυναμία των κομμάτων να δώσουν ικανοποιητικές απαντήσεις στα προβλήματα που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία προκαλούσε, όπως ήταν φυσικό, ένα γενικευμένο κλίμα δυσαρέσκειας, το οποίο μοιραία στρεφόταν εναντίον εν γένει του πολιτικού συστήματος. Η οικονομική κρίση, η οποία έπληξε την Ελλάδα στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αι., πρωτίστως εξαιτίας της πτώσης της διεθνούς τιμής της σταφίδας, του βασικότερου εξαγώγιμου προιόντος της χώρας, δημιούργησε τις προυποθέσεις για τη δυναμικότερη εκδήλωση του ολοένα διευρυνόμενου κύματος αμφισβήτησης.

Οι έντονες κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες της εποχής εκείνης (Ευαγγελικά-1901, Σανιδικά-1902, Ορεστειακά-1903), οι οποίες ξεκινούσαν από φαινομενικά δευτερεύουσες αφορμές και οδηγούσαν ακόμη και σε παραιτήσεις κυβερνήσεων, έδειχναν ξεκάθαρα την αποδυνάμωση του κράτους και την ιδεολογική κρίση της κοινωνίας.

Το χαρακτηριστικότερο εύρημα της κοινωνικής αποδιοργάνωσης στην Ελλάδα αυτή την εποχή, είναι, είναι το αθρόο ρεύμα της μετανάστευσης, που παρατηρείται από την ύπαιθρο, ιδίως προς τις Η.Π.Α. Υπολογίζεται ότι μέσα στη δεκαετία 1900-1910, η Ελλάδα, απογυμνώθηκε από το μεγαλύτερο ποσοστό του νεανικού και πιο παραγωγικού πληθυσμού της, πληγή που την ταλάνισε επί πολλές δεκαετίες.

Ο κοινωνικός αναβρασμός της περιόδου 1897-1908, δεν στάθηκε όμως ικανός να μετατρέψει τον προβληματισμό και την αμφισβήτηση σε ανοικτή και γενικευμένη κρίση του πολιτικού συστήματος.

Στην εξωτερική πολιτική αναζητήθηκαν τρόποι εξόδου της Ελλάδας από τη διπλωματική απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει μετά την ήττα του 1897, αλλά και τις αμφίσημες διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, για τα συμφέροντά τους στο Βαλκανικό χώρο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Ο Θεοτόκης ακολούθησε την πολιτική της «άψογης στάσης», εναρμονίζοντας δηλαδή την ελληνική εξωτερική πολιτική με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή, ελπίζοντας σε ανταλλάγματα και ευνοικότερες τοποθετήσεις εκ μέρους τους.

Αυτή η πολιτική αποτέλεσε αντικείμενο έντονων διαξιφισμών στην Ελλάδα, καθώς κατηγορήθηκε από τον Τύπο και μεγάλη μερίδα του λαού, ως δουλοπρεπής και ταπεινωτική.

Στο επίκεντρο αυτής βρισκόταν η «Μεγάλη Ιδέα» και ο πόθος της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, μέσα και έξω από την ελληνική επικράτεια να ενωθούν σε ένα ενιαίο κράτος.

Το Μακεδονικό και Κρητικό ζήτημα αποτελούσαν αφορμές δυσαρέσκειας του ελληνικού λαού και ιδιαίτερα του σώματος των Ελλήνων αξιωματικών.

Η χρονική σύμπτωση στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αι., μιας σειράς σημαντικών γεγονότων στον ευρύτερο βαλκανικό βαλκανικό περίγυρο της Ελλάδας, με κορυφαία παραδείγματα κατά τη διάρκεια του 1908, την επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία, καθώς και την ανακήρυξη της βουλγαρικής ανεξαρτησίας, επέτεινε ακόμη περισσότερο τις ανησυχίες της ελληνικής κοινής γνώμης, ότι η κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ήταν πολύ πιθανό να έβλαπτε τα εθνικά συμφέροντα, σε μια περίοδο εξαιρετικής ρευστότητας και αναδιάταξης των ισορροπιών στη Χερσόνησο του Αίμου.

Αυτές οι εξελίξεις συνέβαλλαν σε σημαντικό βαθμό στη δημιουργία του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», τον Μάιο του 1909, από νέους αξιωματικούς, οι οποίοι απαίτησαν την ικανοποίηση συντεχνιακών αλλά και γενικότερων αιτημάτων κοινωνικού και εθνικού χαρακτήρα. Αν και το κίνημα δεν είχε σαφή αντιμοναρχικό χαρακτήρα, και το παλάτι βρέθηκε στο επίκεντρο έντονης κριτικής.

Στόχοι του συνταγματάρχη Ν. Ζορμπά και των αξιωματικών που βρέθηκαν στο πλευρό του, ήταν η αναδιοργάνωση του στρατεύματος και της δημόσιας διοίκησης, η ταχεία απονομή δικαιοσύνης, ο πρακτικός προσανατολισμός στην εκπαίδευση, η ανόρθωση των οικονομικών και η προστασία από επαχθείς φόρους, η απομάκρυνση των πριγκήπων από το στράτευμα, καθώς και η εξυγίανση της πολιτικής ζωής.

Μπροστά στην αντίδραση των πολιτικών, τον Αύγουστο του 1909, προχώρησε σε πραξικόπημα, αναγκάζοντας την πολιτική εξουσία και το βασιλιά, να αποδεχθούν τις αξιώσεις τους.

Έχει υποστηριχθεί ότι το κίνημα του 1909, αντιπροσώπευε τον αστικό μετασχηματισμό στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα δεν είχε σαφείς ιδεολογικές αρχές και ήταν περισσότερο μια έκφραση πολιτικής δυσαρέσκειας. Η σημασία του βρισκόταν στο ότι διευκόλυνε την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, γεγονός που ταυτίστηκε στη συνέχεια με τις μεγάλες εθνικές επιτυχίες της δεκαετίας του 1910. Αν και μη επαναστατικό στη φύση του, καθώς δεν επιδίωκε να ανατρέψει την ισχύουσα πολιτικοκοινωνική κατάσταση, πυροδότησε ριζικές αλλαγές στην νεοελληνική κοινωνία και την πολιτική σκηνή.

Η εμφάνιση του Βενιζέλου στις 28 Δεκεμβρίου 1909, στο πολιτικό προσκήνιο αποτελούσε αναμφίβολα τη σημαντικότερη συνέπεια του κινήματος στο Γουδί, η οποία έμμελε να προσδιορίσει για αρκετές δεκαετίες τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας.

Ο Βενιζέλος αναλαμβάνει τη διοργάνωση ενός σύγχρονου κράτους κατά τα πρότυπα της φιλελεύθερης Δύσης. Θα επιδείξει εξαιρετική μετριοπάθεια, αναλαμβάνοντας την πολιτική και κοινωνική μεταρρύθμιση.

Ενώ οι νέες δυνάμεις απαιτούν «Συντακτική Συνέλευση» και θέλουν να τελειώνουν με τις παλαιές κάστες και τη βασιλική αυλή που αντιστέκονται ακόμα, ο Βενιζέλος επιβάλλει «Αναθεωρητική Συνέλευση», που επεξεργάζεται το Σύνταγμα του 1911, από την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864.

Το νέο Σύνταγμα, κατοχυρώνει τα ατομικά δικαιώματα και καθιερώνει νέους κανόνες στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, ενισχύει την προστασία των ατομικών ελευθεριών, της ιδιοκτησίας και της ελευθερίας του Τύπου με την παροχή εγγυήσεων απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία, καθιερώνει τη δωρεάν υποχρεωτική στοιχειώδη εκπαίδευση, την αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιοκτησιών για την αποκατάσταση των ακτημόνων γεωργών, διευκολύνει τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις για την εισαγωγή καλύτερου εκλογικού αποτελέσματος, καταπολεμά την κωλυσιεργία κι προβλέπει την πληρέστερη και ταχύτερη διεκπεραίωση της νομοθετικής εργασίας στη Βουλή, απομακρύνει τους στρατιωτικούς από την ενεργό πολιτική και καθιερώνει το ασυμβίβαστο του βουλευτικού αξιώματος και των ιδιωτικών έργων, την εξέλεγξη του κύρους των βουλευτικών εκλογών από ειδικό δικαστήριο, κατοχυρώνει τη μονιμότητα των διοικητικών και την ισοβιότητα των κυριότερων διοικητικών υπαλλήλων, επανιδρύει το Συμβούλιο της Επικρατείας και απλοποιεί την αναθεωρητική διαδικασία του Συντάγματος.

Ο Βενιζέλος θεσπίζει μια αρκετά προωθημένη εργατική νομοθεσία, δημιουργεί τις προυποθέσεις για ένα ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα, μεριμνά για την εξυγίανση του φορολογικού συστήματος και τη δανειοδότηση των αγροτικών συνεταιρισμών, αναδιοργανώνει τις ένοπλες δυνάμεις και βελτιώνει τις στρατιωτικές δυνατότητες της χώρας.

Τέλος σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού της πολιτικής ζωής και απαλλαγής από το πελατειακό σύστημα, ιδρύει το κόμμα των Φιλελευθέρων, ένα κόμμα αρχών, που δεν θα στηριζόταν σε πολιτικές προσωπικότητες αλλά σε ιδεολογικές αρχές, οι οποίες και θα εκφράζονταν μέσα από το πρόγραμμά του. Στη συνέχεια κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή ολόκληρης της μεσοπολεμικής περιόδου.

Το ανανεωτικό πρόγραμμα του Βενιζέλου, εφαρμοζόταν σε μια περιοχή ρευστότητας και ανακατατάξεων στη νοτιοανατολική Ευρώπη, οι οποίες συνδυάζονταν με τη γενικότερη εξέλιξη του «Ανατολικού Ζητήματος».

Η πλήρης επικράτηση του εθνικισμού, όχι πια μόνο στο πεδίο των ιδεολογικών ζυμώσεων, αλλά πολύ περισσότερο σε εκείνο της πρακτικής πολιτικής, δημιουργούσε προυποθέσεις δυναμικότερης διεκδίκησης από την πλευρά των βαλκανικών κρατών, μεταξύ αυτών και της Ελλάδας, μεριδίου στη διανομή λείας σε βάρος της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Καθοριστικό ρόλο για τις μετέπειτα εξελίξεις έπαιξε η στροφή της αγγλικής πολιτικής απέναντι στο «Ανατολικό Ζήτημα», η οποία είχε ξεκινήσει μετά το συνέδριο του Βερολίνου και συμβάδιζε πλέον με την ελληνική εθνική πολιτική.

Η στροφή της Αγγλίας που, αντιμετωπίζοντας την απειλή της γερμανικής πίεσης και την αύξηση επιρροής της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε εγκαταλείψει το δόγμα ακεραιότητας της αυτοκρατορίας και είχε προσεγγίσει την Γαλλία και τη Ρωσία (Entente), επέτρεψε τη βαλκανική συνεργασία.

Η επιτυχία της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους θα ήταν αδύνατη χωρίς τη Βαλκανική Συμμαχία, στην οποία τα κράτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης, θέλοντας και μη, ωθήθηκαν υπό την εκβιαστική πολιτική των Νεότουρκων, αλλά και από την απειλή των Μεγάλων Δυνάμεων να πάρουν πρωτοβουλία στα ίδια εδάφη των βαλκανικών χωρών.

Η Ελλάδα το 1913, δεν ήταν πλέον μικρό κράτος. Απέκτησε μέσα από την εδαφική επέκταση και γεωγραφική διάσταση. Η Ελλάδα πέτυχε μέσα σε δεκαπέντε χρόνια, από το 1897, κάτι που κανείς μπορούσε να διανοηθεί στις αρχές του 20ου αι. Τα κέρδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν εξαιρετικά σημαντικά, τη στιγμή που λίγα χρόνια πριν, ο στρατός και η διπλωματία της χαρακτηρίζονταν από ανυποληψία. Ο λόγος είναι σχετικά απλός. Η Ελλάδα μπόρεσε να αξιοποιήσει στο έπακρο τις ευνοικές συγκυρίες, διπλωματικές, οικονομικές, στρατιωτικές, προκειμένου να φτάσει στην επίτευξη των στόχων της. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο χωρίς καλή στρατιωτική οργάνωση και διπλωματική ικανότητα, αλλά και ανθηρή δημόσια και ιδιωτική οικονομία, που μπορούσε να στηρίξει το εγχείρημα.

Με άλλα λόγια, ο ελληνικός πολιτικός κόσμος, αποδεικνύεται ικανός, να κινητοποιήσει ανθρώπινους και μη πόρους, ώστε να ανταπεξέλθει στους διπλωματικούς και πολιτικούς του στόχους, την επιτυχή πραγματοποίηση της αλυτρωτικής εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να θυσιάσει την εσωτερική συνοχή ή τη σταθερότητα του πολιτικού καθεστώτος. Η χώρα κεφαλαιοποιούσε στην πραγματικότητα, μέσα στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα, μια σωρευμένη ανάπτυξη από την εποχή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους.

Χωρίς αυτήν τα αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων, δεν θα μπορούσαν να δώσουν στη χώρα τη δυνατότητα να διευρύνει τα εθνικά της σύνορα.

 

Ο Λεωνίδας Κωστόπουλος, σπουδάζει Ιστορία στο τμήμα Ελληνικού Πολιτισμού στο ΕΑΠ.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1)     Βουρνάς Τάσος, Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδας, Αθήνα 1974.
2)     Dakin D., The diplomacy of the Great Powers ahd the Balkan States, 1908-1914, Balkan Studies, 1962.
3)     Καραποστόλης Βασίλης, Διχασμός και εξιλέωση - Περί πολιτικής ηθικής των Ελλήνων, Αθήνα 2012.
4)     Κλάψης Αντώνης, Πολιτική και Διπλωματία της Ελληνικής Εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923, Αθήνα 2012.
5)     Κωστής Κώστας, Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, Αθήνα 2019.
6)     Λάζου Βασιλική, Άρθρο, περιοδικό HOTDOC HISTORY, (05-08-2018).
7)     Λούβη Λίνα, Τα διλήμματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, Αθήνα 2010.
8)     Μαρκέτος Σπύρος, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Πάτρα 1999.
9)     Μαυρέας Κων/νος, Η δημιουργία του αστικού κράτους, Πάτρα 1999.
10)     Μαρωνίτης Ν., Πολιτική εξουσία και εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα 1880-1990, Αθήνα 2009.
11)     Πλουμίδης Σπυρίδων, Μεταρρύθμισις και ανόρθωσις - Το αίτημα για αλλαγή στην Ελλάδα 1897-1910, Νεοελληνικά ιστορικά 2018.
12)     Σβορώνος Νίκος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1990.
13)     Σβολόπουλος Κων/νος, Η είσοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πολιτική ζωή της Ελλάδος και οι εσωτερικές εξελίξεις από το 1909 έως το 1912, Αθήνα 2015.
14)     Χρονόπουλος Γιάννης, Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Αθήνα 2011.